Ο μοναχισμός είναι στάση βίου, η οποία, πριν ακόμη καταπαύσουν οι διωγμοί κατά των χριστιανών, εκδηλώθηκε ως αντίδραση στην τάση προς εκκοσμίκευση των μελών της Εκκλησίας. Οι ανθρώπινες αδυναμίες των χριστιανών θεωρούνται ισχυρό επιχείρημα για να χαρακτηριστεί το ευαγγελικό κήρυγμα υπέρτατη ουτοπία και να θεωρηθούν οι εντολές του υπερβαίνουσες τρομακτικά τις βιολογικές δυνάμεις του ανθρώπου. Οι επικριτές παραβλέπουν παντελώς τα ασκητικά επιτεύγματα, όπως παραβλέπουν και τα επιτεύγματα των μαρτύρων της πίστεως. Και η εξήγηση είναι απλή. Το μαρτύριο και το ασκητικό επίτευγμα καταρρίπτουν τα σαθρά επιχειρήματά τους. Τις ανθρώπινες αδυναμίες επισήμανε πρώτος ο Χριστός, ο οποίος ήλθε για να σώσει το πλάσμα του από την αμαρτία. Και τόνισε σαφέστατα: «Χωρίς εμέ ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Η εκκοσμίκευση υπήρξε ραγδαία μετά την παύση των διωγμών κατά των μελών της Εκκλησίας του Χριστού, μετά το διάταγμα περί ανεξιθρησκείας και, τέλος, μετά την αναγνώριση από τον Καίσαρα της νέας πίστης ως επίσημης θρησκείας του κράτους. Τυχοδιώκτες πάσης φύσεως έγιναν μέλη της Εκκλησίας, προκειμένου να καρπωθούν οφέλη από την «προσφορά των υπηρεσιών τους». Η διάχυση του πνεύματος της εκκοσμίκευσης είχε ως αντιρρόπηση την έξαρση του μοναχισμού, ο οποίος από την αιγυπτιακή έρημο εξαπλώθηκε στη Συρία και στην Παλαιστίνη, αρχικά, και, λίγο αργότερα, στην Μικρά Ασία (Καππαδοκία, Πόντο και Βιθυνία). Από εκεί ο μοναχισμός πέρασε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και άνθισε γύρω από την Κωνσταντινούπολη, μέσα στην οποία ζούσαν προκλητικά εκκοσμικευμένοι πολιτικοί άρχοντες και εκκλησιαστικοί ηγέτες. Αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ο διωγμός και ο θάνατος καθ’ οδόν προς την εξορία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος στηλίτευσε τον τρόπο βίου των ισχυρών της εποχής του. Από την Κωνσταντινούπολη ο μοναχισμός έφθασε στην κατάφυτη και εν πολλοίς ερημική περιοχή της τρίτης χερσονήσου της Χαλκιδικής, που είναι σήμερα γνωστή ως Άγιον Όρος.
Ο μοναχισμός δέχθηκε αγριότατη επίθεση από τους συμπατριώτες μας οπαδούς του διαφωτισμού κατά τους χρόνους της νεωτερικότητας. Ερμηνεύοντας αυτοί την ιστορία με βάση τα δυτικά πρότυπα, ταύτισαν τον ορθόδοξο μοναχισμό με τον άλλο του παπισμού. Διορθώνω: Τον θεώρησαν κατά πολύ κατώτερο, καθώς αναγνωρίζουν στον δυτικό μοναχισμό κάποιο καλό, την κοινωνική προσφορά. Τον ορθόδοξο επικρίνουν για δήθεν οκνηρία και παρασιτισμό σε βάρος του λαού με την εύνοια των αυτοκρατόρων της Ρωμανίας (του Βυζαντίου των Φράγκων). Διαδίδουν μάλιστα πληθώρα ψευδών, μέσω των οποίων δηλητηριάζουν τους Νεοέλληνες. Προβάλουν τους μοναχούς ως εμπαθέστατους και φανατικότατους διώκτες του αρχαίου ελληνικού πνεύματος της ελευθερίας! Τους μέμφονται, για την επιλογή τρόπου βίου, που ως θεμελιακή αρχή έχει τον στραγγαλισμό της απόλαυσης και της εκ ταύτης χαράς! Τους θεωρούν, τέλος, υπεύθυνους για την, με την αποφυγή της στράτευσης, κατάρρευση της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, την οποία στις αναλύσεις τους τόσο περιφρονούν και ενδόμυχα επιχαίρουν για τον αφανισμό της. Αυτή η σωρεία ψευδών διαχέεται από γενεά σε γενεά, με συνέπεια να καλλιεργείται πνεύμα αντιμοναστικό και πολλοί Νεοέλληνες να εκφράζονται με τρόπο άκρως περιφρονητικό και απαξιωτικό για τον μοναχισμό!
Οι μοναχοί υπήρξαν αναχωρητές και όχι ταραχοποιοί στα αστικά κέντρα. Εκεί στην ησυχία τους πέρα από το κύριο μέλημα, την αδιάλειπτη προσευχή, είχαν ως δεύτερο την εργασία, προς εξοικονόμηση των ελαχίστων προ το ζην. Μεταξύ των εργοχείρων ήταν και η αντιγραφή κειμένων, όχι μόνο εκκλησιαστικών, αλλά και εκ της θύραθεν γραμματείας. Πλείστα όσα έργα αυτής, ακόμη και κωμωδίες του Αριστοφάνη, διασώθηκαν χάρη στην επίπονη προσπάθεια μοναχών. Είναι βέβαια αληθές ότι πολλά μοναστήρια δέχθηκαν οικονομική βοήθεια από ευλαβείς και ανευλαβείς αυτοκράτορες. Η βοήθεια αυτή άλλοτε αξιοποιήθηκε και άλλοτε εκδαπανήθηκε, καθώς και στον μοναχισμό, ο οποίος είναι θεμελιωμένος στον φρικτό όρκο περί ακτημοσύνης, παρθενίας και υπακοής, ήταν αναπόφευκτο να εισχωρήσουν οι ανθρώπινες αδυναμίες. Πάντως αποκρύπτεται μεθοδικά ότι ο ρωμαϊκός (βυζαντινός) στρατός ήταν μισθοφορικός κατά τους χρόνους της παρακμής της αυτοκρατορίας και δεν ευθύνεται για την κατάρρευσή της η πληθώρα των μοναχών, αλλά η προηγηθείσα κατάρρευση των αξιών.
Η επαναλαμβανόμενη αποδοκιμασία του μοναχισμού για τον στραγγαλισμό της απόλαυσης του βίου και της από αυτήν χαράς είναι η τραγικότερη στάση των εκκοσμικευμένων ανθρώπων. Αγνοούντες τη χαρά, την οποία δεν έχουν γευθεί, ταυτίζουν αυτή με την ευχαρίστηση. Και αποκρύπτουν επιμελώς ότι, ως κυνηγοί της απόλαυσης, έχουν ολοένα και μεγαλύτερη την ανάγκη αυτής ποσοτικά, για να αισθανθούν την ίδια ευχαρίστηση. Και αποκρύπτουν επιμελέστατα ότι στο βάθος της ύπαρξής τους υπάρχει η διαρκής γεύση πικρίας, η οποία εκδηλώνεται, σε περιπτώσεις, κατά τρόπο φρικιαστικό! Το μαρτυρεί η φράση του Σαρτρ «ο άλλος είναι η κόλασή μου». Σε αντίθεση ο ερημίτης άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (19ος αιώνας) χαιρετούσε την πληθώρα των προσκυνητών του ερημητηρίου του με τη φράση «Χριστός ανέστη, χαρά μου». Αυτός όντως γνώριζε τη είναι χαρά και πόσο διαφέρει αυτή από την ευχαρίστηση, ως ικανοποίηση του ενστίκτου.
Κύλισαν τα χρόνια, το Γένος μας γνώρισε πικρή δουλεία αιώνων, κατά τους οποίους τα μοναστήρια πρόσφεραν παρηγοριά και μόρφωση. Χάρη στην πρώτη άντεξαν οι πρόγονοί μας από την πίεση ή το δέλεαρ του εξισλαμισμού. Χάρη στο δεύτερο δεν λησμόνησαν την γραπτή τους γλώσσα. Το πρώτο αφήνει παγερά αδιάφορους τους «διαφωτισμένους». Το δεύτερο πολέμησαν με λύσσα ως «μύθο του κρυφού σχολειού». Και ήλθε το ποθούμενο και στον αγώνα για την ελευθερία πρωταγωνίστησαν τα μοναστήρια, φιλοξενώντας, τρέφοντας, προσφέροντας ακόμη και πολύτιμα χειρόγραφα για τη μπαρούτη του αγώνα. Και ήλθαν μετά οι Βαυαροί και διέλυσαν πλήθος μοναστηριών, πετώντας στον δρόμο μοναχούς και εκποιώντας τις περιουσίες. Άγνωστη κι’ αυτή η πτυχή του νεωτέρου δράματος. Μπορεί να ήταν θιασώτες της «φωτισμένης μοναρχίας» οι διώκτες, όμως διέπονταν από τις ίδιες αρχές με τους «δημοκράτες» αποδομητές κάθε ιερού και οσίου.
Και έφθιναν τα μοναστήρια στη χώρα μας καθ’ όλο τον 19ο αιώνα. Μάλιστα κατά τον 20ο κάποιοι βιάστηκαν, περί το τέλος της δεκαετίας του 1970, να προβλέψουν το τέλος του μοναχισμού ακόμη και στο Άγιον Όρος. Εκεί λίγα γεροντάκια πλέον ανέμεναν καθημερινά τον θάνατο να σφραγίσει τα μάτια τους. Και τότε συνέβη το θαύμα. Νέοι, πολλοί νέοι, ασφυκτιούντες στο εκκοσμικευμένο περιβάλλον μετά από σπουδές, πολλές φορές λαμπρές, εγκατέλειπαν τον κόσμο της διαφθοράς, όπως οι πρώτοι ασκητές της αιγυπτιακής ερήμου, και κατέφευγαν στο Άγιον Όρος. Και η μοναστική ζωή έκτοτε σφύζει όχι μόνο από Έλληνες, αλλά από πλείστων όσων εθνοτήτων μοναχούς. Και είναι μεγάλα τα πλήθη που επιθυμούν να πραγματώσουν προσκύνημα στο Άγιον Όρος.
Οι σκέψεις αυτές μου ήρθαν μετά από πρόσφατο προσκύνημα στο «Περιβόλι της Παναγίας». Και συνιστώ ολόθερμα, σε όσους δεν έχουν πραγματοποιήσει ακόμη κάποιο ταξίδι εκεί, να το προγραμματίσουν, έστω από απλή περιέργεια ή και με διάθεση άσκησης κριτικής.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ»