Πολλοί μην έχοντας ζήσει το μπασκετικό έπος του 1987, κάνουν λόγο για τον θρίαμβο του EURO 2004. Όμως δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με την ανεπανάληπτη εμπειρία της πρώτης κατάκτησης του Ευρωμπάσκετ. Η ίδια η εποχή ήταν «πίστα» από άλλη εποχή εντελώς. Τον Ιούνιο του 1987 τελείωνα την Α΄ Γυμνασίου. Ένα έτος σε μια Ελλάδα διχασμένη, μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας, πράσινων και μπλε καφενείων, «δημοκρατών – αριστερών» και «φασιστών – δεξιών». Ο Ανδρέας με σοβαρά προβλήματα υγείας, αλλά μάλλον με την Δήμητρα Λιάνη αντάμα, αν και τα νέα έσκασαν το 1988.
Οι κριτικοί αποθέωναν ή έθαβαν τις φεστιβαλικές ταινίες, «κουλτουριάρικες» για τον πολύ κόσμο, ενώ στο λαό θριάμβευε η βιντεοκασέτα: κάθε γειτονία είχε από ένα βιντεοκλάμπ. Ήρωες ηθοποιοί εκείνης της γενιάς ο Χάρυ Κλυν (αν και του θεάτρου και της δισκογραφίας), ο Στάθης Ψάλτης, ο Πάνος Μιχαλόπουλος, η Ελένη Φιλίνη, η Νατάσα Γερασιμίδου, ενώ στους ξένους περίοπτη θέση είχαν οι αστέρες ταινιών περιπέτειας, όπως οι Σ. Σταλόνε, Τσαρλς Μπρόνσον, Σο Κουσούγκι και βέβαια ο αήττητος Τσακ Νόρις. Η ανδρική νεολαία να κρατά στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο χέρι το τιμόνι της μηχανής, έστω και 50ρι παπάκι. Ντισκοτέκ και μπουζούκια, από Michael Jackson και «Bad», Madonna και «La Isla Bonita», έως Belinda Carlisle και «Heaven Is A Place On Earth». Συχνό φαινόμενο οι γονείς να μπουκάρουν στις συνήθως υπόγειες παμπ, για να τσακώσουν την κόρη, γιατί είχε κάποιος καλοθελητής καρφώσει την σχέση με τον χ «αλήτη».
Στα ελληνικά μουσικά πράγματα θριάμβευαν οι Γ. Νταλάρας, Χ. Αλεξίου, Γ, Πάριος, ο Β. Παπακωνσταντίνου, οι Αφοί Κατσιμίχα, ο Ν. Παπάζογλου, ο Α. Βαρδής. Στην πίστα, σημείο ταξικής καταξίωσης για την σοσιαλιστική εργατιά, πρώτο όνομα ήταν ο κραταιός Στράτος Διονυσίου, ο outsider Δ. Μητροπάνος, ο Λ. Πανταζής με την Άντζελα Δημητρίου, ο Δ. Κοντολάζος, η Ρίτα Σακελαρίου κ.α. Στα διεθνή πρώτο θέμα ήταν οι συνθήκες ψυχρού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Έτσι τραγούδια όπως το Born in the USA με τον Bruce Springsteen, μπορούσαν να ερμηνευθούν με διάφορους τρόπους. Κυριαρχούσε ένα ελληνικό σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στην Δύση από τη μια, και ο αντιαμερικανισμός λόγω και ΠΑΣΟΚ από την άλλη.
Αθλητικά η Ελλάδα του τότε, έδινε σημασία ακόμα και για την νίκη σε βαλκανικούς αγώνες ενός αθλητή μας σε όχι πολύ γνωστό άθλημα. Η κυβέρνηση, ακολουθώντας εν μέρει σοβιετικά πρότυπα, επιχείρησε να διαδώσει τον μαζικό ερασιτεχνικό αθλητισμό, διατηρώντας, όμως, στα τάρταρα, τον επαγγελματικό αθλητισμό. Πολύ αστέρες διέπρεψαν χωρίς να μπορούν να επωφεληθούν οικονομικά, να πάρουν μια μεταγραφή σε άλλη ομάδα του εσωτερικού. Γιατί για το εξωτερικό ούτε λόγος. Στο μπάσκετ λ.χ., απαγορεύονταν καν η συμμετοχή ξένων. Το οποίο παρότι είχε δώσει από πολύ ενωρίς επιτυχίες στην Ελλάδα, στην κρατική τηλεόραση άρχισε να μεταδίδεται κάπου το 1983-84.
Μια ιδέα πως κάτι πήγαινε να γίνει, είχαν δώσει οι Έλληνες με την ομάδα του 1986, η οποία είχε προκριθεί στο Παγκόσμιο της Ισπανίας. 10η είχαμε βγει τότε, δείχνοντας καλά στοιχεία, χωρίς τον Π. Φασούλα, αλλά με τον Γκάλη πρώτο παγκόσμιο σκόρερ (33,7 πόντους μ.ο.). Από τότε το όνομα αυτού του θρυλικού παίκτη, έγινε συνώνυμο του πρώτου σκόρερ, όπου και αν έπαιζε σε Ελλάδα και εξωτερικό, απέναντι σε οποιοδήποτε αντίπαλο.
Παίζοντας στον Όμιλο του Ευρωμπάσκετ, τίποτα δεν ήταν αυτονόητο. Κερδίσαμε την Ρουμανία 109-77 με τον Γκάλη στους 44 πόντους. Μια χώρα που ως κομμουνιστική είχε μεγάλη παράδοση και μεγάλες επιτυχίες σε πολλά ολυμπιακά αθλήματα. Χάσαμε οριακά από την υπερδύναμη Σοβιετική Ένωση, 66-69, αλλά και με «κατεβασμένα τα χέρια» από την πολύ καλή Ισπανία, 89-106. Όμως είχαμε κερδίσει την πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία, 84-78 (με τον Γκάλη πάλι στους 44), η οποία ήδη είχε τον κορμό για την ομάδα που αργότερα θα αναδεικνύονταν ως η μεγαλύτερη εθνική ομάδα που πάτησε πόδι σε παρκέ εκτός ΗΠΑ. Το οριακό ματς με την Σοβιετική Ένωση, αλλά και η νίκη επί των Γιουγκοσλάβων, έκαναν τον Έλληνα να δει το τουρνουά αλλιώς. Ατμόσφαιρα στο sold out γήπεδο μνημειώδη. Στους 8 αποκλείσαμε την μέχρι τότε αήττητη ομάδα της Ιταλίας, με τον Γκάλη στους 38 και τον Γιαννάκη στους 22. Η χώρα αυτή εκείνα τα χρόνια σε συλλογικό επίπεδο, είχε κατακτήσει αρκετές φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Πλέον οι δρόμοι άδειαζαν λίγο πριν τον αγώνα της Εθνικής, και πανηγύρια στήνονταν σε όλη την Ελλάδα.
Στον ημιτελικό ξανά με την πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία. Νέα σχετικά ομάδα, αλλά με τι προοπτικές: Ντράζεν Πέτροβιτς, Ζ. Πάσπαλι, Βλ. Ντίβατς, Γκρμπόβιτς, Στ. Βράνκοβιτς. Την επόμενη χρονιά οι Γιουγκοσλάβοι έχασαν, ουσιαστικά, το χρυσό μετάλλιο σε συγκλονιστικό αγώνα με την Σοβιετική Ένωση, ενώ το 1989 και 1990, απλά σάρωσαν ότι βρήκαν μπροστά τους. Μετά ήρθε η κρατική τους διάλυση. Το βιολί του ο Γκάλης με 30 πόντους, 18 ο Φάνης Χριστοδούλου, 14 ο Γιαννάκης, 11 ο Φασούλας. Τελικό αποτέλεσμα 81-77. Από τότε και για πολλά χρόνια, όπου μας πετύχαιναν οι Γιουγκοσλάβοι, αργότερα ως Σέρβοι ή Κροάτες, μας το φύλαγαν. Στην Ελλάδα γίνονται απίστευτα συλλαλητήρια με πάνδημο χαρακτήρα. Δύο φορές σε ελάχιστες ημέρες την πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία. Στην Πτολεμαΐδα θυμάμαι να γυρίζουμε όλη την πόλη, συνθηματολογώντας, αλλά και βρίζοντας, αφού κυριαρχούσε το ιστορικό, εν τέλει, σύνθημα και εύρημα των ημερών, «Σήμερα το βράδυ @@@ το Βελιγράδι». Ήταν και νωπές ακόμα οι εμφυλιακές μνήμες στη Μακεδονία, από το 1945-49, τον Τίτο, αλλά φυσικά και τα Μακρονήσια.
Στο τελικό όλη η Ευρώπη μιλάει για το ελληνικό θαύμα και τον παίχτη του 21ου αιώνα, κάτι που ενοχλούσε τους συμπαίκτες του Γκάλη. Οι Έλληνες υπήρξαν φιλικοί προς τους Σοβιετικούς, τουλάχιστον περισσότερο από τους Γιουγκοσλάβους. Υπήρχε ο αντιαμερικανισμός, όμως και η Σοβιετική Ένωση για τον Α. Παπανδρέου ήταν σύμμαχος καλός, κάτι που εξόργιζε το ΝΑΤΟ και δημιούργησε ουκ ολίγα προβλήματα στην εξωτερική μας πολιτική. Η Ελλάδα κερδίζει μετά από δύο παρατάσεις 103-101 της Σοβιετική Ένωση. Ένα αποτέλεσμα που άλλαξε την μοίρα του ελληνικού αθλητισμού. Σήμερα συγκρίνουν τον Γκάλη ατυχώς με νεότερους παίχτες, αλλά αυτά που έκανε αυτός, δεν θα μπορούσε να τα επιτύχει κανένας Ευρωπαίος, σε οποιοδήποτε παρκέ. 40 πόντους, καλάθια με τριπλά σπασίματα μέσης σε διπλά και τριπλά μαρκαρίσματα αθλητών ύψους έως και πάνω από 2.20, και με τον δεύτερο Έλληνα από πλευράς σκοραρίσματος στους 12 πόντους. Παρείχε, όμως και μια ταύτιση στον μέσο Έλληνα. Με ύψος 1,83, ως γόνος μετανάστη της Αμερικής, λιγομίλητος και με την τρίχα κάγκελο «α λα λεβεντόπαιδο Παπαμιχαήλ», ήταν πιο κοντά από κάθε άλλο, στα χρόνια της Αλλαγής του 81΄. Θυμάμαι την συγχωρεμένη γιαγιά μου, που δεν είχε ιδέα από αθλητικά, να μου λέει: «Ξέρω και εγώ δύο Έλληνες από αυτούς: το Γκάλη και το Γιαννάκη».
Παντού ακούγοντας ως unofficial ύμνος της Εθνικής το «Final Countdown» των Europe. Μια αντίστροφη μέτρηση, σήμαινε την αλλαγή, αυτή που οι πάντες επιζητούσαν τότε: ο πλανήτης από τους Αμερικάνους και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι φιλελεύθεροι από τις συλλογικές συμβάσεις, οι δεξιοί από τον Ανδρέα, το ΠΑΣΟΚ από τον Μητσοτάκη, οι νέοι την απελευθέρωσή τους από τον κραταιό συντηρητισμό. Βλέπαμε τους αγώνες σε ένα μπεργκεράδικο (βλέπεις τα σουβλατζίδικα ήταν ντεμοντέ και συνήθως δεν είχαν τηλεόραση). Με το σφύριγμα της λήξης έπεσαν γροθιές στα τραπέζια και σε κλάσματα δευτερολέπτου φύγαμε όλοι γιουρούσι για διαδήλωση. Την άλλη μέρα, τα μαγαζιά ξεπουλούσαν μπάλες, μπασκέτες. Για πολλά χρόνια στα ανοιχτά γήπεδα, υπήρχε ουρά για να παίξεις σε κάποιο μονό. Κρίθηκε δε και ψιλοαντεθνικό να εκφραζόμαστε με ξένο τραγούδι, οπότε ακούσαμε από τη φωνή του Πορτοκάλογλου με το συγκρότημα τον Φατμέ «Το είμαστε πια πρωταθλητές».