Η ελληνική επανάσταση υπήρξε το ώριμο τέκνο του Διαφωτισμού, του ρεύματος που πρόβαλλε και διεκδίκησε τη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης, καθώς χιλιάδες άνθρωποι αντιλαμβάνονταν πως τα παλαιά καθεστώτα (Ancien Régime) οι απολυταρχικές μοναρχίες, οι βάναυσες αυτοκρατορίες δεν ήταν προγραμμένα στη μοίρα των ανθρώπων.
Τα νέα ιδανικά της ισότητας, της ελευθερίας και της αλληλεγγύης έγιναν το κίνητρο της κινητοποίησης και του αγώνα χιλιάδων ανθρώπων που συγκρούστηκαν με τον παλιό κόσμο και τους φορείς του. Η ελληνική επανάσταση, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τα πιο πρωτοπόρα τμήματα της Ευρώπης που συνειδητοποιούσαν πως χαμένος αγώνας, είναι αυτός που δεν γίνεται. Η ελληνική επανάσταση με τον παλλαϊκό της χαρακτήρα μετάδωσε και αυτή έναν ισχυρό τόνο αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης στους λαούς της Ευρώπης, πως το παλιό μπορεί να είναι ισχυρό, μισαλλόδοξο, οργανωμένο, υπεροπτικό, απάνθρωπο αλλά δεν είναι ανίκητο.
Η άνοιξη των λαών που ακολούθησε, μπορεί να μην πέτυχε στις πρώτες αναμετρήσεις, αλλά δημιούργησε τις κρίσιμες εκείνες ρωγμές στα καθεστώτα που αντιμετώπιζαν τους λαούς ως υπηκόους και όχι ως πολίτες. Αυτοί οι λαοί έχτισαν την ταυτότητά τους, την υπόστασή τους, τον εαυτό τους, το μέλλον τους με δυσκολίες και αντιφάσεις, έχοντας όμως ως γνώμονα τον διάλογο και την κριτική σκέψη.
Σήμερα, 195 χρόνια μετά, η αξία αυτής της ιστορικής επανάστασης ,γίνεται ιδιαίτερα πολύτιμη υπό το φως των νέων εξελίξεων. Ζούμε και πάλι σε μια κρίσιμη εποχή όπου παρακολουθούμε τις υπερδομές να παίρνουν ολοένα πιο συντηρητικές αποφάσεις για τη ζωή και το μέλλον των κοινωνιών. Γινόμαστε και πάλι μάρτυρες μιας πολύπλοκης εποχής όπου επί της ουσίας τα αιτήματα του Διαφωτισμού αποκτούν μια νέα επικαιρότητα στο σημερινό ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές περιβάλλον.
Οι αντιθέσεις και η πολυπλοκότητα των πολλών και αλληλοσυγκρουόμενων παραγόντων που συνθέτουν τη φυσιογνωμία της μετανεωτερικής εποχής σίγουρα δεν αφήνουν περιθώρια για απλουστεύσεις ή «εύκολες» αναγωγές. Όμως ο όλο και πιο συντηρητικός και αντι-ανθρώπινος χαρακτήρας των αποφάσεων που λαμβάνονται στις μέρες μας, αναδεικνύουν με τον πιο δραματικό τρόπο πως το αυτονόητο δεν είναι δεδομένο, το ουσιώδες δεν είναι πια ορατό.
Μετά τα δύο τρομοκρατικά χτυπήματα στις Βρυξέλλες, παρ’ όλα τα λεκτικά σχήματα περί «Ενωμένης Ευρώπης», είναι αναγκαίο τα ευρωπαϊκά κέντρα λήψης αποφάσεων, πολιτικά και οικονομικά, να πάψουν να συμπεριφέρονται ως αθάνατα. Αυτή η σπουδαία «ένωση» συντεχνιών και συμφερόντων οφείλει να επαναδιατυπώσει και να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με το ουσιώδες: Ο ανθρώπινος πόνος, ο θάνατος, η τρομοκρατία, ο ξεριζωμός δεν στέκονται ικανοί λόγοι για να ανασκευάσουν τις ειλημμένες αποφάσεις και την κεκτημένη ταχύτητα του «ευρωπαϊκού θαύματος», του «δημιουργήματος». Το δημιούργημα λοιπόν θα πρέπει αντί να δημιουργεί αντανακλαστικά φόβου, να δημιουργεί αντανακλαστικά αλληλεγγύης. Για αυτήν την Ευρώπη μπορούμε να συζητάμε. Διότι αν η Ευρωπαική Ένωση συνεχίζει να συμπεριφέρεται ιδιοτελώς , με μαθηματική ακρίβεια επιστρέφει επί της ουσίας στο δύσμορφο μεσαιωνικό παρελθόν της και αυτό είναι μια απάντηση σε όσους είναι a priori υπερασπιστές μιας φοβικής Ευρώπης.
Και αν η επέτειος της επανάστασης του ΄21 μας φορτίζει με τη μνήμη για το πώς δίνονται οι μάχες στην ιστορία, μας φορτίζει παράλληλα με την ευθύνη να δώσουμε το δικό μας αγώνα για την ελευθερία, την αλληλεγγύη και τα δικαιώματα όλων των ανθρώπων. Γιατί το ουσιώδες οφείλει να γίνει και πάλι ορατό