Αρκετά πρόσφατα η Εθνική Τράπεζα έδωσε στη δημοσιότητα μια αξιοπρόσεκτη μελέτη σχετική με το λιανεμπόριο, τα προβλήματα και τις προοπτικές του (21 Σεπ 2016).
Λίγες μέρες νωρίτερα η ΓΣΕΒΕΕ είχε παρουσιάσει την εξαμηνιαία έκθεση της με εξίσου ενδιαφέροντα στοιχεία και ευρύτερο πεδίο αναφοράς, τους επαγγελματίες, βιοτέχνες και εμπόρους.
Γενικότερα τα τελευταία 2-3 χρόνια οι ανάλογες μελέτες με επιστημονική τεκμηρίωση έχουν πληθύνει και φωτίζουν – η κάθε μια με τον τρόπο της – τις επιπτώσεις της μεγάλης ύφεσης, τα διαρθρωτικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπισθούν και κυρίως τις προοπτικές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Πρόκειται για σημαντική εξέλιξη.
Από το ξεκίνημα της ύφεσης το 2008 και κυρίως μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου το 2010 ο δημόσιος χώρος είχε καταληφθεί, σταδιακά στην αρχή και εξ ολοκλήρου στη συνέχεια, από την αντιμνημονιακή ρητορική και το διαγκωνισμό στην πιο δραματική περιγραφή μιας πραγματικά πολύ δύσκολης κατάστασης.
Η διαπάλη ανάμεσα στη λογική και το θυμικό, ανάμεσα στον τεκμηριωμένο λόγο και τη συνθηματολογία ξεκίνησε και αυτό είναι αισιόδοξο.
Τι ακριβώς επέδρασε σε αυτή την εξέλιξη δεν είναι ξεκάθαρο.
Ίσως το γεγονός ότι οι επικεφαλής του αντιμνημονιακού μετώπου έγιναν διαδοχικά πρωθυπουργοί, πρώτα ο κ. Σαμαράς και μετά ο κ. Τσίπρας.
Ίσως το γεγονός ότι κι άλλοι υπέγραψαν μνημόνια πριν από εμάς και έχουν ήδη βγει, ενώ εμείς βρισκόμαστε ήδη στον αστερισμό του 3ου μνημονίου.
Ίσως λειτούργησε το αρχαιοελληνικό «ανάγκα και θεοί πείθονται» καθώς η χώρα αποδυναμώνεται διαρκώς στον πιο κρίσιμο συντελεστή ευημερίας που είναι το ανθρώπινο δυναμικό της.
Ίσως τίποτε από όλα αυτά, ίσως και όλα μαζί.
Αυτό που είναι πολύ καθαρό είναι πως για τον πολύ νευραλγικό χώρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων υπάρχουν και κυρίως ακούγονται τεκμηριωμένα στοιχεία και όχι εικασίες.
Μένοντας κανείς στην πλευρά του μετώπου της λογικής, της σοβαρότητας και της ευθύνης μπορεί εύκολα να διαπιστώσει τους κοινούς τόπους στις επιστημονικές μελέτες στις οποίες έγινε αναφορά στην αρχή.
Με λίγη καλή θέληση μπορεί κανείς να αναζητήσει και θα βρει κοινούς τόπους και στις προτάσεις των κομμάτων όπως παρουσιάστηκαν πρόσφατα στη ΔΕΘ.
Σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει αντίλογος για την κατεπείγουσα ανάγκη να υπάρξουν εκτεταμένες πρακτικές συνεργασίας και συνέργιας, όπως με τη μορφή των clusters, λόγω του μικρού μεγέθους της μέσης ελληνικής επιχείρησης.
Το ίδιο ισχύει για το ηλεκτρονικό εμπόριο, για την αναδιάρθρωση συγκεκριμένων κλάδων και για το branding.
Ανάλογη σύμπτωση απόψεων υπάρχει για μέτρα άμεσης στήριξης όπως ο ακατάσχετος λογαριασμός, η θέσπιση χρηματοδοτικών εργαλείων με χαμηλό επιτόκιο για τους μικρομεσαίους και η λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία».
Το ίδιο ισχύει και για την προστασία του ανταγωνισμού από αθέμιτες πρακτικές και των καταναλωτών από κερδοσκοπικές συμπεριφορές, όπως και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής με τη διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Δεν έχει νόημα η επανάληψη όλων των πιο πάνω γι αυτό στέκομαι σε 3 προτάσεις που αξίζει νομίζω να ακουστούν.
- Είναι απαραίτητο να υπάρξει διαβούλευση και συνεχής πίεση ώστε να αποκλιμακωθούν τα επιτόκια δανεισμού που εδώ και χρόνια έχουν το χαρακτήρα της κλειδωμένης ανισότητας της ελληνικής οικονομίας έναντι των άλλων ευρωπαϊκών.
Η εξέλιξη αυτή είναι επιβεβλημένη όχι μόνο ως μέτρο ανταγωνιστικότητας και επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας αλλά και ως ανοιχτή δυνατότητα των ελληνικών επιχειρήσεων να συμμετάσχουν στην αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και την παραγωγική της ανασυγκρότηση.
- Η λογική των ρυθμίσεων στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις πάσης φύσεως πρέπει να αλλάξει. Από τη λογική των 100 δόσεων που ήδη δεν περπατάει καλά, πρέπει να περάσουμε στην καθολική εφαρμογή της ρύθμισης που έγινε το 2012 για το ΙΚΑ και είχε χειροπιαστά αποτελέσματα.
Ανεξάρτητα πόσα οφείλει μια επιχείρηση, θεωρείται ενήμερη εφ’ όσον πληρώνει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της και για τις παρελθούσες οφειλές της πληρώνει ποσό μέχρι 20% επί των τρεχουσών υποχρεώσεών της.
Είναι προφανές και δοκιμασμένο τη χρονιά της βαθύτερης ύφεσης ότι πρόκειται για πλαίσιο στήριξης των επιχειρήσεων που είναι πραγματικά βιώσιμες.
- Για κάθε νέα πρόσληψη σε οποιαδήποτε επιχείρηση η μισθολογική δαπάνη εκπίπτει, ως έξοδο, προσαυξημένη κατά 30% στη φορολογική δήλωση του εργοδότη.
Η πρόταση είναι άμεσης εφαρμογής, απλή και δημοσιονομικά ουδέτερη (τουλάχιστον).
Με δεδομένες τις εκρηκτικές διαστάσεις της ανεργίας στρέφεται στη μεγάλη δεξαμενή απασχόλησης που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Έχει σημασία στο σημείο αυτό να υπάρξει μια αναγκαία υπενθύμιση.
Οι επαγγελματίες βιοτέχνες και έμποροι στη χώρα είναι 650.000 εκ των οποίων οι 400.00 αυτοαπασχολούμενοι.
Οι τελευταίοι κατά κανόνα απασχολούν ένα ακόμα άτομο συνήθως της οικογένειάς τους.
Οι 250.000 που είναι και εργοδότες απασχολούν 1.600.000 εργαζομένους, δηλαδή το 85% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Όσο επιβεβλημένες είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές, με κυρίαρχες αυτές που σχετίζονται με το πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, άλλο τόσο είναι απαραίτητο οι βιώσιμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις να στηριχτούν αποφασιστικά γιατί αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της πραγματικής μας οικονομίας.
Πόσο μάλλον όταν έχουν επιβιώσει μετά από μια ύφεση πρωτοφανή διαψεύδοντας τις περί του αντιθέτου προβλέψεις.
Οι μελέτες στις οποίες έγινε αναφορά στην αρχή διαθέτουν συντριπτικά στοιχεία για του λόγου το αληθές.
Επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, το ερώτημα για το που πάει η Κυβέρνηση με τους μικρομεσαίους δεν έχει ρητορικό χαρακτήρα ούτε υποκρύπτει μίζερη αντιπολιτευτική διάθεση κατά τα ειωθότα.
Από την 1.1.2017 οι πάσης φύσεως ελευθεροεπαγγελματίες που δηλώνουν εισόδημα από 7.000 μέχρι 70.320 ευρώ καλούνται να καταβάλουν το 70% του εισοδήματος τους για φόρο και ασφαλιστική εισφορά.
Δεν πρόκειται για υπερβολή αλλά για την αθροιστική επίπτωση από:
- Την αύξηση του συντελεστή φορολογίας από το 26% στο 29%.
- Την αύξηση της προκαταβολής φόρου στο 100%.
- Το «ασφαλιστικό Κατρούγκαλου» σύμφωνα με το οποίο η εισφορά στα όρια εισοδήματος που αναφέρθηκαν (7-70.000) υπολογίζεται στο 26,95%
Χωρίς περιστροφές· έμποροι, βιοτέχνες, επαγγελματίες και μαζί τους οι επιστήμονες από την αρχή του 2017 βρίσκονται ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.
Από τη μια η εξαφάνιση και από την άλλη η παραοικονομία.
Κανένας λογικός άνθρωπος δεν δέχεται αυτό το δίλημμα, γιατί πρόκειται για δύο καταστροφικές επιλογές εξίσου.
Το ερώτημα είναι γιατί η Κυβέρνηση προχώρησε σε μια τέτοια επιλογή που κινδυνεύει να μετατρέψει την κρίση σε ισοπέδωση της πραγματικής οικονομίας.
Πρόκειται για αρρωστημένες εμμονές και ιδεοληψίες ή για ακραία πελατειακή λογική;
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να εφαρμοστούν από την 1.1.2017.
Εάν συμβεί αυτό οι συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες όποια κατεύθυνση κι αν πάρουν τα πράγματα.
Αν δεν καταλαβαίνουν στην Κυβέρνηση τις συνέπειες των αποφάσεών τους, τουλάχιστον ας καταλάβουν ότι υπάρχουν κάποιοι που καραδοκούν από μια τέτοια εξέλιξη.
Μετά την παράδοση της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των ξένων δεν είναι δυνατόν να παραδοθεί και ο εθνικός μας πλούτος.
Ως εδώ με τις απάτες και τις αυταπάτες.
Τα μέτρα και οι πολιτικές που αναφέρθηκαν ως κοινοί τόποι καθιστούν την μικρομεσαία επιχείρηση μέρος της λύσης και όχι της κρίσης.
Ο Πάρις Κουκουλόπουλος είναι Μέλος της ΚΠΕ και Γραμματέας του Τομέα Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ