Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν χρειάζεται ιδιαίτερες γενικές συστάσεις. Πρόκειται για μια προσωπικότητα παγκοσμίου εμβελείας, μοναδική, ίσως, ακόμα και σε αυτό το ύπατο πλαίσιο. Δημιουργός αναφοράς, διεθνώς, γιγάντωσε το όνομά του, με την ευρεία συμμετοχή και συμβολή του στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι. Κάτι που του το «χτυπούσε» ο φίλος του, και επίσης δημιουργός αναφοράς, Μάνος Χατζιδάκις. Παρά την πολεμική που δέχθηκε το έργο του και η πολιτική του στάση, είναι ο περισσότερο δημοσιευμένος και προβεβλημένος Έλληνας στον 20ο αιώνα. Με το παρόν άρθρο, θα επιχειρήσω να τονίσω κάποια κεντρικά σημεία της καλλιτεχνικής και πολιτικής του διαδρομής. Ο πατέρας του Γεώργιος, κατάγονταν από την οικογένεια του Κρητικού εθνομάρτυρα και λυράρη Θεοδωρομανώλη. Εντούτοις ζούσε στη Μικρά Ασία και είχε υπηρετήσει ως φρούραρχος, στα μαρτυρικά Βουρλά (σ.σ. μαρτυρία της Φ. Χαϊδεμένου). Μητέρα του ήταν η Ασπασία Πουλάκη (ενδεχομένως και αυτή με Κρητική καταγωγή, αφού είναι γνωστή η οικογένεια του διάσημου Χανιώτη ζωγράφου Θεόδωρου Πουλάκη κατά τον 17ο αιώνα). Προφανώς με την καταστροφή του 1922, οι γονείς του κατέφυγαν στη Χίο, όπου και γεννήθηκε ο Μίκης στις 29 Ιουλίου του 1925. Από τον πατέρα του έλαβε πατριωτικό φρόνημα, όπως ο ίδιος έχει παραδεχθεί, ενδεχομένως και την έως ενός σημείου κριτική του αντιπαράθεση με το σιωνιστικό κίνημα. Ο πατέρας του, Βενιζελικός ων, νομικός και ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, ενδέχεται να τελούσε υπό την επιρροή του Βενιζέλου, ο οποίος παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, ήταν γνωστός αντισημίτης και θαυμαστής του Μουσολίνι.
Τα πρωτογενή ακούσματά του ήταν Ευρωπαϊκά και λίγα Βυζαντινά. Τα τελευταία, ήταν ένα στοιχείο που βασικά έφερε υποσυνείδητα. Οι σπουδές του ξεκίνησαν στην Πάτρα με βιολί το 1937. Λίγο αργότερα συνέχισε στην Τρίπολη, όπου ήρθε σε μια επαφή με την Βυζαντινή Μουσική, αφού ανέλαβε την διεύθυνση εκκλησιαστικής χορωδίας (παρότι όχι γνώστης της Βυζαντινής). Το 1942, ακούγοντας σε μια ταινία αποσπάσματα από την 9η Συμφωνία του L.V. Beethoven, αποφάσισε να γίνει συνθέτης. Την ίδια εποχή συλλαμβάνεται σε εθνική διαδήλωση για προπηλακισμό Ιταλού και στην φυλακή όπου οδηγείται, έρχεται σε μια πρώτη επαφή με τις ιδέες του Μαρξισμού από συγκρατουμένους. Σταδιακά ασπάζεται την Μαρξιστική και λενινιστική ιδεολογία, χωρίς όμως ποτέ να καμφθεί το πατριωτικό του φρόνημα. Κατ’ ουσίαν υπήρξε αριστερός, κυρίως στις τάξεις του ΚΚΕ και λιγότερο στο ΚΚΕ Εσωτερικού (1968-1972). Είχε, εντούτοις, αρχή του την πολύπαθη ενότητα. Ποτέ δεν υπήρξε το κομματικό όργανο, δηλώνοντας «αριστερός χωρίς παρωπίδες». Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε, πως είναι άγνωστο εάν ως αριστερός, εθελοτυφλούσε ή αγνοούσε περί του μεγέθους της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συντελούνταν στις ολοκληρωτικές «Λαϊκές Δημοκρατίες». Οργανώθηκε άμεσα στην ΕΠΟΝ και στην Αντίσταση, ενώ έζησε ως μάχιμος τα Δεκεμβριανά και ως διωκόμενος, εξόριστος και άσχημα τραυματισμένος την περίοδο 1946-49. Το ρεμπέτικο άρχισε να το ανακαλύπτει από τον Μάνο Χατζιδάκι και κατά την εξορία του στην Ικαρία (1947-8), όπου μόνο το ραδιόφωνο των ενόπλων έπαιζε κατά παράδοση λαϊκά τραγούδια. Η δήλωσή του πως νιώθει «μαθητής του Τσιτσάνη», απηχεί την εκ των υστέρων ανακάλυψη αυτού του είδους μουσικής, στο οποίο μεταγενέστερα «θήτευσε ως μαθητής». Βίωσε βασανιστήρια πολλά και εξορία ξανά στη Μακρόνησο το 1949. Μέσα σε αυτές τις κακουχίες άρχισε να συγγράφει τα πρώτα συμφωνικά του έργα. Το 1950, κατορθώνει παρά τις αντιξοότητες, να λάβει τα πτυχία της Φυγής και της Αντίστιξης. Το 1953, γράφει για πρώτη φορά μουσική για τον κινηματογράφο και συγκεκριμένα για την βραβευμένη στο εξωτερικό ταινία του ομογενή Γκρέκ Τάλας «Το ξυπόλητο τάγμα». Η μουσική για ταινίες θα τον κάνει διάσημο σταδιακά, με γνωστότερες περιπτώσεις τις ταινίες «Zorbas the Greek», «Φαίδρα» και «Σέρπικο» αλλά κ.α. Την ίδια χρονιά παντρεύεται την ιατρό Μαργαρίτα Αλτίνογλου. Το 1954 φεύγει με υποτροφία στη Γαλλία. Γρήγορα γίνεται γνωστός ως συμφωνικός, ενώ σύνθεσή του βραβεύτηκε από επιτροπή με επικεφαλής τον Shostakovich (Μόσχα, Σονατίνα αρ. 1). Τo 1959, το μπαλέτο του «Αντιγόνη», ερμηνεύεται από το μυθικό δίδυμο Μ. Φοντέιν και Ρ. Νουρέγιεφ. Βραβεύεται με το βραβείο «Copley Music Prize» ως κορυφαίος συνθέτης στην Ευρώπη.
Ως βραβευμένος, επιστρέφει στην Ελλάδα το 1960. Η δισκογραφική του παραγωγή υπήρξε συνεχής. Μέσα σε αυτήν έργα αναφοράς, τα οποία εισήγαγαν ένα νέο μουσικό ύφος, άλλοτε λιγότερο πολιτικοποιημένο όπως στο «Αρχιπέλαγος» και συχνότερα άμεσα πολιτικό όπως στον μνημειακό «Επιτάφιο» (για την εξέγερση των καπνεργατών του 1936), την «Ρωμιοσύνη» και τα «18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου. Δημιούργησε λαϊκές τραγωδίες όπως το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», ιστορικούς δίσκους όπως η Πολιτεία Α΄ και Β΄, μελοποίησε σε μορφή λαϊκού ορατορίου το περίφημο «Άξιον Εστίν» του Οδυσσέα Ελύτη. Άγγιξε διεθνή ζητήματα, όπως στο «Μάουτχαουζεν» του Ι. Καμπανέλη (για το ομώνυμο ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης), αλλά και το Ιρλανδικό πρόβλημα («Ένας Όμηρος» του Brendan Behan). Πρωτοστάτησε στον αντιδικτατορικό αγώνα, αντί να κάθεται να τα «κονομάει», όντας περιζήτητος στην διεθνή αγορά. Η μουσική του απαγορεύθηκε ονομαστικά επί δικτατορίας. Συνελήφθη άμεσα και από το 1968 τιμωρήθηκε με μια ήπια εξορία, λόγω παγκόσμιας κατακραυγής, στη Ζάτουνα της Αρκαδίας. Το 1970 φυγαδεύτηκε στη Γαλλία. Από εκεί και πέρα αναδείχθηκε σε σύμβολο της παγκόσμιας αντίστασης. Του ανετέθη από τον νομπελίστα Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα, η μελοποίηση του Έπους Canto General. Με δική του παρέμβαση έρχεται στην Ελλάδα ο Κ. Καραμανλής το 1974. Αρνήθηκε στον Γιόζεφ Τίτο τη σύνθεση του ύμνου της «Μακεδονίας των Σκοπίων», γνωρίζοντας μόνο μια Μακεδονία και Ελληνική! Στη μεταπολίτευση επιδόθηκε σε ένα πιο λυρικό ύφος, με έργα όπως τα «Λυρικά» σε ποίηση Λειβαδίτη ή το «Ραντάρ» σε ποίηση Κ. Τριπολίτη. Με επιρροές εκ του Τσιτσάνη, συνέθεσε τα «Πικροσάββατα». Έγραψε τον ύμνο του Παλαιστινιακού κράτους. Δέχθηκε συμβολικά δίκην ενότητας των Ελλήνων να γίνει υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Εδώ κι΄αν δεν λοιδορήθηκε. Ακόμα και σε αυτούς τους έσχατους καιρούς, καίτοι αριστερός, δεν σταμάτησε να κάνει παρεμβάσεις για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, ενώ ιστορική ήταν και η απάντηση του προς την κάθε άλλο παρά ιστορική Μαρία Ρεπούση. Προσωπικά παρά τις κατά καιρούς ενστάσεις, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω, έστω και ελάχιστος ων, την προχωρημένη μουσική ιδιοφυία και την πολιτική και ενοποιητική σκέψη του Μίκη Θεοδωράκη και να αναφωνήσω «άξιος εστίν ως Έλλην»!
konstantinosoa@yahoo.gr