Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης των τελευταίων ημερών για τις ευρωεκλογές της ερχόμενης Κυριακής 9 Ιουνίου δεν μας έκαναν σοφότερους.
Επιβεβαίωσαν την πρωτοκαθεδρία της Νέας Δημοκρατίας και έδειξαν πως αν υπάρξουν εκπλήξεις τότε αυτές θα αφορούν τις θέσεις από τη δεύτερη και κάτω (σ. σ. με κάθε επιφύλαξη βέβαια καθώς οι ανάλογες μετρήσεις των εθνικών εκλογών ένα χρόνο πριν, δεν είχαν καταφέρει να καταγράψουν αυτό που, τελικά, θα συνέβαινε μέσω της κάλπης σε ό,τι αφορούσε τα ποσοστά που πήραν το πρώτο και το δεύτερο κόμμα).
Όπως, επίσης, οι δημοσκοπήσεις επιβεβαίωσαν και την κυριαρχία του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη που προηγείται καθαρά αλλά και σταθερά των αντιπάλων του.
***
Ο κ. Μητσοτάκης, λοιπόν, αντέχει αλλά το εύλογο ερώτημα που δημιουργείται είναι γιατί αντέχει.
Στο ερώτημα αυτό επιχείρησε να απαντήσει ο διδάκτωρ κοινωνιολογίας αλλά και συγγραφέας, δοκιμιογράφος και αρθρογράφος, ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης που γνωρίζει καλά τα του χώρου της κεντροαριστεράς αλλά και της Αριστεράς, με άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ την περασμένη εβδομάδα.
Τίτλος του άρθρου “Γιατί «αντέχει» ο Μητσοτάκης”, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται σ’ αυτό που, κατά τη γνώμη του, αποτελεί και τη “βαθύτερη αιτία” της αντοχής Μητσοτάκη, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι:
“… ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν έχουν διαφορετική αφήγηση – κατά βάθος – απ’ αυτή του Μητσοτάκη. Η αφήγηση της ΝΔ είναι πως για την καλυτέρευση συνθηκών της ζωής των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων πρέπει πρώτα να έχουμε ανάπτυξη και μετά αναδιανομή και Κράτος Πρόνοιας, πρώτα συγκέντρωση πλούτου στα υψηλά (κλασικό παράδειγμα το πού διοχετεύονται τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας) και μετά διάχυσή του στα πιο χαμηλά.
Τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης επί της ουσίας δεν διαφωνούν ως προς αυτό. Απλά προσπαθούν να πείσουν πως αυτά θα κάνουν καλύτερα τη «δουλειά» αυτής της διάχυσης του πλούτου και της ανάπτυξης. Η κυριαρχία τού «δεν υπάρχει εναλλακτική στον Μητσοτάκη» οφείλεται στην ιδεολογική ήττα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς, οι οποίες αγωνίζονται να πείσουν πως αυτές θα φέρουν μεγαλύτερη ανάπτυξη και όχι μεγαλύτερη αναδιανομή.
H Κεντροαριστερά και η Αριστερά φαίνεται «ντροπαλά» να έχουν αποδεχθεί το νεοφιλελεύθερο δόγμα του trickle-down effect. Εξού και ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος έχει κάνει και ποιος προτείνει τις μεγαλύτερες μειώσεις φόρων…”
***
Για να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση ο κ. Σιακαντάρης καταθέτει τη δική του πρόταση, σύμφωνα με την οποία “…Η Κεντροαριστερά και η Αριστερά οφείλουν να αντιστρέψουν τη σχέση ανάπτυξης και αναδιανομής. Μόνο έτσι μειώνονται οι ανισότητες. Το επιχείρημα της αποφυγής των υψηλών δαπανών είναι σοβαρό, αλλά το επιχείρημα της αύξησης των εσόδων, μέσω της προοδευτικής φορολογίας, είναι ακόμη πιο σοβαρό. Και αυτά είναι θέματα που δεν συζητιούνται και δεν αναλύονται στο TikTok και από τους εκπροσώπους του. Αυτά όμως αφορούν την πολιτική και όχι τη μεταπολιτική.”
***
Λέτε να τον ακούσουν αυτοί στους οποίους απευθύνεται και ν’ αφήσουν στην άκρη το… TikTok;
Δύσκολο φαντάζει, τουλάχιστον προς το παρόν…
Μειωμένη παραγωγή μηνυμάτων…
Μας διαφεύγει κάτι ή φέτος είχαμε μειωμένη παραγωγή μηνυμάτων εκ μέρους των διαφόρων πολιτικών και πολιτευτών για τις πανελλήνιες εξετάσεις;
Πάντως, άλλες χρονιές, δύο τρεις μέρες πριν καθίσουν τα παιδιά στα θρανία για να αναμετρηθούν με τα θέματα των εξετάσεων προκειμένου να διεκδικήσουν την είσοδο τους στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, κυκλοφορούσε μεγάλος αριθμός μηνυμάτων.
Φυσικά, τη μεγαλύτερη παραγωγή την είχαμε όποτε οι πανελλήνιες εξετάσεις έπεφταν κοντά σε εκλογική αναμέτρηση, για τη Βουλή ή την αυτοδιοίκηση, καθώς κάθε υποψήφιος (βουλευτής, Δήμαρχος, Περιφερειάρχης, Δημοτικός ή Περιφερειακός Σύμβουλος) θεωρούσε υποχρέωση του να εκδώσει και ένα δικό του μήνυμα.
***
Το αν τα διαβάζουν αυτά τα μηνύματα τα παιδιά ειλικρινά δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
Μπορούμε μόνο να υποθέσουμε αλλά δεν θα το κάνουμε για να μην παρεξηγηθούμε.
Πάντως, ίσως θα ήταν χρήσιμο κάποια μέρα να γίνει μια μελέτη με θέμα «Πόσο επηρεάζει την επίδοση των μαθητών, το περιεχόμενο των μηνυμάτων που εκδίδουν οι πολιτικοί με την ευκαιρία των εξετάσεων. Βοηθούν; Λίγο, πολύ;»