Αναλογίζομαι την ώρα αυτή κατά την οποία γράφω το παρόν, τo πέταγμα, σαν σήμερα, του αρχαγγέλου της Κρήτης, στις 8 Φεβρουαρίου του 1980. Μάλλον ταιριαστή η συγκυρία, για να περιγράψω την εμπειρία μου, καλύπτοντας την συναυλία του μεγάλου μας συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλου. Μια συναυλία η οποία έγινε στο Αλεξάνδρειο Αθλητικό Μέλαθρο Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, το οποίο θα διεξαχθεί από τις 30 Μαρτίου έως τις 2 Απριλίου.
Το σύνθημα είχε πέσει αρκετές ημέρες πριν, όταν η φίλη και εξαίρετη βασική πιανίστα του συνθέτη, Μαριλίνα Τζελέπη με είχε ειδοποιήσει για την επικείμενη συναυλία. Παραμονή, λοιπόν, της συναυλίας, 24 Ιανουαρίου, βρέθηκα αρχικά να παρακολουθώ τις πρόβες, στο παραλιακό «Παλλάς», ένα χώρο συνδεδεμένο με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης. Ήδη το δείγμα το οποίο άκουγα, αντικατόπτριζε ένα μουσικό αποτέλεσμα λαμπρών μουσικών της νεότερης γενιάς, με σημαντικότατες κλασσικές σπουδές. Μιας νέας Ελλάδας η οποία αντιστέκεται, στην τραγωδία που της έλαχε να ζήσει, σε χώρο όχι πολύ μακριά από την Πλατεία Ναβαρίνου, για να παραφράσω τον Διονύση Σαββόπουλο.
Μετά την πρόβα, φύγαμε από τον ηλιόλουστο Θερμαϊκό και κατευθυνθήκαμε ψηλά περί την Αριστοτέλους, προσπερνώντας τα κτίρια του Ερνέστου Εμπράρ, την Παναγία Χαλκέων του 1028 και το Μπέη Χαμάμ του 1444, βαδίζοντας στο πεζοδρόμιο πάνω από αρχαιότητες. Κάπου εκεί συναντήσαμε τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Στην πολύωρη συζήτηση η οποία ακολούθησε, μας αντιμετώπισε με ευγένεια, ζεστασιά και γλυκύτητα, χωρίς καθόλου υπεροψία. Κυριάρχησε ως θέμα, τι άλλο, ο πολιτισμός. Θα μεταφέρω κάποια πράγματα εξ αυτών, δεδομένου πως επρόκειτο για ιδιωτική συζήτηση. Μιλήσαμε, λοιπόν, για την μεγάλη του αγάπη, την Ελλάδα και το ζητούμενο της ενότητας των Ελλήνων. Για αναμνήσεις φίλων οι οποίοι κόμισαν στην τέχνη, όπως ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Σπ. Ευαγγελάτος, ο Λ. Πολίτης και η ποίηση, φυσικά, του Σολωμού. Για την προσωπικότητα και το έργο του Μ. Χατζιδάκι, αλλά και το Στ. Κουγιουμτζή ως μεγάλο συνθέτη. Για τον Ν. Ξυλούρη και τη Λήδρα και δίσκους αναφοράς, όπως το «Χρονικό», η «Ιθαγένεια», οι «Μετανάστες», οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», το «Σεργιάνι στον Κόσμο». Φυσικά στο άκουσμα της καταγωγής μου, ανέφερε για την συναυλία στην Κοζάνη, αλλά και την είδηση για επικείμενη συναυλία στην Πτολεμαΐδα το καλοκαίρι. Χαιρετηθήκαμε με εγκαρδιότητα και αναμφίβολα, η προσωπικότητά και η παιδεία του δεν με απογοήτευσε, το αντίθετο μάλιστα.
Την επόμενη ημέρα, Τετάρτη 25 Ιανουαρίου, πήγα προσκεκλημένος του στην συναυλία. Σε ανάλογη εκδήλωση στο χώρο, είχα βρεθεί πριν πολλά χρόνια, ακούγοντας, τότε, τον Β. Παπακωνσταντίνου και τους Πυξ Λαξ. Μοιραία οι αναμνήσεις επανήλθαν. Πριν το μουσικό γεγονός προηγήθηκε μεγάλη συγκέντρωση του ΚΚΕ, με ομιλητή τον Γ. Γραμματέα της Κ.Ε., Δημήτρη Κουτσούμπα, ο οποίος στις 18:30 προσήλθε στο χώρο. Από τον λόγο του κράτησα μια πικρή διαπίστωση. Εργασία κρατική συμβασιούχων μερικών μηνών, αποτελεί ανακύκλωση ανέργων, χωρίς στόχο και προοπτική.
Μετά την ομιλία ξεκίνησε η συναυλία, με την συμμετοχή της ορχήστρας «Παλίντονος Αρμονία» και του φωνητικού συνόλου «LibroCoro», σε διδασκαλία Ανθής Γουρουντή. Την διεύθυνση άσκησε, πώς αλλιώς, «μαεστρικά», η Φαίδρα Γιαννέλου. Ερμήνευσαν οι Γεώργιος Νικηφόρου Ζερβάκης, Δάφνη Ζουρνατζή, Μαρία Λυμπεράκου, Κώστας Μακεδόνας, Μίλτος Πασχαλίδης, Λάκης Χαλκιάς.
Στο πρώτο μέρος της συναυλίας ακούσθηκε το περίφημο «Χρονικό». Στιγμές της πρόσφατης επικής, αλλά και τραγικής (ποιο έπος αλήθεια δεν έχει τραγωδία;) πέρναγαν από μπροστά μου, ακούγοντας τον Μ. Πασχαλίδη να τραγουδά το επικό 1940 μέσα από το «Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα/ βάσταξες αδάκρυτη μάνα Παναγιά» συνεχίζοντας με το τραγικό 1944: «Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο, όνειρο καθημερνό/ Κάποιος τον πούλησε, κάποιος τον ρήμαξε σαν δανεισμένη πραμάτεια/ Τώρα τ’ αγόρια μου παίζουν το θάνατο στα χαρακώματα». Η πρώτη μου έκπληξη ήταν η Δάφνη Ζουρνατζή, μια φωνή υψηλής ποιότητας, η οποία αν διαμορφώσει, βαθμιαία, ένα καθαρά προσωπικό ύφος, μπορεί να μας απασχολήσει ιδιαίτερα στο μέλλον. Τραγούδησε λ.χ. από το «Χρονικό» το «Καφενείον η Ελλάς» με χαρακτηριστική άνεση και τεχνική (ίσως η τεχνικότερη), σε ένα τραγούδι, στο οποίο προϋπήρξαν μορφές αναφοράς και με έφεση στην ερμηνεία, όπως η Μ. Μερκούρη, αλλά και πρόσφατα η Ν. Μποφίλιου.
Ο Γ. Ν. Ζερβάκης, έγινε ευρύτερα γνωστός, με τον πρόσφατο δίσκο ακτίνας «Κρητικός Ορίζοντας». Συστηθήκαμε μια ημέρα πριν: αυθεντικά κρητικός, δωρικός, με ευγένεια και γνώση του πώς να σταθεί. Τραγουδώντας το «Πότε θα ξαναβρεθούμε», είναι από τις όχι πολλές φορές, στις οποίες, τελευταία, ακούω έναν τραγουδιστή σε ζωντανή εμφάνιση, να επιτυγχάνει την απόδοση του δίσκου. Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού, μιλώντας για την μηχανογραφημένη ζωή μας σε βάρος της ανθρωπιάς, θύμισε στιγμές από την «Ρόζα» του Α. Αλκαίου («τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί»). Μιλήσαμε κάποια στιγμή, για το πόσο πόνο και θυσία κρύβεται στο άκουσμα «Αϊβαλί», με την ευκαιρία της πολύ καλής ερμηνείας του στο «Χίλια μύρια κύματα».
Άκουσα, μια επίσης αξιόλογη φωνή, την Μαρία Λυμπεράκου, να αποδίδει το, εξίσου, θρυλικό, «Μιλώ για τα παιδιά μου». Ένα τραγούδι το οποίο σφράγισε με έντεχνο τρόπο, τον σπουδαίο μας, κάποτε, λαϊκό πολιτισμό: Οι παλαιοί Έλληνες μετανάστες, έχοντας πάντα στο μυαλό τους να επιστρέψουν, ιδίως κατά την δεκαετία του 70΄, μόλις το παιδί απογαλακτίζονταν, το έστελναν στην γιαγιά να το μεγαλώσει. Με δύσκολες τις τηλεφωνικές συνομιλίες και η τεχνολογία του internet και του Skype να μην έχει εισοδεύσει στην Ιστορία, το γράμμα της γιαγιάς, ήταν τα νέα του παιδιού, προς μια μάνα, την οποία η μεγάλη απόσταση χώριζε από την πατρίδα. Έτσι και η δική μου γιαγιά, με τον μεγάλο μου αδερφό, γεννημένος και αυτός και εγώ, στη Κολωνία της Γερμανίας.Ανάλογη ικανοποίηση ένιωσα ακούγοντας το «Κάτω στις Μαργαρίτας τ΄αλωνάκι», από τον «Ήλιο το Πρώτο», όπου οι συγκρίσεις με την Μ. Δημητριάδη αναπόφευκτες. Θα έλεγα, όμως, πως τα πήγε περίφημα, σε ένα τραγούδι, που απλά αν δεν έχεις εκτάσεις, κάλλιο να το αφήνεις.
Άφησα για το τέλος τον Κ. Μακεδόνα, τον οποίο άκουσα να σηκώνει το βάρος τραγουδιών, όπως το «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» και τον Λ. Χαλκιά. Ο πρώτος κράτησε ψηλά το επίπεδο τραγουδιών, όταν καλλιτέχνες όπως ο Ψαρονίκος και ο Γ. Νταλάρας σφράγισαν, με την τέχνη τους. Ο δεύτερος και αγαπημένος μου, μέλος της περιώνυμης οικογένειας των Χαλκιάδων, απέδωσε με ρεσιτάλ συναισθηματικής προσέγγισης, την «Λέγκω». Στεκόμουν ούτε 5 μέτρα μακριά. Τυχερός που το έζησα, που του μίλησα μετά, που του έσφιξα το χέρι. Σε ευχαριστούμε Γ. Μαρκόπουλε και όλους τους κατά καιρούς συνεργάτες σας για το έργο το οποίο καταθέσατε και συνεχίζετε να καταθέτετε, όλα αυτά τα χρόνια.