Στα 1970, ο συνθέτης συνεχίζει στη δισκογραφία από άλλη αφετηρία. Λειτουργούσε ωστόσο, ακόμα, με δύο πρόσωπα. Από τη μια, διαμορφώνει σταδιακά, σε αργούς, πάντα, ρυθμούς, τα κυρίως τραγούδια του, που ωστόσο είναι ανέφικτο να δισκογραφηθούν αλογόκριτα. Η λεγόμενη «καβάντζα», η μαγική φαρέτρα αυτών των τραγουδιών, θα τροφοδοτήσει το μαγικό του τόξο μετά την μεταπολίτευση. Από την άλλη, έπρεπε να παραδίδει, συχνά καθυστερημένα, τα τραγούδια που αφορούν τις κινηματογραφικές παραγγελίες και το δισκογραφικό του συμβόλαιο. Σε αντίθεση με τον πολυγραφότατο και τυπικό Λευτέρη Παπαδόπουλο. Έστω και έτσι, φτάνουμε στις «Θαλασσογραφίες» του 1970, με τα πολιτικά πράγματα, πιο άγρια από το 1968: Διάσπαση της Αριστεράς, ο Γαλλικός Μάης, η εισβολή στη Πράγα, η εκτέλεση του M. L. King, και η κηδεία του Γ. Παπανδρέου ως αφετηρία μαζικών αντιδράσεων. Εκείνη την χρονιά ο νέος δίσκος βγαίνει σε ένα κλίμα πολιτικά φορτισμένο και σε μια αγορά που έχει ανεβάσει τον έντεχνο πήχη (π.χ. ο Μαρκόπουλος εκδίδει το περίφημο «Χρονικό» σε στίχους Κ. Χ. Μύρη). Ο δίσκος, ένα μουσικό διαμάντι. Η «Γοργόνα» και η «Τζαμάικα» με τον Γ. Καλατζή, το «Γέρικο Καράβι» με τον νέο, τότε, Γιάννη Πάριο, το ονειρικό «Νανούρισμα» (γραμμένο για τον υιό του Λ. Παπαδόπουλου) και το «Μήνυμα» με την Μ. Κωχ (ο Μάνος εκτιμούσε ορθώς τη μέση περιοχή της φωνής της). Φυσικά και ο ταξιδευτής «Σεβάχ» με τον ίδιο τον Μάνο τραγουδιστή (για πρώτη φορά). Μέσα σε αυτά, υπάρχουν το «Έχω ένα καφενέ» και το «Μάνα δεν φυτέψαμε». Δύο θρήνοι για την μαζική οικονομική και πολιτική μετανάστευση: «Έχω ένα καφενέ που ακούει όλο τα ίδια, για μπάρκα και ταξίδια, αυτών που μένουνε και περιμένουνε» και «Μάνα δεν φυτέψαμε ούτε ένα λουλούδι κι΄ακριβοπλήρωσαμε δυό σπυριά ζωής» (στην ταινία «Πρόκληση» του 1971 ακούγεται με τον Γ. Πάριο). Στο «Δέκα Παλληκάρια, ο γνώστης μπορούσε να αναγνώσει τις εξορίες εκείνο το έτος του Μίκη Θεοδωράκη: Γενική Ασφάλεια, Αβέρωφ, Βραχάτι, Ζάτουνα Αρκαδίας, Ωροπός. Οι ερμηνείες, σχεδόν όλες, εκπληκτικές, αλλά πλέον η ανέλιξη του Γιώργου Νταλάρα διακρίνεται σαφώς. Ένας δίσκος που τον άκουγα στη Λήμνο εφέτος και έδενε τόσο με το Αιγειακό, μυστηριακό και ηφαιστειακό τοπίο, εκβλύζοντας θάλασσα και πόνο.
Τότε το δίδυμο θα κάνει και ένα θρυλικό 45ρι με τον «αδευτέρωτο» κατά Μάνο Στέλιο Καζαντζίδη. Δεν ξέρω πόσο ο ίδιος ο Λευτέρης Παπαδόπουλος πίστευε αυτήν τη συνεργασία, γιατί, τότε, ούτε στο studio πήγε. Έστω και έτσι, μας έμειναν 2 διαχρονικά τραγούδια: «Δεν θα ξαναγαπήσω» και «Όταν βλέπετε να κλαίω». Την ίδιας εποχής είναι η επιτυχία «Παραμυθάκι μου» με τον Γιάννη Καλατζή, το οποίο θα ακουστεί και στην ταινία της επόμενης χρονιάς «Η ιδιωτική μου ζωή» με την Άννα Φόνσου.
Το 1971, γυρίζεται το κινηματογραφικό αριστούργημα «Ευδοκία» του Δαμιανού. Η αντισυμβατική ιστορία του λοχία, του νταβατζή και της πόρνης, με σαφείς αναφορές στην χούντα των συνταγματαρχών, θα μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο Δαμιανός είχε ζητήσει ένα κάπως φαιδρό κομμάτι για μια πιο ελαφριά σκηνή και ένα βαρύ χορευτικό για το πλάνο του λοχία, ο οποίος διεκδικεί μέσω του χορού την πόρνη από τον προαγωγό. Το πρώτο ήταν το μουσικό θέμα που θα επενδυθεί αργότερα με λόγια ως «Ο Κουταλιανός». Το δεύτερο, αποτελεί ένα από τα σήματα κατατεθέντα της ημετέρας μουσικής. Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», γιατί περί αυτού πρόκειται, πρωτοπαίζεται αφού ουσιαστικά έχει γυριστεί το film και αρχικά με τον προβληματικό τζουρά του Γ. Μουφλουζέλη. Μετά την ακρόαση Δαμιανός και Λοΐζος αγκαλιάζονται συγκινημένοι, αντιλαμβανόμενοι την μυσταγωγία. Στην ηχογράφηση θα παιχτεί με τον ίδιο προβληματικά τζουρά και θα ηχογραφηθεί τμηματικά, με σολίστα τον Θ. Πολυκανδριώτη. Στο φεστιβάλ το Α΄ βραβείο θα πάει στον «Παπαφλέσσα» και το της μουσικής στο «Εκείνο το καλοκαίρι» και το Γιάννη Σπανό. Ο Δαμιανός θα γυρίσει την επόμενη και τελευταία του ταινία, τον Ηνίοχο, μόλις το 1994…
Της ίδιας χρονιάς, είναι και ο περίφημος προσωπικός δίσκος του Γ. Νταλάρα «Μέτοικος». Πολυσυλλεκτικός (αρκετά τραγούδια είχαν κυκλοφορήσει ως 45ρια) και αριστουργηματικός (Κουγιουμτζής, Καλδάρας, Μουστακί, Μέτσικας). Το θρυλικό δίδυμο Λοΐζος – Παπαδόπουλος, θα συμμετέχει σε αυτήν την μεγάλη μουσική καταγγελία: Για αρχή τα εξής: «Έχω ένα καφενέ», «Πάνε να πεις τη μάνα σου». Για όσους αναρωτιούνται ειρωνικά τι είναι έντεχνο λαϊκό τραγούδι, ας διαβάσουν αυτόν τον στίχο: «Πάνε να πεις τη μάνα σου τα ρούχα μου να δώσει/ τι το φτωχό κορμάκι μου το χώμα θα το λιώσει». Εδώ ακούγεται το περίφημο «Αχ χελιδόνι μου», ως πρόκληση του Γ. Νταλάρα προς τον Λοΐζο, πως δεν μπορεί να γράψει τραγούδια σαν τα αργά και λυρικά του Σταύρου Κουγιουμτζή. Ότι και να πεις λίγο, πολύ λίγο και αναμφίβολα ο Γ. Νταλάρας διαψεύστηκε πολύ ευχάριστα.
Πέραν του Μέτοικου, έγραψαν τραγούδια για την ταινία «Διακοπές στην Κύπρο μας». Ο Λοΐζος γλύτωνε πολλές φορές περιπέτειες, εξαιτίας της κυπριακής υπηκοότητάς του. Παράλληλα η Κύπρος, υπήρξε καταφύγιο πολλών αντιθέτων του καθεστώτος, καθώς λόγω Μακαρίου υπήρχαν κάκιστες σχέσεις με την Αθήνα. Στο εν λόγω film ακούστηκαν η «Κουτσή Κιθάρα» και το πανέμορφο και άγνωστο «Είν΄ η αγάπη μας μεγάλη». Εκεί θα γνωρίσει την πρωταγωνίστρια Δώρα Σιτζάνη, την οποία και θα παντρευτεί το 1978.
Την επόμενη χρονιά, το 1972, η μπουάτ «Λήδρα» κινεί το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο Μάνος Χατζιδάκις, παρουσιάζει τον «Μεγάλο Ερωτικό» και κατηγορείται ως αδιάφορος. Φυσικά ηχογραφείται η «Μικρά Ασία» των Α. Καλδάρα – Πυθαγόρα. Το δίδυμό μας, συμμετείχε στην ταινία «Η Αλίκη δικτάτωρ», χαρίζοντάς μας το «Πόσο σ΄αγαπώ». Εντούτοις η κύρια κατάθεσή τους, απετέλεσε ο δίσκος «Να΄χαμε τι να χαμε», με ερμηνευτές τους σταθερούς Γ. Καλατζή και Γιώργο Νταλάρα. Ο δίσκος ισάξιος του «Μέτοικου» και εξίσου πολιτικός, τηρουμένων των συνθηκών: «Παποράκι του Μπουρνόβα» (προς λήξη στρατιωτικής – δικτατορικής θητείας), «Πιάσε τον Ζουρνά», ο «Λιόντας» (αναφορά στην Απριλιανή έναρξη της χούντας), η «Ελισσώ», ο «Κουταλιανός» (πλέον με στίχους για τον Γ. Παπαδόπουλο και τη γυναίκα του Δέσποινα: «Κι΄αν μασάει σίδερα και κάνει το λιοντάρι/ στο τσαρδί του ο Κουταλιανός τρέμει σαν το ψάρι στην κυρά του μπρος»). Θα σταθώ όμως, ως ιεροψάλτης στο αριστουργηματικό βυζαντινό «Ήλιε μου σε παρακαλώ». Όπως ορθά παρατηρεί ο Κ. Γανωσέλης, το τραγούδι έχει ως αρχή αντί ρυθμού, ισοκράτημα (σ.σ. με βάση τον Α΄ ήχο και τον φθόγγο Πα/ νότα Re), εναλλασσόμενο μεταξύ αιολικής κλίμακας, ακολουθώντας τον δωρικό δρόμο, για να επιστρέψει στον δρόμο/ μακάμ Ουσάκ (σ.σ. Α΄ βυζαντινό ήχο). Εγώ θα προσέθετα πως η ερμηνεία του Γ. Νταλάρα αγγίζει συχνά τα όρια του Σαμπάχ. Συνεχίζεται…
Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr