Με αφορμή την επέτειο των γενεθλίων του Πλάτωνος, στις 21 Μαΐου (Θαργηλίωνος, τότε, του 428-427 π.Χ.), τον οποίο έχουμε καρατομήσει, συγνώμη καρατιμήσει, σκέφτηκα να αναφερθούμε με το παρόν περί Ήθους και Ηθικής.
Ο όρος «ήθος», σημαίνει στη βασική της έννοια τον συνήθη τόπο διαμονής ή το μέρος όπου συχνάζουν ίπποι και άρα και οι ιππείς (βλ. Όμηρος, Ιλιάς, Ζ΄, 511). Στην ιστορική ετυμολογική εξέλιξη του, υποδήλωσε, μεταφορικά, τον κοινό τόπο, στον οποίο απαντούσε η κοινή συνείδηση των μελών μιας φυλής, μιας πόλης ή ενός βασιλείου (Ισοκράτης, Προς Νικοκλέα, 31). Σε αυτήν την περίπτωση, μπορούμε ως ένα βαθμό να διακρίνουμε την φιλοσοφία του προσώπου. Έτσι το ήθος υποδήλωνε την κοινή άγραφη παράδοση, αλλά και την συμπεριφορά ως εκδήλωση του ήθους εκάστου (Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 67 και 78.). Εδώ διακρίνουμε την αντίληψη του ατόμου. Παρόμοιος όρος είναι και το «έθος», στον οποίο διαφαίνεται περισσότερο, η έννοια της επανάληψης / ακολουθίας μιας συμπεριφοράς ή πρακτικής εκ του άγραφου (βλ. Κατά Ιωάννη 19:40), σε αντιδιαστολή της συμμόρφωσης σε κάποιον γραπτό νόμο. Στην σημερινή εποχή, ως «ἦθος» σημαίνεται και πάλι η εκδήλωση συμπεριφοράς του ατόμου ή η εκδήλωση μιας κοινωνίας ως προσώπου, αξιολογούμενη κατά το δυνατόν αντικειμενικά, με βάση τις κατά τόπους και χρόνους κλίμακες των αρετών, τις οποίες έχει αποδεχθεί ένα κοινωνικό σύνολο (βλ. Χ. Γιανναράς, Η ελευθερία του Ήθους).
Ο όρος «ἠθική», κυρίως αποδίδει, στην έννοια του τομέα της φιλοσοφίας ή της κατά περίσταση θρησκείας, η οποία άπτεται ή καθοδηγεί τα ήθη (Στράβων, Γεωγραφία, Ι, 3, 10). Παρόμοιο νόημα εκφράζεται, όταν θεωρείται ως διδασκαλία της ηθικής διαμόρφωσης (Αριστοτέλης, Ρητορική, 18, 1). Εξάλλου από πολύ ενωρίς είχε γίνει αποδεκτό, πως οι ομιλίες δύναται να επηρεάζουν, θετικά ή αρνητικά, τα ήθη (Μένανδρος, Γνώμαι Μονόστιχοι, 738 Φ.). Η όλη, βέβαια, λογική, φανερώνει, πως το ήθος ενός ατόμου, είναι εκείνο το οποίο το συνδέει ή όχι, με τα γενικότερα ήθη ή παραδεδομένα, τα οποία μια κοινωνία αποδέχονταν ως χρηστά.
Ανεξάρτητα αν το ήθος ως έννοια παρέπεμπε σε ακολουθία μιας άγραφης καθεστηκυίας συνείδησης ή έναν πολιτισμό, ενώ η ηθική σε μια συστηματική διδασκαλία, καθοριστικός παράγων, ο οποίος οδηγεί στο τελικό αποτέλεσμα, είναι η κυριαρχούσα πολιτειακή ή θρησκευτική οπτική. Συνήθως η πρώτη ή η δεύτερη κατά περιόδους προκρίθηκε ως κύριος οδηγός στην εκάστοτε κοινωνία. Φυσικά παράλληλα με το υπόβαθρο του ήθους και της ηθικής (πολιτειακό, θρησκευτικό ή, εσχάτως, παγκοσμιοποιημένο), αλλά και του ενθάδε ή του επέκεινα ως πρωτεύοντος στόχου, η ατομική ή προσωπική κοσμοθεώρηση, διαδραματίζει ρόλο αναφοράς.
Η Ιστορία του ήθους, διαμορφώθηκε εν πολλοίς με βάση το επίκεντρο που η κατά τόπους κοινωνία όριζε, σε συνδυασμό με την συγκυρία της ιστορίας. Στους Έλληνες της εποχής, ήδη, του Ομήρου, αλλά και της πολιτικής ηρωικής ιδεολογίας, ένας βασικό κριτήριο του ήθους είναι το μεταίχμιο μεταξύ ανθρώπων και θεών. Ένας Ρουβικώνας, ο οποίος δεν πρέπει ο άνθρωπος να διαβεί (Όμηρος, Ιλιάς, Κ΄, 436-441). Πέρα από το ένθεο καθήκον, στην ίδια συνωρίδα συν-ηνίοχος υπήρξε και η φιλοπατρία, που οδήγησε, μοιραία, τις έννοιες της φιλίας, της εστίας και ειδικά της ηρωικής ατομικής υπεροχής ως στρατιωτική ανδρεία (Όμηρος, Ιλιάς, Ζ΄, 208-209).
Η παραπάνω επικέντρωση στο ένθεο στοιχείο και στα δοκούντα, όπου εξαίρεται ο δοξαζόμενος και ως σκεύος εκλογής, θα δεχθεί τον φιλοσοφικό προβληματισμό και την κριτική. Το αργότερο από τον 5ο αιώνα, ο σωματικός παράγων και η έννοια της υπεροχής υποχωρεί, αφού αυτές οι αρετές θεωρήθηκαν κίνδυνος για τον κάτοχο, αφού έχρηζαν διαχείρισης (Πλάτων, Πολιτεία, ΣΤ΄, 491c).
Έτσι με ιστορική αφορμή την ανάδειξη του θεσμού της πόλης – κράτους, θα προκριθεί ως μεγίστη αρετή η δικαιοσύνη, ως διαχειρίστρια της σοφίας, σωφροσύνης και ανδρείας, όχι, όμως, ασύνδετα, από το αγαθό-θείο (Πλάτων, Κράτυλος, 412b). Γενικότερα στην πλατωνική παράδοση ζητούμενο υπήρξε το επέκεινα. Ακόμα και ο ορθολογιστής Αριστοτέλης, ο οποίος στα πλαίσια της πολιτείας ύψωσε την φιλία έναντι της δικαιοσύνης (βλ. Ηθικά Νικομάχεια, Ι΄, 1177, 31), έθεσε τον ενθάδε βίο ως κριτήριο αθανασίας (Ηθικά Νικομάχεια, Η΄, 1155a, 22-25).
Το παλαιοδιαθηκικό ήθος, έθεσε ως πεμπτουσία των αρετών και κριτήριο της απόκτησης ως χάρη, την θεοσέβεια (Παροιμίαι, 1:7). Η υπακοή και πίστη στο θείο θέλημα ως πράξη και ως προφητεία, ακόμα και σε εντολές εκ πρώτης όψεως παράλογες, οδηγεί τους ανθρώπους σε σύνδεση με τον Θεό, στην ίδια την ζωή (Γένεση 22:1-19). Το αντίθετο οδηγεί σε τιμωρία (Δευτερονόμιο 3:23-28). Στην πορεία, ειδικά μετά την οριστική κατάλυση του κράτους του Ισραήλ στα ύστερα ελληνιστικά χρόνια, υπήρξε μια σχετική μεταβολή. Μπορεί να μην άλλαξε η παλαιοδιαθηκική θεολογία, μεταστράφηκε, όμως, το ιουδαϊκό ήθος. Ο Ισραήλ της Ιουδαίας χωρίστηκε σε κάστες και όχλο, έβλεπε ως ακάθαρτο μίασμα τους γύρω λαούς, δόθηκε στην τυπική λατρεία του Ναού και το νομικό πνεύμα του γράμματος (βλ. Κατά Ματθαίον 23:1-39). Η μαρτυρία του Χριστού, θα βρει αυτό το ηθικό υπόβαθρο εκ μέρους Ισραήλ, αλλά και μια προσδοκία για ένωση με το θείο. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε καταλύσει τα έθνη και μαζί με αυτά και την ελληνική ιδέα της πολιτείας. Ζητούμενο, πλέον, δεν ήταν οι ενθάδε νόμοι. Μοιραία παραγνωρίστηκε ο έρως για την πολιτεία και τονίστηκε το Επέκεινα ως επιστροφή στο αρχέτυπο και ένωση με το Θείο. Η pax romana είχε μεταβάλει τα πλατωνικά ιδανικά.
Στην χριστιανική διδασκαλία, πρέπει ευθύς εξ αρχής να ξεκαθαρίσουμε, πως δεν τίθεται θέμα για την χρησιμότητα της ηθικής ως διδασκαλία, αλλά και του ήθους ως έκφραση κοινού τόπου. Ο Χριστός κατά τον κριτικό κατά Γραμματέων και Φαρισαίων λόγο του αναγνώρισε μεν την ορθή ερμηνεία αυτών των καστών, αλλά και την απορριπτέα δε ορθοπραξία τους (Κατά Ματθαίον 23:3). Ως όψεις του ιδίου νομίσματος, δεν πρέπει να προκρίνουμε το ένα, μειώνοντας το άλλο.
Ωστόσο η ίδια η μυστηριακή βίωση και ειδικότερα ο τρόπος θεώρησης αυτής, δίχως άλλο επηρεάζει ανάλογα και τον προσδιορισμό του ήθους και της ηθικής. Διαφορετικές θεωρήσεις, οδηγούν σε διαφορετική χριστιανική ηθική και ήθος. Άλλο υποδηλώνεται με τον ορθόδοξο όρο «ανθρώπινο έργο λαού / Λειτουργία» (Νικόλαος Καβάσιλας, Εις την Θείαν Λειτουργίαν, PG 150, 377C), άλλο με την ύπαρξη των λεγομένων ατομικών Λειτουργιών, όπως στη ρωμαιοκαθολική ομολογία και άλλο στην προτεσταντική σύναξη κηρύγματος και χορωδιακής υμνωδίας. Εφόσον δεχθούμε την Ευχαριστία ως προσωπική οντολογία με εσχατολογική ταυτότητα, είναι εκ των ων ούκ άνευ η αναζήτηση κοινών τόπων ήθους. Όπως επίσης η εναλλακτική προσέγγιση της φύσης και της οικολογίας, στα πλαίσια της εσχατολογικής ανακαίνισης. Βάση του χριστιανικού ήθους είναι το δεδομένο πως σε καθεστώς προσωπικής ελευθερίας, μετέχουμε ως ανεξάρτητα μέλη σε ένωση και όχι αφομοίωση στο εκκλησιαστικό σύνολο. Αυτό έρχεται, βέβαια, σε αντίθεση με νομικά ή σύγχρονα ρεύματα, τα οποία προκρίνουν την διαμόρφωση μιας κοινωνικής και παγκοσμιοποιημένης ηθικής. Μια ηθική η οποία είναι στην ουσία ατομική και όχι προσωπική, ακόμα και αν διδάσκεται ως χριστιανική, προς εξυπηρέτηση μιας ενθάδε ευδαιμονίας.
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος