Ο ποιητής Νίκος Καρούζος, γεννήθηκε στο Ναύπλιο το 1926, σε ένα διδασκαλικό, αλλά και ως ένα βαθμό ιερατικό περιβάλλον. Ο πατέρας του Δημήτριος, ήταν και αυτός δάσκαλος, όπως και ο ιερέας παππούς του, από την πλευρά της μητέρας του. Αυτή η επιρροή του από την διδασκαλική, αλλά κυρίως με το θείο, όπου όμως σε αμφότερα αντανακλάται ο παππούς του, ανιχνεύεται στο ποίημα «Ορθοδοξία» (Ποιητική Συλλογή «Υπνόσακκος», (1964): «…σα βγαίνουν – ω χαρά πρώτη – με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες κ᾿ ύστερα η μεγάλη χαρά να συντροφεύουν τ᾿ Άγια… Ο παπα-Γιάννης τυλιγμένος τ᾿ άσπρο του φελόνι καλός πατέρας και καλός παππούς μὲ τὸ σιρόκο στη γενειάδα χρόνια αιώνες χρόνια και νιάτα πόχει η ομορφιά!».
Το 1944 εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, ενώ το 1945 εισάγεται στην Νομική Σχολή, την οποία θα εγκαταλείψει οριστικά κατά την δεκαετία του 50΄. Το 1946 παραλίγο να συλληφθεί και εκτελεστεί, ενώ το 1947, εξορίζεται στην Ικαρία. Το 1949 δημοσιεύεται η πρώτη ποιητική του Συλλογή «Σίμων ο Κυρηναίος». Το 1951 υπηρέτησε την θητεία του για ευνόητους λόγους στην Μακρόνησο. Το 1953 εκδίδεται η δεύτερη ποιητική του Συλλογή, «Η επιστροφή του Χριστού», η οποία συμπίπτει χρονικά με την επιστροφή του στην Μακρόνησο, αυτή τη φορά, επίσημα ως εξόριστος. Συνελήφθη, επίσης, το Μάιο του 1967, μόλις ένα μήνα μετά το απριλιανό πραξικόπημα. Είχε βλέπεις τολμήσει να κάνει δηλώσεις εναντίον του Παττακού. Βραβεύτηκε πολλές φορές, μόλις το 1961 με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, ενώ το 1988, του απονεμήθηκε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Ποίησης. Έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, στις 28-09-1990.
Η πρώτη μου επαφή με την ποίησή του ήταν, όταν κάπου στα 1992, διαφημίζονταν από την ΕΡΤ μια συλλογή τραγουδιών του Γ. Μαρκόπουλου. Συνεπώς ο ποιητής είχε ήδη φύγει, όχι όμως το έργο του. Εκεί στο διαφημιστικό σποτ, σε ένα απόσπασμα από μια σπάνια τηλεοπτική εκπομπή, η Χάρις Αλεξίου τραγούδαγε, παρόντος του συνθέτη και με τον Χ. Γαργανουράκη στη κρητική λύρα. Το τραγούδι αυτό ήταν δομημένο σε αποσπάσματα από το ποίημα «Επιδεινώσεις του ορατού», από την Συλλογή «Πενθήματα (1969)»: «Όσο κρατήσει η ζωή κρατεί κι ο θάνατος. Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα σωριασμένα αιφνίδια στο χτες. Η λάμψη όταν περάσει λάμπει περισσότερο καθώς η ακινησία φανερώνεται στη διαίρεση των βημάτων. Όντως το περπάτημα ολότελα το χρόνο καταστρέφει όπως ολότελα τον ήχο παύουμε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στα βοερά τύμπανα. Πιότερο ζει η αστραπή μετά το ανατρίχιασμά της η απέραντη δυνατότητα των πουλιών όταν μακραίνει ο θόρυβος ενός τυχαίου αεροπλάνου. Φοβερή ασυνέχεια: ο πλούτος μου είναι το στήθος μου. Γι’ αυτό ποτέ δεν παζάρεψα το ηλιοβασίλεμα και ταξιδεύω σίγουρος όσο η μίνθη ταξιδεύει και το ασπροθύμαρο». Μου θυμίζει πάντα αυτό το απαζάρευτο του ηλιοβασιλέματος, ένα επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον φίλο του Μάνο Λοΐζο, όταν σταμάτησε σε μια συναυλία που βρίσκονταν σε εξέλιξη, για να θαυμάσει το φεγγάρι που υψώνονταν στον ουρανό εκείνης της βραδιάς.
Συχνά μιλούσε για την επιστροφή, και αυτό άγγιξε ιδιαίτερα και τον συνθέτη Γ. Μαρκόπουλο, ο οποίος έχει ως βασική ιδέα του το «επιστροφή στις ρίζες». Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ιδέα αυτής της επιστροφής. Είτε αυτό αναφέρεται στην αποδοχή μιας εσχατολογικής αρχής, όπως δέχεται η ορθόδοξη θεολογία, είτε στην πλατωνική αντίληψη, πως τα πάντα σε αυτόν τον σπηλαιολογικό κόσμο, αποτελούν έκτυπα αρχετυπικών ιδεών. Η πραγματική αλήθεια είναι ουράνια και ίσα που ο χοϊκός άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις αντανακλάσεις του φωτός, έχοντας πλάτη στον ήλιο που εισέρχεται με τις ακτίνες του από ψηλά: «Διαβαίνω αγιάτρευτος μες στ’ όνειρό μου, σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής έδειξα τα πτηνά, διχάζεται ο δρόμος, η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή. Κι η μοίρα των άστρων θα είναι τέφρα, θα είναι μια μεγάλη πυρική, τώρα μαθαίνω το αίμα μου δίχως τους δροσερούς υακίνθους, τώρα σε βλέπω δρόμε του καλού σαν ειδοποίηση με κρίνους, έχοντας το σακούλι τ’ αναστεναγμού κι όλο πηγαίνω, πηγαίνω στις πηγές». Λένε πως είχες πολύ θυμό όταν ο Μάνος έφυγε, Σεπτέμβριο και αυτός, του 1982, μόλις στα 45. Έλεγες για μια φυλή της Αφρικής, όπου σαν αποδημήσει κάποιος, τον κρεμάνε και τον χτυπούν γιατί τους εγκατέλειψε. Πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι και συ. Φαντάζομαι δίπλα στο Μάνο η οργή σου να ημέρεψε, επιστρέφοντας στις πηγές, ίσως και παίζοντας μαζί τάβλι, αν δεν σε κερδίζει συνέχεια.
.