Συνήθως τις Φέρες τις ανακαλεί στη μνήμη του κάποιος για 3 λόγους. Ο πρώτος είναι αν έχει υπηρετήσει στον Έβρο και όχι σε κάποιο προκεχωρημένο γραφείο της Αττικής: «Αλεξανδρούπολη μεριά βαρύς χειμώνας/ μέσα στο χιόνι βουτηγμένος ο στρατώνας». Ο δεύτερος είναι αν ταξιδεύει στην Τουρκία, οπότε θυμάται τις πινακίδες προσεγγίζοντας στους συνοριακούς Κήπους. Τέλος όσοι ασχολούνται με τον πολιτισμό και την ιστορία του τόπου, γνωρίζουν τον περίφημο βυζαντινό ναό της Κοσμοσώτειρας. Όμως στα μεταπολιτευτικά χρόνια, η περιοχή απέκτησε και έναν ακόμη λόγο και δεν είναι άλλος, από τον στιχουργό και συγγραφέα Λευτέρη Χαψιάδη.
Γέννημα θρέμμα της περιοχής και ειδικά του χωριού Κοίλα Φερών, στα γραπτά του δεν έκρυψε ποτέ βασικά στοιχεία τα οποία διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του: την αγάπη του για το ρεμπέτικο και γενικά για το αφηγηματικό ελληνικό τραγούδι, την αριστερή βιωματική και πονεμένη του ιδεολογία και την ποντιακή λεβεντιά του. Πολλές από τις ιστορίες οι οποίες τον σημάδεψαν, δεν έπαψε να τις κουβαλά μέσα του και άλλες τις είχε εκμυστηρευτεί σε συνεντεύξεις του, άλλες, πάλι, αποφάσισε να τις καταθέσει στο βιβλίο του, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε, με τίτλο «Κάθε τραγούδι και καημός».
Από αγάπη άρχισε να μελετά το ελληνικό τραγούδι και δη το ρεμπέτικο. Διάβαζε όσο του επέτρεπαν οι σκληρές συνθήκες της ζωής, κατάφερε να μπει στο Πανεπιστήμιο. Όμως η ποίηση και κυρίως το τραγούδι τον κέρδισε, αφουγκραζόμενος τον πόνο των γύρω του ανθρώπων και φίλων. Δεν έπαψε να τον κυριεύει ο λόγος και ο ήχος. Σε εποχές λογοκριμένες και παράνομες. Γιατί η λογοκρισία σε Ανατολή και Δύση, έκοβε και έραβε στη μονταζιέρα ότι την ενοχλούσε. Τώρα μπορούμε να γράφουμε και να λέμε ότι θέλουμε, σε μια εποχή ούτως ή άλλως στείρα, άγονη. Σε μια ζωή που φεύγει και εμείς «μένουμε και περιμένουμε», στον εσπρέσο καφενέ του σήμερα.
Η λογοκρισία, όμως, υπήρχε και ως πόρτα στα δημόσια ιδρύματα. Αν πήγαινες σε διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία, μπορούσαν οι λοιποί ένοικοι να σε διώξουν γιατί δεν τους κάθονταν καλά η καταγωγή ή η ιδεολογία σου. Αντίστοιχα για να εργασθείς σε καλή θέση και ειδικά δημόσια, έπρεπε να ανήκεις γερά στην κλαδική. Ακόμα πρέπει δηλαδή, αλλά αυτό είναι ένα άλλο τραγούδι… Ωστόσο και στο σχολείο, συχνά γινόταν ταξική επιλογή κατά τις εγγραφές των μαθητών, κατά πως βόλευε το καθεστώς ή τον ιδιοτελή διευθυντή. Στον στιχουργό, στήριγμα υπήρξε η οικογένεια του, σε κλειστούς δρόμους. Γνωστός, εξάλλου, ο ισχυρός δεσμός των Ποντίων με την ρίζα τους: Ευτυχώς στη ζωή που υπάρχεις και εσύ/ και έχω κάπου και εγώ να πιαστώ να σωθώ.
Στην φτώχια και στους ψυχοφθόρους πρώτους έρωτες, τα ρεμπέτικα και οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου, έριχναν βάλσαμο στην ψυχή του. Ανάλογα άρχισε να δημιουργεί και αυτός, εμπνευσμένος από τη γυναίκα: Κάποια, κάπου, κάποτε, ήταν η ζωή μου. Πολλές από αυτές τις σχέσεις, πολλοί τις αποκαλούν «καταραμένους έρωτες»: «Τώρα μες στα όνειρά μου/ ψάχνω την μορφή της/ μα και εκείνη χάθηκε/ σαν την υπόσχεσή της».
Ωστόσο στο βιβλίο του συχνά γράφει για πολλές καταραμένες ζωές άλλων. Δείχνοντας πως το καλό τραγούδι, θέλει βίωμα, περιγράφει πραγματικά σενάρια. Όμως και η προσωπική του μνήμη θανάτου, ο δικός του φόβος και η απελπισία μπροστά σε μια ασθένεια την οποία πέρασε στα νεανικά του χρόνια, τον έκαναν να γράψει ένα μεγάλο τραγούδι, παρά τις επιμέρους θεολογικές ενστάσεις: «Να΄σουνα Θεέ μου πότης να σωθεί η ανθρωπότης/ στο μεθύσι σου απάνω να μαχαίρωνες το Χάρο». Ασφαλώς η ποίηση δεν λογαριάζει αρχές και συμβάσεις Και μπορεί προσωπικά να έχω την αθανασία στη ζωή μου, όμως ο στίχος αυτος, αμάλγαμα κυνηγημένου ρεμπέτικου και αρχαίας τραγικής φιλοσοφίας, δεν παύει να υμνεί την ανάγκη του ανθρώπου να ζει. Όπως, όμως, τονίζει ο συγγραφέας, «τα τραγούδια οι άνθρωποι τα αντιλαμβάνονται όπως θέλουν». Προσωπικά δεν μπορώ να μην παραλληλίσω τον «παράδεισο που δεν χωράει την Ελλάδα», με το «πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά» του Α. Αλκαίου και τα «Δέντρα που δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό» του Γ. Ρίτσου. Μπορεί να διαφωνείς, όταν, όμως, πρέπει να κρίνεις την τέχνη, πολύ περισσότερο την λαϊκή ποίηση και το τραγούδι, οφείλεις να δεις παραπέρα. Φυσικά καθείς με τον πόνο του. Άλλος νταλκαδιάστηκε, γιατί χώρισε με μια Αθανασία. Περίεργα τρένα, οι ερμηνείες των ανθρώπων.
Ο Πολυχρόνης Π., ο Ζαχαρίας ο «Γκαντέμης», ο Λουκάς ο «Μπατίρης», η Σαγιώ η αντάρτισσα, είναι ιστορίες ζυμωμένες με τον πόνο, οι οποίες κάνουν το στομάχι σου να σφίγγει και ίσως τα μάτια σου να δακρύσουν διαβάζοντας. Άνθρωποι με ικανότητες που έπεσαν έξω, τους κατάστρεψε μια γυναίκα, διώχθηκαν άδικα, υπέκυψαν στο προσωπικό τους πάθος ή τους βρήκε απρόσμενα ο θάνατος. Κάπως έτσι προέκυψαν αφτιασίδωτα δωρικά τραγούδια: «Φτάσανε πικρά χαμπέρια/ στο κουτούκι του Γιαβρή/ και σταυρώσαμε τα χέρια/ και είπαμε άλλο μη μας βρει».
Πολλά τραγούδια του συνδυάστηκαν με πανηγυρικούς ρυθμούς. Όμως αν τα διαβάσει προσεκτικότερα, η μουσική ξεγελά σαν χαρμολύπη κουβαλημένη από την Αλεξανδρούπολη: «Χίλιες φορές με πλάνεψε ο φάρος της καρδιάς σου/ χίλιες φορές ναυάγησα στο βράχο της καρδιάς σου». Ποτέ, όμως, δεν έλειψε το στοιχείο της ευαισθησίας, αλλά και των πληγών οι οποίες ώρες – ώρες δεν παλεύονται, σαν το βορεινό κλίμα μας: «Έτσι σ΄ αγάπησα σαν όνειρο γλυκό που δεν τελειώνει…σαν να΄σουνα πουλάκι μεσ΄το χιόνι». Κύριε Λ. Χαψιάδη να εφτάς καλά.