Στο αδιέξοδο των εργαζομένων που αποχώρησαν με εθελούσια και δεν μπορούν να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα λόγω των αδικιών του ν. 4387/2016 αναφέρεται ο Γραμματέας ΠΕ ΝΔ-Βουλευτής Ηρακλείου κ. Λευτέρης Αυγενάκης, με κοινοβουλευτική του παρέμβαση προς την Υπουργό Εργασίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Κοινωνικής Αλληλεγγύηςκ. Έφη Αχτσιόγλου.
Στην Ερώτηση επισημαίνεται ότι: «Σοβαρά προβλήματα προκύπτουν στην κατηγορία εργαζομένων που αποχώρησαν με εθελούσια έξοδο από την εργασία τους, κατά το χρονικό διάστημα πριν τη ψήφιση του Νόμου 4387/2016, γνωστός και ως «νόμος Κατρούγκαλου» (ΦΕΚ 85 τ΄ Α/12-05-2016). Οι εν λόγω εργαζόμενοι αποχώρησαν κάνοντας χρήση των τότε ισχυουσών διατάξεων και, ειδικότερα, των νόμων 4075/2012 και 4218/2013.
Ειδικότερα, εργαζόμενοι που αποχώρησαν κυρίως από Τραπεζικά Ιδρύματα τα έτη 2013 και 2015 και έχοντας τη διαβεβαίωση, τόσο των νομικών τμημάτων των υπηρεσιών τους, όσο και των αντίστοιχων ταμείων τους ότι με την παρούσα νομοθεσία (νόμοι 4057/2012 και 4218/2013) και τις έως εκείνη τη στιγμή ισχύουσες προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα πληρώνοντας τις ασφαλιστικές τους εισφορές.
Με τις παραπάνω εγγυήσεις και, κάνοντας χρήση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, οι εργαζόμενοι αυτοί προσήλθαν στα Ασφαλιστικά τους Ταμεία, υπέβαλλαν τις σχετικές αιτήσεις εθελούσιας αποχώρησης, εκδόθηκαν οι σχετικές αποφάσεις κι, εν συνεχεία, άρχισαν να πληρώνουν τις μηνιαίες ασφαλιστικές τους εισφορές για το χρονικό διάστημα για το οποίο όριζαν οι αποφάσεις αυτές.
Έχοντας, λοιπόν, κάνει τον οικογενειακό τους προγραμματισμό σε ένα δύσκολο οικονομικό περιβάλλον, οι ως άνω εργαζόμενοι ανέμεναν να εκδοθούν οι σχετικές πράξεις συνταξιοδότησής τους. Ωστόσο, έρχεται η ψήφιση του νόμου 4387/2016, ο οποίος χωρίς να προβλέψει την συγκεκριμένη περίπτωση, προχωρά σε αύξηση των ηλικιακών ορίων και επιφέρει απότομες μεταβολές των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης. Η απουσία μέριμνας από πλευράς του νομοθέτη αναφορικά με την προαναφερόμενη κατηγορία ασφαλισμένων έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή του προγραμματισμού τους, αφού καλούνται πλέον αν καταβάλλουν πολλαπλάσιες εισφορές και για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Με τους χειρισμούς αυτούς της Κυβέρνησης, τίθεται έντονα το αίσθημα της αναξιοπιστίας του κράτους προς τους πολίτες, οι οποίοι ενήργησαν βάσει των μέχρι τότε ψηφισμένων από το Ελληνικό Κοινοβούλιο νόμων, που τους έδιναν το δικαίωμα να συνταξιοδοτηθούν. Μάλιστα, οι ανωτέρω ασφαλισμένοι προέβησαν σε όλες τις νόμιμες ενέργειες και διαπιστώνουν ότι το δικαίωμα συνταξιοδότησής τους ανατρέπεται από μεταγενέστερες διατάξεις.
Στο πλαίσιο των αρχών του κράτους δικαίου είναι αυτονόητο ότι η πολιτεία πρέπει να διερευνά και να δίνει λύσεις σε τόσο σημαντικά θέματα. Ιδιαίτερα δε, όταν τα προβλήματα δημιουργούνται από απερισκεψία και απουσία μέριμνας της ίδιας της πολιτείας, η πολιτική ηγεσία του αρμόδιου Υπουργείου οφείλει να ρυθμίσει το πρόβλημα που αφορά την κατηγορία των πολιτών αυτών».
Με την κοινοβουλευτική παρέμβαση τίθενται τα ακόλουθα ερωτήματα:
«1. Σε ποιες ενέργειες προτίθεστε να προβείτε προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι αδικίες που δημιούργησε η εφαρμογή του Ν. 4387/2016;
- Προτίθεστε να προβείτε σε νομοθετική πρωτοβουλία ώστε να ρυθμιστεί το πρόβλημα που έχει προκύψει για τους ασφαλισμένους αυτούς;»