Πολλά είναι τα χρόνια που μας χωρίζουν από εκείνη την ημέρα. Τότε που στις 11 Μαρτίου του 843, αναστηλώθηκε μια ολόκληρη Ορθοδοξία και σώθηκε οριστικά το διακύβευμα της ίδιας της τέχνης στην χριστιανική Ανατολή. Σήμερα σε εμάς αυτό φαίνεται αυτονόητο: το να μπορούμε δηλαδή να απεικονίζουμε ανθρώπους και ενσαρκωμένες θεότητες. Όπως ωστόσο φανερώνουν γεγονότα, σαν το μακελειό του Charlie Hebdo, για τους απόγονους εκείνων των Χριστομάχων, που είτε ασπάστηκαν μονοφυσιτικές δογματικές, είτε το δόγμα του Μωάμεθ, το δικαίωμα στην τέχνη του προσώπου μόνο αυτονόητο δεν είναι. Και φυσικά μπορούν να αφαιρέσουν και να θυσιάσουν την ζωή τους γι΄αυτό.
Ο όρος «εικών» ταυτίζεται με την απεικόνιση του προσώπου και δη του ανθρωπίνου, σε αντίθεση με το σήμερα, κατά το οποίο η εικόνα έχει αποκτήσει μια πολύ ευρύτερη έννοια. Για το θέμα έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, τα οποία, όμως, ελάχιστα μας έχουν διαφωτίσει, αναφορικά με το κίνητρο που οδήγησε τις εκάστοτε βυζαντινές ηγεσίες, σε διωγμό των εικονολατρών ορθοδόξων. Η εικόνα απετέλεσε τμήμα της λειτουργικής ζωής του Χριστιανισμού, πριν καν αυτός γίνει οριστικά νόμιμος από το κράτος ως θρησκεία. Εντούτοις από πολύ νωρίς έκαναν την εμφάνιση τους και οι αντιδράσεις: Κλήμης Αλεξανδρεύς (†216), Τερτυλλιανός (†240 ή 250), Μινούκιος Φήλιξ (~Γ΄ αιών), Λακτάντιος (~300;) και Αρνόβιος (†327). Ήδη κατά το 306, στη Σύνοδο της εν Ισπανία Ελβίρας, εντοπίζεται η πρώτη σχετική καταδίκη: «…η ζωγραφική δεν μπορεί να υφίσταται εντός της εκκλησίας και πως ότι προσκυνούμε και λατρεύουμε δεν πρέπει να ζωγραφίζεται επί των τοίχων». Οι Αρειανοί δεν είχαν σταθερή σχετική θέση, όμως δεδομένα απορριπτικός υπήρξε ο ηγέτης των Ανομοίων Ευνόμιος Κυζίκου (~390;) και εν μέρει ο πιο ήπιος Ευσέβιος Καισαρείας (†339-340). Στη Δύση πάντως, στο Βαπτιστήριο των Αρειανών της Ραβέννας, απεικονίστηκαν περί τα 500 εικονικά θέματα με επίκεντρο την Βάπτιση του Κυρίου. Το γεγονός αυτό μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί ως δείγμα του πολιτικού υπόβαθρου της εικονομαχίας. Η απεικόνιση θεωρούνταν στοιχείο ελληνικό, εν προκειμένω βυζαντινό. Όπου υπήρχε φόβος βυζαντινός, η εικόνα δαιμονοποιούνταν. Έτσι είχαμε το οξύμωρο του να απαγορεύει επι της ουσίας ο Ιουστιανιανός την εικόνα στην Ανατολή (π.χ. ανεικονικοί διάκοσμοι στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως) και να παρέχει πλούσιες αυτοκρατορικές χορηγίες προς την Δύση για την ψηφοθέτηση του Αγίου Βιταλίου της Ραβέννας στην Ιταλία. Γενικά θα πρέπει να ειπωθεί, πως διάφορα κατά τόπους μη ελληνικά κινήματα, αντιμετώπιζαν απορριπτικά την ελληνική ορθόδοξη θεολογία και φυσικά την εικονική της τέχνη. Έτσι φαίνεται πως προκρίθηκε από τον Ιουστινιανό, μια πολιτική ενίσχυσης ή μη πρόκλησης των μονοφυσιτικών και αντιχαλκηδόνιων τάσεων, σχεδόν κυρίαρχων, τότε, σε Συρία και Αίγυπτο.
Θεολογικά, οι μονοφυσίτες, τόνιζαν τη θεϊκή φύση του Χριστού. Κατά συνέπεια, αφού απορροφήθηκε η άνθρωπινη φύση μετά την ένωση, η απεικόνισή του Χριστού θα μπορούσε να συνιστά ύβρη. Οι Νεστοριανοί, πάλι, με το να αρνούνται την ουσιαστική χριστολογική ένωση, ήταν εύκολο να θεωρήσουν πως με την χρήση εικόνων, προσκυνείται ορθά ο Θεός-Λόγος, αλλά βλάσφημα ο Χριστός-άνθρωπος.
Σημάδια της ενυπάρχουσας προ-εικονομαχίας, μπορεί να διακρίνει κανείς και στην περίπτωση του 82ου κανόνος της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου του 692. Εκεί απαγορεύθηκε η απεικόνιση του Κυρίου ως αμνού, ενδεχομένως ως καχυποψία υποβόσκοντα μονοφυσιτισμού στις συμβολικές ανεικονικές παραστάσεις. Το πρώιμο πρόβλημα της Εικονομαχίας θα αναδειχθεί και στη Σύνοδο του 712, όπου ο τότε αυτοκράτωρ Βαρδάνης-Φιλιππικός, θα επιτύχει την αναίρεση των αποφάσεων της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου του 680. Παρά το βραχύβιο αυτής της αποφάσεως, έχουμε ένα δεδομένο πολιτικό γεγονός, όπου ο αυτοκράτωρ επιβάλει τον μονοθελητισμό και παράλληλα αποκαθηλώνει την εικόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής από το χώρο των ανακτόρων.
Σημαντικούς παράγοντες στο θέμα συνιστούν το Ισλάμ και ο Ιουδαϊσμός, με δεδομένη αρνητική κατά των εικόνων στάση. Είναι γνωστή και η πολιορκία της Πόλης υπό των Αράβων τον Αύγουστο του 717. Όλα τα πρωτοϊσλαμικά παραδείγματα είναι ανεικονικά: Το τέμενος του Βράχου των Ιεροσολύμων (688–91) το τέμενος του Αλ–Ακσά (709–15), αλλά και αυτά της Μεδίνας και Δαμασκού. Γνωρίζουμε χαλίφηδες οι οποίοι με διατάγματά τους προχώρησαν σε εικονοκλαστικά μέτρα, όπως ο Ούμαρ(717–20) ο Β΄ και ο Γιαζίντ, που το 723 απαγόρεψε την ανάρτηση εικόνων στους χριστιανικούς ναούς της επικρατείας του. Αυτήν περίπου την περίοδο, ο άγιος Ιωάννης Μανσούρ ο Δαμασκηνός, εγκατέλειψε την υψηλή του θέση, ίσως επί χαλίφη Χισάμ(724–43). Αιτία η υπό του Λέοντος συκοφάντηση του στον χαλίφη, εξαιτίας, της υπέρ των ιερών εικόνων στάσεώς του. Σημειωτέον πως οι εικονοκλάστες κατηγορούνταν συχνά ως «Ιουδαίοι» και «Σαρακηνοί». Μάλιστα ο ιερομόναχος και σύγκελλος της Αντιοχείας Ιωάννης, κατά την Ζ΄ Οικουμενική Συνόδο του 787, είχε καταγγείλει Ιουδαίο μάγο, ως παρακινητή του χαλίφη Γιαζίντ προς καταστροφή των εικόνων, ως προαπαιτούμενο για να επιτύχει συνεχή βασιλεία 30 ετών.
Το πρόσωπο της Θεοτόκου, συνιστά, φυσικά, επίκεντρο της όλης διαμάχης. Κάτι που ενισχύει την πολιτική και θεολογική άποψη περι επιρροής φιλο-μονοφυσιτικών και μανιχαϊκών κύκλων στο όλο ζήτημα. Τέλος πολλά έχουν γραφεί για το θέμα της τιμής των Αγίων καθώς και της πολεμικής κατά του μοναχισμού. Το πρώτο ζήτημα σαφώς και υποκρύπτει μομφή ειδωλολατρείας. Κατά συνέπεια μπορεί να υποστηρίξει την πολιτική και φιλο-μονοφυσιτική ερμηνεία. Ο μοναχισμός από την άλλη, συνιστά μια ιδιαίτερη περίπτωση. Διώχθηκε κατά περίπτωση, όχι καθολικά, ενώ η άποψη πως κυνηγήθηκε γιατί απάλλασσε πολύ κόσμο από την στρατολόγηση και φορολόγηση, τίθενται τα τελευταία χρόνια εν αμφιβόλω, ειδικά από ξένους ερευνητές. Όπως και να έχει, κατά την εικονομαχική περίοδο (726-843), θα δώσει πολλούς ομολογητές και μάρτυρες.
Τελικά, μάλλον, καταλήγουμε, στηριζόμενοι στο πρώιμο υπόβαθρό της, πως η εικονομαχία ήταν ένα άρμα χωρίς σταθερή δογματική. Σε αυτό επέβαιναν διάφοροι, ανάλογα με το πώς θεωρούσαν ότι εξυπηρετούσε, τις εκάστοτε θεολογικές και πολιτικές τους σκοπιμότητες.
konstantinosoa@yahoo.gr