Η Ελλάδα έχει αναδειχθεί στο τουριστικό στερέωμα ως καλοκαιρινός τόπος τουριστικού προορισμού, σε περιοχές σχετιζόμενες κατά κανόνα με το θαλάσσιο στοιχείο. Αν και, από το πλούσιο φυσικό της περιβάλλον και την μοναδική διεθνώς πολιτιστική της κληρονομιά, προσφέρεται για τουρισμό για όλο το χρόνο σε πολλά άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα και επιδέχεται συγκρίσεις με άλλες χώρες, όπως η Ελβετία.
Στους ιδανικούς τόπους τουρισμού στην Ελλάδα, σε ένα εναλλακτικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης για όλες σχεδόν τις εποχές, θα μπορούσε κανείς να κατατάξει στις πρώτες βαθμίδες την Καστοριά. Περιοχή με έξοχο αλπικό τοπίο και διάχυτες φυσικές ομορφιές σε όλες τις περιοχές του νομού, με πλούσια πολιτιστική παράδοση και πολιτιστικά δρώμενα.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η Καστοριά, αποτελώντας ακριτική περιοχή, βρίσκεται στις βορειοδυτικές παρυφές της Δυτικής Μακεδονίας, συνορεύοντας δυτικά με την Αλβανία και ως προς τα άλλα σημεία προσανατολισμού με τους νομούς Φλώρινας, Ιωαννίνων, Γρεβενών και Κοζάνης.
Ο Νομός Καστοριάς με πληθυσμό 50.322 (απογραφή 2011) θεωρείται από τις πλέον αραιοκατοικημένες περιοχές της Ελλάδας. Περιλαμβάνει ορεινές περιοχές που καλύπτουν το 58,9% του εδάφους με δασοκάλυψη 30%, εξαιρετικά υψηλότερη του μέσου συνολικού ποσοστού όλης της Ελλάδας. Η ορεινή περιοχή περιλαμβάνει πλούσια δάση από καστανιές, βελανιδιές, μαυρόπευκα, έλατα και οξιές αλλά και εξίσου πλούσια πανίδα καθώς το Βίτσι προστατεύεται ως καταφύγιο θηραμάτων και αποτελεί φυσικό βιότοπο της αρκούδας. Την περιοχή διατρέχει ο ποταμός Αλιάκμονας, ο οποίος διαθέτει στην περιοχή διάφορους παραποτάμους και ρεύματα που εκβάλλουν στη Λίμνη της Καστοριάς.
Η Λίμνη της Καστοριάς, θεωρείται μία από τις ωραιότερες λίμνες των Βαλκανίων και έχει χαρακτηρισθεί, το 1974, ως «μνημείο εξόχου φυσικού κάλλους». Στις όχθες της λίμνης βρίσκεται η πόλη της Καστοριάς, κτισμένη αμφιθεατρικά στην χερσόνησο που εισβάλλει στη λίμνη, σε υψόμετρο 620 μέτρων, περιοχή στην οποία φαίνεται να ήταν κτισμένη τους προχριστιανικούς χρόνους η αρχαία πόλη Κήλητρον, αιολική αποικία και πρωτεύουσα των Ορεστών Βασιλέων.
Εξαιρουμένου του υπερέχοντος αλπικού τοπίου για το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την Καστοριά ως «Μικρά Ελβετία», κατά τα λοιπά, στην περιοχή κυριαρχεί σε κάλλος η Λίμνη της Καστοριάς ή Ορεστιάδας, η οποία περιβάλλει τη χερσόνησο που είναι κτισμένη η Καστοριά. Η λίμνη φέρεται να φιλοξενεί κατά εποχιακές περιόδους συνολικά πάνω από 150 είδη υδρόβιων πτηνών. Γνωστά και λιγότερο γνωστά είδη, είδη όπως οι κύκνοι, πάπιες διαφόρων ειδών, νερόκοτες, λευκοτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, κορμοράνοι, αργυροπελεκάνοι, κ.ά. Βασικό στοιχείο του σκηνικού της λίμνης, που ορισμένες φορές το χρόνο παγώνει δίνοντας σπάνιες εικόνες αντικατοπτρισμών και χρωμάτων, αποτελούν οι ιδιότυπες ψαρόβαρκες της λίμνης, οι πλάβες ή τα λεγόμενα καστοριανά «καράβια». Σκάφη τα οποία θεωρούνται εξέλιξη του προϊστορικού μονόξυλου, με αδιόρατες τροποποιήσεις. Οι επισκέπτες μπορούν να περιηγηθούν την λίμνη με το τουριστικό πλοιάριο του Δήμου Καστοριάς «Ορεστιάς» ή και να την περιηγηθούν διά ξηράς, επιχειρώντας έναν από τους προσφερόμενους γύρους της λίμνης που περιγράφονται στους τουριστικούς οδηγούς της περιοχής.
Το κλίμα της περιοχής θεωρείται τυπικά ηπειρωτικό, με ψυχρούς χειμώνες και θερμοκρασία που πέφτει αρκετά κάτω του μηδενός, που ωστόσο με την επίδραση της λίμνης, που έχει έκταση 28,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα, η δριμύτητα του κλίματος φαίνεται να περιορίζεται αισθητά, με κρατούσες μέσες ετήσιες θερμοκρασίες τρεις βαθμούς τον Ιανουάριο και 24 τον Ιούλιο.
Η Καστοριά θεωρείται ότι διαθέτει αρκετά καλό οδικό δίκτυο ευρισκόμενη στον οδικό άξονα της Εθνικής Οδού Γρεβενών-Καστοριάς-Φλώρινας, ενώ το επαρχιακό της δίκτυο συνδέει σχεδόν όλα τα χωριά. Η Καστοριά συνδέεται οδικώς με γραμμές ΚΤΕΛ με τη Θεσσαλονίκη, την Κοζάνη, τη Φλώρινα, το Αμύνταιο, τη Λάρισα, τα Ιωάννινα και με την Αθήνα, με την οποία συνδέεται και αεροπορικώς διαθέτοντας αεροδρόμιο στο Άργος Ορεστικό.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Όπως μαρτυρούν τα ευρήματα του προϊστορικού οικισμού του Δισπηλιού, τα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή της Καστοριάς εντοπίζονται ήδη από την έκτη χιλιετία π.Χ. Στους ιστορικούς χρόνους, κατά τον Ηρόδοτο, η περιοχή φαίνεται να ταυτιζόταν με την περιοχή της αρχαίας Ορεστιάδας στην οποία κατοικούσαν οι Ορέστες, οι «Μακεδνοί». Από την περιοχή αυτή φαίνεται να ξεκίνησαν οι προσπάθειες συνένωσης και δημιουργίας μακεδονικού κράτους.
Η περιοχή περιήλθε στους Ρωμαίους στα 197 π.Χ. και αργότερα, το 395 μ.Χ., αποτέλεσε τμήμα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους που μετεξελίχθηκε στο Βυζάντιο, κατά την περίοδο του οποίου και ιδρύθηκε, επί Ιουστινιανού, η πόλη της Καστοριάς. Μεταγενέστερα, την περιοχή φέρεται να καταλαμβάνουν κατά καιρούς οι Βούλγαροι, οι Πετσενέγκοι, οι Νορμανδοί, οι Σταυροφόροι, οι Σέρβοι, για ένα διάστημα οι Αλβανοί και το 1385 μ.Χ. οι Τούρκοι.
Η Καστοριά αναπτύχθηκε οικονομικά και κατ’ επέκταση πολιτιστικά ιδίως από τον 18ο αιώνα, πράγμα, που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη συμβολή των Καστοριανών εμπόρων της εποχής εκείνης και την εξάπλωσή τους στα διάφορα κέντρα του διεθνούς εμπορίου, στη Βιέννη, τη Λειψία, τη Βουδαπέστη, τη Μόσχα, το Παρίσι, τη Βενετία, το Λονδίνο και την Κωνσταντινούπολη. Πόλεις στις οποίες άνθησαν οι ισχυρές ελληνικές εμπορικές παροικίες του 18ου και 19ου αιώνα, και οι οποίες φαίνεται να προσέλκυσαν πολλούς Καστοριανούς, όπως στη Λειψία, όπου και ως αναφέρεται, «… περί τα μέσα του 18ου αιώνα, Έλληνες πεζοπορούντες εκ Καστορίας έφθασαν εις Λειψίαν, ένθα και κοινότητα και ναΐδριον (εντευκτήριον οίκον) ίδρυσαν (1754) … » (Αρχ. Μ. Φούγιας, Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Διασπορά, τόμος 1, Αλεξάνδρεια, 1956)
Στην μακραίωνη περίοδο της τουρκοκρατίας, η περιοχή φέρεται να ανέπτυξε έντονη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα και να γνώρισε άνθιση στις Τέχνες και τα Γράμματα. Με τις συνθήκες αυτές, η περιοχή αναδείχθηκε σε κέντρο ηθικής και υλικής στήριξης των προεπεναστατικών κινημάτων που οδήγησαν στην εξέγερση του 1821 και μεταγενέστερα σε ένα από τα λίκνα του Μακεδονικού Αγώνα, αναδεικνύοντας σημαντικές μορφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο καπετάν Κώττας, ο Ίωνας Δραγούμης κ.ά.
Η περιοχή απελευθερώθηκε στις 11 Νοεμβρίου του 1912. Έκτοτε η Καστοριά αποτέλεσε εκ νέου θέατρο περιπετειών και αγώνων, κατά τον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946 -1949), όπου και γράφτηκε το τραγικό του τέλος στα γύρω βουνά, αφήνοντας ανεξίτηλα ίχνη στη φυσιογνωμία της πόλης. Λείψανα ηρώων, ανδριάντες και πλατείες, όπως του Παύλου Μελά, του Κ. Δαβάκη αλλά και του αμφιλεγόμενου Στρατηγού Βαν Φλιτ, η μνημειακή παρουσία του οποίου τερματίστηκε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Με τη μετονομασία της ομώνυμης Πλατείας σε Πλατεία Μακεδονομάχων, με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου. Με αφορμή την γνωστή ανιστόρητη σπουδή της κυβέρνησης Μπους να αναγνωρίσει το κράτος των Σκοπίων με το όνομα Μακεδονία.
Συνδεόμενη με τις διεργασίες του ελληνικού παροικιακού φαινομένου και στηριζόμενη στο «φέρον στοιχείο» της ελληνικής διασποράς, η Καστοριά εξελίχθηκε σε σημαντικό βιοτεχνικό, εμπορικό και ταυτόχρονα πολιτιστικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας, διατηρώντας πολλά σημάδια της συμβολής των Καστοριανών της διασποράς και χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής που αναπτύχθηκε από τις επιδράσεις της συμβολή τους στο τοπικό γίγνεσθαι.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Η οικονομία της περιοχής χαρακτηρίζεται σήμερα από την περιορισμένη σχετικά γεωργία και την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της οικοτεχνίας γουναρικών. Επιχειρηματικότητα που υποβοηθήθηκε έως ένα βαθμό από την παρουσία ομογενών Καστοριανών εμπόρων σε πολλά νευραλγικά κέντρα του διεθνούς εμπορίου (Παρίσι, Λονδίνο, Φρανκφούρτη, ΗΠΑ), από τους οποίους και φαίνεται να συνεχίζει να ορίζεται και σήμερα ως ένα βαθμό το διεθνές εμπόριο του κλάδου. Η γουνοποιία της Καστοριάς, αποτελώντας την σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα, με ιδιαίτερα μάλιστα υψηλού ποιοτικού επιπέδου παραγόμενα προϊόντα, φέρεται να απασχολεί άμεσα περίπου 15-16 χιλιάδες εργαζομένους, και πολύ περισσότερους έμμεσα. Το 99% της παραγωγής γούνας απευθύνεται αμέσως είτε εμμέσως σε πελάτες του εξωτερικού (κατά 92% τα τελευταία χρόνια κατευθύνεται προς τη Ρωσία), και αποτελεί έναν από τους πλέον συναλλαγματοφόρους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Ωστόσο, πρόκειται για τον τομέα που έχει υποστεί σοβαρούς κλυδωνισμούς από την στροφή στις τεχνητές γούνες και από τον ανταγωνισμό και την ανάδυση νέων κέντρων παραγωγής γούνας με μικρότερο κόστος. Και ακόμα, τα τελευταία χρόνια, πολύ περισσότερο. από την υφιστάμενη κρίση και τον δραστικό περιορισμό της ζήτησης. Παρά τα υψηλού ποιοτικού επιπέδου παραγόμενα προϊόντα.
Τα καστοριανά προϊόντα της γούνας θεωρούνται είδη υψηλής τέχνης και μοναδικής ποιότητας και για τη διάθεσή τους εξειδικεύονται πολλά ειδικά καταστήματα της πόλης. Για τη διεθνή προβολή και την ενίσχυση του κλάδου, ο Σύνδεσμος Γουνοποιιών Καστοριάς, διοργανώνει, κάθε άνοιξη, από το 1976, την Ετήσια Διεθνή Έκθεση Γούνας στο Εκθετήριο – Δημοπρατήριο Γούνας Καστοριάς.
Ωστόσο, ο κλάδος της γουνοποιίας, εξαρτώμενος κυρίως από τις αγορές του εξωτερικού και κατά ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος, τα τελευταία 15-20 χρόνια, από τη ρωσική αγορά δοκίμασε ιδιαίτερα μεγάλους κλυδωνισμούς την τελευταία διετία, ιδίως εξαιτίας της πτώσης του ρουβλιού.
Στη διάρκεια της διετίας αυτής, φέρεται να σημειώθηκε πτώση των εξαγωγών κατά 80% και τις δύο χρονιές. Πράγμα, που κατά τις σχετικές δηλώσεις του Προέδρου του Συνδέσμου Ελλήνων Γουνοποιών, προκάλεσε απώλεια 200 εκατ. δολ. από τις άμεσες εξαγωγές και άλλα 120 εκατ. από τις έμμεσες (τις αγορές που πραγματοποιούνται από ξένους πελάτες στα ελληνικά καταστήματα). (βλ. http://www.matrix24.gr , 19/12/2016)
Η κρίση, φέρεται να επηρέασε αρνητικά ένα ιδιαίτερα μεγάλο μέρος των γουνοποιητικών επιχειρήσεων. Από τις 1.250 περίπου εγγεγραμμένες επιχειρήσεις στα μητρώα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Καστοριάς, εκτιμάται ότι μόλις 500 συνεχίζουν να παραμένουν ενεργές. Η κρίση επηρέασε εκ παραλλήλου και τις φάρμες εκτροφής γουνοφόρων ζώων στην περιοχή της Καστοριάς και του Βοΐου. Από τις 120 φάρμες εκτροφής φαίνεται να συνεχίζουν να λειτουργούν γύρω στις 80.
Ωστόσο, η κατάσταση αυτή φέρεται να να εξομαλύνεται, παρέχοντας βάσιμες ελπίδες ανάκαμψης για το 2017. Δεδομένου ότι πολλές γουνοποιητικές επιχειρήσεις της Καστοριάς εμφανίζονται να παράγουν πλέον φασόν για τους μεγάλους οίκους μόδας του εξωτερικού, παράλληλα, παρουσιάζεται να σημειώνεται σταδιακή εξισορρόπηση του ρουβλιού, αλλά και να σταθεροποιείται η κατάσταση, ως προς τις τιμές των πρώτων υλών.
Από την άλλη, χάρις στα εξαιρετικά φυσικά συγκριτικά πλεονεκτήματα και τη σημαντική πολιτισμική κληρονομιά, η Καστοριά εμφανίζεται να παρουσιάζει άνοδο στον τομέα του τουρισμού, με την δραστηριοποίηση στην περιοχή αστικού και παραδοσιακού τύπου ξενοδοχείων, ξενώνων και ενοικιαζόμενων δωματίων και την δραστηριοποίηση δεκάδων επιχειρήσεων εστίασης και αναψυχής.
Με τα δεδομένα αυτά, το υποβλητικό φυσικό τοπίο, τα σπάνια δείγματα αρχιτεκτονικής, τα αξιοθέατα και τα πολιτιστικά δρώμενα που αναφερόμαστε στη συνέχεια, θα έλεγε κανείς ότι η Καστοριά μπορεί να εξελιχθεί σ` έναν από τους πλέον δημοφιλείς τόπους προορισμού, μια «Μικρή Ελβετία» για όλες τις εποχές.