Με τον κύβο να έχει ριφθεί και την υπόθεση της πώλησης λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ να έχει πάρει το δρόμο της, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι πλέον αν θα υπάρξουν ενδιαφερόμενοι για τους τρείς προς πώλησης σταθμούς και την άδεια της Μελίττης ΙΙ.
Όλοι προεξοφλούν ότι θα υπάρξει ενδιαφέρον, εφόσον βεβαίως λυθούν μια σειρά από εκκρεμή ζητήματα. Το ερώτημα που είναι δύσκολο να απαντηθεί είναι ποιό τίμημα θα προσφέρουν οι ενδιαφερόμενοι. Αυτό θα είναι το κριτήριο για να αξιολογηθεί η επιτυχία του εγχειρήματος, όπως άλλωστε έχει επισημάνει πρόσφατα ο πρόεδρος της επιχείρησης Μανόλης Παναγιωτάκης.
Είναι, δε, γεγονός ότι τα δεδομένα, με κυριότερο την πολιτική απανθρακοποίησης της Ε.Ε., δεν ευνοούν την επένδυση μεγάλων ποσών στο λιγνίτη. Σε κάθε περίπτωση, διδακτική – πιθανόν – για το τίμημα που μπορεί να περιμένει η ΔΕΗ, είναι η πρόσφατη ευρωπαϊκή εμπειρία.
Από τις τελευταίες και σημαντικότερες συναλλαγές αναφορικά με την πώληση λιγνιτικών μονάδων στην Ευρώπη, είναι η πώληση των λιγνιτικών μονάδων και των ορυχείων της Vattenfall στη Γερμανία το 2016.
Η Σουηδική Vattenfall, η οποία είναι μια από τις μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες της Ευρώπης, τα τελευταία έτη προχωράει στην προσαρμογή του χαρτοφυλακίου της στη νέα ενεργειακή εποχή, έχοντας ως στρατηγική την αποεπένδυση από τα ορυκτά καύσιμα και τον λιγνίτη, εστιάζοντας στην ηλεκτροπαραγωγή από υδροηλεκτρική, αιολική (ΑΠΕ) και πυρηνική ενέργεια.
Στο πλαίσιο αυτό, ως γνωστόν, η Vattenfall προχώρησε στην πώληση των λιγνιτικών της μονάδων και των ορυχείων της στη Γερμάνια στην κοινοπραξία του ενεργειακού Ομίλου EPH με την PPF Investments (Τσεχία).
Οι εν λόγω μονάδες έχουν εγκατεστημένη ισχύ 8.000 MW, ετήσια παραγωγική δυνατότητα ηλεκτρικής ενέργειας περίπου 60 TWh και απασχολούν μαζί με τα ορυχεία περισσότερους από 7.500 εργαζομένους. Από αυτή την λιγνιτική ισχύ, η μισή είναι από μονάδες που λειτούργησαν από το 1980 έως το 1988 και η άλλη μισή από μονάδες που τέθηκαν σε λειτουργία γύρω στο 2000 (είναι δηλαδή παρόμοιας ηλικίας με την Μελίτη)
Όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα, από τη συναλλαγή αυτή η κοινοπραξία απέκτησε πάγια με λογιστική αξία 3,4 δις ευρώ συν 1 δις ευρώ ταμείο, ενώ παράλληλα ανέλαβε υποχρεώσεις αξίας 2 δις ευρώ, οι οποίες περιλαμβάνουν δάνεια και τις υποχρεώσεις αναφορικά με την απόσυρση των μονάδων (decommissioning) και την αποκατάσταση των εδαφών των ορυχείων (δηλαδή η καθαρή αξία της εξαγοραζόμενης εταιρείας στα βιβλία ήταν 3,4 + 1 – 2 = 2,4 δις ευρώ).
Διαβάστε περισσότερα εδώ…