Η περίπτωση είναι πέρα για πέρα αληθινή, κι ας έχουμε «θολώσει» λίγο κάποιες γωνίες της για προφανείς λόγους. Στην Ξένια δεν άρεσε ο τρόπος που ένας άντρας φερόταν στη σύντροφό του κάθε φορά που τους έβλεπε μαζί. Συνέχεια την υποτιμούσε. Δεν ήταν κολλητοί φίλοι, ανήκαν στον ίδιο κοινωνικό κύκλο, δεν ήξερε τι περιθώρια είχε να παρέμβει. Τηλεφώνησε στο 15900 για να πάρει συμβουλές, τις οποίες ακολούθησε κατά γράμμα.
Αρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για τη γυναίκα, τηλεφωνώντας της, προσπαθώντας να την κάνει να την εμπιστευθεί. Κάποια στιγμή η σύζυγος παραδέχθηκε ότι υφίσταται καθημερινά κακοποίηση. «Τρώω πολύ ξύλο». Πέρασαν όμως μήνες προτού πει το «δεν αντέχω άλλο». Η Ξένια είχε πια το ελεύθερο να τη βοηθήσει: «Υπάρχει τρόπος». Με τη βοήθεια των ειδικών της Γραμμής κατέστρωσε σχέδιο διαφυγής. Εφτιαξε αντίγραφα όλων των σημαντικών εγγράφων (ληξιαρχικές πράξεις γάμου κ.λπ.), τα οποία έβαλε σε θυρίδα. Αναζήτησε δουλειά στην Αθήνα (ζούσαν σε πόλη της επαρχίας) και κάποια στιγμή σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς ποτέ ο σύζυγος της να υποψιαστεί κάτι, απλώς εξαφανίστηκε.
«Γίνε σαν την Ξένια», λένε η Αρετή Γεωργιλή, ιδρύτρια του ελληνικού τμήματος της διεθνούς οργάνωσης Lean In, και η εγκληματολόγος και μέλος του Δ.Σ. του ΚΕΘΙ (Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας) Ελενα Συρμαλή. Τις συναντήσαμε με αφορμή την έναρξη σειράς σεμιναρίων που διοργανώνουν οι δύο φορείς σε συνεργασία με τη Γ.Γ. Ισότητας σε περιοχές με υψηλά ποσοστά κακοποίησης γυναικών, σχετικά με το προφίλ των δραστών και τα σημάδια στη συμπεριφορά τους που προηγούνται της κακοποίησης ή/και της γυναικοκτονίας. Αυτή τη φορά δεν απευθύνονται στις γυναίκες θύματα, αλλά στα τρίτα πρόσωπα, στον περίγυρο, στους συγγενείς, τους φίλους, τους γείτονες. Αυτούς που συνήθως γνωρίζουν, αλλά δεν μιλούν παρά μόνο όταν είναι πολύ αργά.
«Δεν υπάρχει η “κακιά στιγμή”», λέει η Αρετή. «Η κακιά στιγμή είναι σειρά παραβατικής συμπεριφοράς που κλιμακώνεται και οδηγεί στη βία και ενδεχομένως στη δολοφονία. Η βία επωάζεται». Τα σημάδια είναι εκεί, αλλά το περιβάλλον τείνει να τα αγνοεί, από φόβο ή από αδυναμία αντίδρασης: «ίσως υπερβάλλω», «λάθος μάλλον θα κάνω», «κάτι θα του έκανε και αυτή», «ας μην μπλέξω καλύτερα». «Δεν είναι τυχαίο ότι στις έρευνες κοινωνικών αναπαραστάσεων, όταν παρατηρείται βίαιη συμπεριφορά απέναντι σε γυναίκα, το κοινό αρχίζει να ρωτά για τη συμπεριφορά του θύματος, όχι του δράστη», λέει η Ελενα Συρμαλή. «Το στερεότυπο θέλει τη γυναίκα να προκαλεί την κακοποίησή της. Είναι φοβερό».
Ποια είναι, λοιπόν, τα σημάδια που χτυπούν καμπανάκι; Πώς μπορούμε να υποψιαστούμε ότι μια γυναίκα δίπλα μας υφίσταται βία; «Το κύριο χαρακτηριστικό των δραστών είναι η χειριστική συμπεριφορά με έντονα ναρκισσιστικά στοιχεία», συνεχίζει η Ελενα. «Οι άνθρωποι αυτοί αποζητούν τον θαυμασμό της συντρόφου τους, και όταν δεν τον έχουν, θυμώνουν. Της λένε πώς να φέρεται, με ποιους να κάνει παρέα, τι να κάνει στη δουλειά της. Της ασκούν ασφυκτικό έλεγχο, στο τηλέφωνο, στη δουλειά της, παντού. Εμφανίζονται ξαφνικά όταν πίνει με μια φίλη της καφέ. Εάν η γυναίκα δεν δέχεται αυτόν τον έλεγχο, θυμώνουν. Η ψυχολογική και λεκτική βία είναι πρόδρομοι της σωματικής».
«Το βασικό χαρακτηριστικό των δραστών είναι η υποτίμηση της γυναίκας. “Τι μιλάς εσύ, τώρα μιλάω εγώ”. “Τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά, πήγαινε στην κουζίνα σου”».
«Δεν χρειάζεται καν να φωνάξουν», προσθέτει η Αρετή. «Το βασικό χαρακτηριστικό των δραστών είναι η υποτίμηση της γυναίκας. “Τι μιλάς εσύ, τώρα μιλάω εγώ”. “Τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά, πήγαινε στην κουζίνα σου”. Είναι σχέση εξουσιαζομένου και εξουσιαστή, δεν είναι ισότιμη σχέση». Στο μυαλό τους η γυναίκα είναι κτήμα τους, ενώ και οι ίδιες οι γυναίκες συχνά θεωρούν ότι φταίνε αυτές για την κακοποιητική συμπεριφορά του συντρόφου τους. Είτε γιατί μεγάλωσαν έτσι είτε γιατί τις έπεισε ότι έτσι είναι.
Οι προσβολές
Η Ελενα Συρμαλή αναφέρει ακόμα ένα χαρακτηριστικό σημάδι: «Είναι η εξαπάτηση. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να ξεστομίσουν τη μεγαλύτερη προσβολή χωρίς να νιώσουν άσχημα γι’ αυτό». Το εκλογικεύουν, θεωρούν ότι άξιζε αυτή την προσβολή εφόσον δεν μαγείρεψε καλά το φαγητό, εφόσον άργησε να γυρίσει σπίτι, εφόσον αντιμίλησε. Θεωρούν ότι δικαιούνται να τη «συνεφέρουν». Και αρχίζει να το πιστεύει και η σύντροφός τους.
Σταδιακά η γυναίκα χάνεται από το περιβάλλον της. Ο δράστης την έχει πείσει ότι όλος ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από αυτόν, ότι δεν έχει άλλον ανάγκη. «Αυτή είναι η δύναμή τους, η απομόνωση της γυναίκας. Αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που οι γυναίκες διστάζουν να φύγουν. Εχουν απομονωθεί ακόμα και από το οικογενειακό τους περιβάλλον». Δεν φεύγουν επίσης γιατί δεν έχουν πού να πάνε, δεν έχουν δικά τους χρήματα, δεν έχουν τρόπο να φυγαδεύσουν τα παιδιά τους και κατόπιν να συντηρήσουν οικονομικά μια ανεξάρτητη ζωή μαζί τους. Δεν φεύγουν γιατί ζουν στον τρόμο. «Γι’ αυτό και για εμάς στη Lean In έχει μεγάλη σημασία οι γυναίκες να έχουν εργασία και να είναι οικονομικά ανεξάρτητες», τονίζει η Αρετή.
Είναι λοιπόν υποχρέωσή μας να τις βοηθήσουμε, λένε στην «Κ». Πώς; «Προφανώς, σε περίπτωση που κάποιος αντιλαμβάνεται ότι τελείται μια εγκληματική πράξη μπορεί να καλέσει το 100 και να ζητήσει τη Μονάδα Ενδοοικογενειακής Βίας, που ξέρει πώς να χειρίζεται τέτοια περιστατικά. Εάν έχει παρατηρήσει σημάδια μιας περίεργης συμπεριφοράς, μπορεί να καλέσει το 15900. Εκεί οι ειδικοί μπορούν να τον κατευθύνουν ως προς το πώς να κινηθεί, ποια διαδικασία να ακολουθήσει για να βοηθήσει τη γυναίκα που υποφέρει».
«Τα στοιχεία, βέβαια, δείχνουν ότι πιο συχνά καταγγέλλουμε την κακοποίηση ενός παιδιού, μιας γιαγιάς, ενός παππού, παρά μιας γυναίκας. Οτι κάνουμε τη σκέψη “τα ήθελε κι αυτή”», λέει η Ελενα Συρμαλή. «Ομως όταν τελείται εν γνώση μας ένα έγκλημα και δεν το καταγγέλλουμε είναι συνενοχή. Δεν δικαιούμαστε να αδιαφορούμε. Εχουμε ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, απέναντι στον συνάνθρωπο».