Η 1η Σεπτεμβρίου αποτελεί την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ή όπως λέγεται «Αρχή της Ινδίκτου». Σήμερα, βέβαια, το γεγονός έχει περιπέσει, κατά κανόνα, σε μια απλή ανάμνηση στα όρια της λήθης. Δεν συνηθίζεται να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ημέρα αυτή. Αντίθετα η εκκοσμίκευση, αλλά και ο ευσεβισμός παλαιοτέρων ετών, έχει καθιερώσει σε πολλούς ναούς την τέλεση αγιασμών για το νέο έτος, όχι κατά την 1η Σεπτεμβρίου, αλλά κατά το κοσμικό ημερολόγιο, δηλαδή περί την 1η Ιανουαρίου.
Η οριστική επιλογή του Σεπτεμβρίου ως πρώτου μήνα, ενώ κατά το ρωμαϊκό έτος ήταν ο έβδομος μήνας, έχει να κάνει με την εισαγωγή της ινδικτιώνος. Ως «ινδικτιών» (ρωμαϊστί «indictio» = ορισμός ή διάγγελμα), θεωρούνταν, αρχικά, μια περίοδος 5 ετών, αρχής γενομένης από το 297/298 μ.Χ. Στη συνέχεια, όμως, η περίοδος αυτή αφορούσε 15 έτη και εφαρμόσθηκε τον Σεπτέμβριο του 312 μ.Χ. Η indictio επείχε θέση διαγγέλματος, με το οποίο ορίζονταν η κατ΄ έτος καταβολή φόρου για την συντήρηση του ρωμαϊκού στρατού. Η εκκλησιαστική ινδικτιών, ακολουθώντας την βυζαντινή, εκκινούσε από την 1η Σεπτεμβρίου. Αργότερα στη Δύση, η 1η Σεπτεμβρίου ως αρχή του έτους, αντικαταστάθηκε στις παπικές περιοχές (περί τον 12ο αιώνα), από την 25η Δεκεμβρίου. Ουσιαστικά έτσι προέκυψε η 1η Ιανουαρίου, ως πρώτος μήνας του έτους.
Η ινδικτιών ακολουθείται από ένα αριθμό. Π.χ. ινδικτιών θ΄ (9). Αυτός ο αριθμός δεν μας λέει το πόσες συνολικά ινδικτιώνες είχαμε (από τη βυζαντινή συμβατική κτίση του Κόσμου, δηλ. το 5508 π.Χ.), όπως γίνεται στην χρονολόγηση με βάση τις ολυμπιάδες, αλλά το έτος της τυχούσης 15ετούς ινδικτιώνος, στο οποίο βρισκόμαστε.
Σταδιακά η αρχή του εκκλησιαστικού έτους απέκτησε ακολουθία και σχετικές ευχές, ενώ ως κοινωνικό στην Θεία Λειτουργία ψάλλεται, κανονικά, το «Ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός σου Κύριε». Δικαιολογώντας ο Συναξαριστής Κωνσταντινουπόλεως, συνδέει, όντως, με ένα οικονομικό διάγγελμα τύπου indictio την ημέρα, δηλαδή την απογραφή (2 π.Χ.;) του Αυγούστου Οκταβιανού, το οποίο οδήγησε στην απογραφή της Βηθλεέμ («την απογραφή όλης της [ρωμαϊκής] οικουμένης ποιούμενος, ωρίσατο του κατ΄ ενιαυτόν φόρους»). Άρα η συμβολική της αρχής του εκκλησιαστικού έτους, παραπέμπει στην αρχή της Εκκλησίας με βάση την Γέννηση του Χριστού στη Βηθλεέμ το 1 π.Χ.
Ένα δεύτερο γεγονός, το οποίο, επίσης μνημονεύουν κείμενα, όπως ο Συναξαριστής Κωνσταντινουπόλεως, ή το Μηνολόγιο του Βασιλείου του Β΄ (f. 1), είναι πως κατά την βυζαντινή εκκλησιαστική παράδοση, ο Χριστός τέτοια ημέρα, 1η του Σεπτέμβρη, εισήλθε στην συναγωγή της Ναζαρέτ: «Εν γαρ ταύτη τη ημέρα ο Κύριος εισελθών εις την συναγωγή των Ιουδαίων και λαβών βιβλίον [σ.σ. πάπυρο] Ησαΐου του προφήτου, αναπτύξας αυτό εύρεν ούτως: ‘‘Πνεύμα Κυρίου επ΄ εμέ, ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν’’», H. Delehaye (ed.), Synaxarium Constantinopo litanum. Propylaeum ad Acta Sanctorum Novembris (Brussels: Apud Socios Bollandianos, 1902), 1-2. Το προφητικό αυτό χωρίο (Ησαΐας 61:1 και Λουκάς 4:18-19), υπήρξε μια προφανής μεσσιανική αναγγελία: Ο Χριστός με χρίση Πνεύματος Θεού ήλθε στον Κόσμο ως Μεσσίας, να ευαγγελίσει πτωχούς, να ιατρεύσει αυτούς των οποίων οι καρδιές συντρίφτηκαν, να κηρύξει σε αιχμαλώτους απελευθέρωση, ανάβλεψη σε τυφλούς, σε ένα νέο χρόνο – εποχή, αποδεκτό από τον Θεό. Πιθανότατα ενώ ενυπάρχει στις εξαγγελίες ο κοινωνικός χαρακτήρας και η ιστορική αγάπη, κάθε μια από αυτές τις έννοιες μπορεί να ερμηνευθεί σωτηριολογικά. Ως τελευταίο γεγονός πριν την εξαγγελία του, ο Μάρκος αναφέρει την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου (5:22-43). Σημαίνεται, δηλαδή, ο Χριστός ως κύριος της ζωής και του θανάτου. Ο Λουκάς, πάλι, τελευταίο γεγονός πριν το περιστατικό της συναγωγής, αναφέρει τους Πειρασμούς.
Όπως και να έχει, πολύ κοντά σε αυτά τα γεγονότα, ήταν οι Μακαρισμοί. Εκεί στους πτωχούς τω πνεύματι ανήκει η Βασιλεία των Ουρανών (Ματθαίος 5:3). Η καρδιά και οι οφθαλμοί, ενδέχεται να έχουν σχέση με την κλίση στην πίστη και όχι με κλινικά φαινόμενα. Οι κεκλημένοι στην πίστη και φυσικά όσοι εξ αυτών ήταν, ενδεχομένως, παρόντες στην συναγωγή, θα έπρεπε να ομολογήσουν τον Χριστό αντί να σκανδαλισθούν. Οι μη έχοντες αποδεχθεί την κλήση τους στην πίστη, είναι κατά τον Ιωάννη, τυφλοί στους οφθαλμούς και πορωμένοι στην καρδιά (Βλ. και Ησαΐας 6:10). Πιθανόν έχουμε αναφορά στη νέα εποχή και τα έσχατα (Ησαΐας 35:5-6). Ποιοι είναι τέλος οι αιχμάλωτοι; Ίσως οι νεκροί, τους οποίους, βέβαια, ο Θεός, δεν τους αντιμετωπίζει ως νεκρούς, αλλά ως ενιαίο σύνολο με τους ζωντανούς. Ο Χριστός είναι φως που θα απελευθερώσει ως αλήθεια, αυτούς οι οποίοι κατοικούν αιχμάλωτοι, σε χώρα και σκιά θανάτου (Ησαΐας 9:2). Καλή χρονιά !
Κόττης Κωνσταντίνος