Το υπουργείο Εργασίας αναμένεται να προωθήσει διάταξη για δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου για συνδικαλιστικές οργανώσεις εργοδοτών και εργαζομένων.
Σε μεγάλο «στοίχημα» για την κυβέρνηση και την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας εξελίσσονται οι προωθούμενες αλλαγές στα εργασιακά, καθώς μετά την τροπολογία για τις απολύσεις και τις εργολαβίες, εντός του επόμενου διαστήματος αναμένεται να προωθηθούν αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο. Αιχμή των αλλαγών, που εκτιμάται ότι θα σηματοδοτήσουν και την αλλαγή φιλοσοφίας που διέπει τη νέα κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις, σε σχέση με την προηγούμενη, είναι η διάταξη για καθιέρωση ηλεκτρονικής ψηφοφορίας στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τη διεξαγωγή απεργίας. Τον στόχο της προωθούμενης διάταξης έχει περιγράψει ο ίδιος ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης από το βήμα της Βουλής, «για την ανεμπόδιστη, καθολική συμμετοχή των εργαζομένων στις αρχαιρεσίες και την άσκηση του σχετικού δικαιώματός τους». Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η δημιουργία ηλεκτρονικού συνδικαλιστικού μητρώου.
Αναλυτικά και σύμφωνα με τον σχεδιασμό του υπουργείου Εργασίας, θα θεσμοθετηθεί η δυνατότητα ηλεκτρονικής, εξ αποστάσεως, ψηφοφορίας, για την επιλογή των συνδικαλιστικών εκπροσώπων σε ένα σωματείο ή οργάνωση, αλλά και για την προκήρυξη απεργίας. Πηγές από το υπουργείο Εργασίας αναφέρουν στην «Κ» πως η διάταξη που πέρασε το 2018, υπό την εποπτεία αλλά και τις πιέσεις της τρόικας των δανειστών, και προβλέπει την παρουσία του 50+1% των οικονομικά ενεργών μελών μιας πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης στη γενική συνέλευση, ώστε να τεκμαίρεται απαρτία και να ληφθεί έγκυρη απόφαση για απεργία, δεν θα αλλάξει.
Απλώς, θα προστεθεί η δυνατότητα συμμετοχής μελών εξ αποστάσεως, μέσω ηλεκτρονικής ψήφου.
Η δεύτερη προωθούμενη παρέμβαση αφορά τη δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου για συνδικαλιστικές οργανώσεις εργοδοτών κι εργαζομένων. Στόχος αυτής της διάταξης είναι η οργάνωση ενός μητρώου μελών για κάθε συνδικαλιστική οργάνωση με τον ακριβή αριθμό των συμμετεχόντων σε αυτήν και άρα διαφάνεια στη συμμετοχή των συνδικαλιστών σε όλες τις αποφάσεις που λαμβάνει το σωματείο ή η οργάνωση. Προσοχή όμως. Η καταγραφή των μελών θα ισχύει τόσο για τις οργανώσεις των εργαζομένων όσο και για των εργοδοτών.
Μια τρίτη, άμεσα όμως συνδεδεμένη με τις δύο προηγούμενες, παρέμβαση, που συζητείται στο υπουργείο Εργασίας, αφορά την πρόβλεψη για δημιουργία ειδικής ιστοσελίδας, από πλευράς των εργοδοτών, στην οποία θα μπορούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις να δημοσιοποιούν τις ανακοινώσεις τους ηλεκτρονικά.
Ηδη, οι πρόσφατες αλλαγές του υπουργείου Εργασίας, στο σκέλος των απολύσεων και των εργολαβιών, δημιούργησαν στους κόλπους των εργοδοτών κλίμα ευφορίας, άνοιξαν όμως και τις… ορέξεις και δημιούργησαν προσδοκίες για περαιτέρω αλλαγές. Από το υπουργείο πάντως επισημαίνεται ότι οι όποιες παρεμβάσεις θα τεθούν σε κοινωνικό διάλογο με τους εμπλεκόμενους φορείς, καθώς ήδη έχουν εκφραστεί οι πρώτες αντιδράσεις. Τόσο οι διατάξεις που ψηφίστηκαν όσο και οι προωθούμενες παρεμβάσεις εκτιμάται ότι θα αξιολογηθούν θετικά από τους εκπροσώπους των δανειστών και κυρίως από την Κομισιόν, εν αναμονή μάλιστα και της νέας αξιολόγησης για τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τις απαιτήσεις του προληπτικού σκέλους του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης, που αναμένεται να πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο. Πολλώ δε μάλλον όταν η ελληνική πλευρά επιδιώκει την ανάπτυξη κλίματος εμπιστοσύνης, με απώτερο στόχο την αποδοχή, από πλευράς δανειστών, του δημοσιονομικού χώρου που απαιτείται για τις φοροελαφρύνσεις του 2020.
Βέβαια, όπως επισημαίνουν στην «Κ» έγκριτοι νομικοί αλλά και έμπειροι συνδικαλιστές, βασική προϋπόθεση προκειμένου να προχωρήσει το εγχείρημα του e-συνδικαλισμού στην Ελλάδα είναι η διασφάλιση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων όσων συμμετέχουν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, χωρίς να δημιουργούνται συνθήκες εκφοβισμού. Παράλληλα, απαιτείται και η διασφάλιση του απορρήτου της ψήφου και του αδιάβλητου της διαδικασίας ψηφοφορίας.
Το πρώτο δείγμα γραφής για τις αλλαγές
Οι δύο πρώτες αλλαγές στην εργασιακή νομοθεσία, που πέρασε το υπουργείο Εργασίας εν μέσω καταγγελιών της αντιπολίτευσης για αντεργατικές και αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, αφορούν το πλαίσιο για τις απολύσεις και τις διεκδικήσεις εργαζόμενων σε περίπτωση εργολαβιών.
Πρόκειται για αλλαγές που επαναφέρουν το προ ΣΥΡΙΖΑ θεσμικό πλαίσιο, χωρίς να προβλεφθεί καμία περαιτέρω αλλαγή.
Ειδικά στο θέμα των απολύσεων, η τροπολογία που κατέθεσε την τελευταία στιγμή ο υπουργός Εργασίας Γ. Βρούτσης επικαλούμενος την ανάγκη να ανακοπεί το κύμα αύξησης των απολύσεων, καταργεί διάταξη που είχε ψηφίσει η προηγούμενη κυβέρνηση και όριζε πως ο εργοδότης ήταν υποχρεωμένος να παραθέσει βάσιμο λόγο για να προχωρήσει στην απόλυση εργαζομένων και να του καταβάλει αποζημίωση.
Κυβερνητικοί, επιχειρηματικοί και νομικοί κύκλοι τόνιζαν πως η πρόνοια περί βάσιμου λόγου υπάρχει στο ελληνικό δίκαιο και δεν χρειαζόταν να νομοθετηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα μάλιστα με νομικές απόψεις, η διατήρηση –μέσω της τροπολογίας Βρούτση– των διατάξεων του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη της Ευρώπης, ενδέχεται να προκαλέσει προβλήματα στην δικαστική ερμηνεία του νομικού πλαισίου, αντίστοιχα με αυτά που θα δημιουργούσε η διατήρηση της διάταξης Αχτσιόγλου.
Στο θέμα των εργολαβιών, η καταργούμενη διάταξη προέβλεπε ότι σε περίπτωση που ένας εργολάβος ή υπεργολάβος δεν εφάρμοζε την εργατική ή ασφαλιστική νομοθεσία, οι εργαζόμενοι είχαν το δικαίωμα να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα – αποζημιώσεις τους και από τον επιχειρηματία που συνεργάστηκε με αυτούς.
Στην πράξη, φωτογράφιζε την έμμεση παραδοχή ότι το κράτος αδυνατεί να ελέγξει την τήρηση της νομιμότητας σε ένα δύσκολο θέμα όπως οι εργολαβίες (ειδικά στις περιπτώσεις που δεν είναι διακριτός ο ρόλος του εργολάβου από τον αναθέτοντα) και έθετε τον επιχειρηματία συνυπεύθυνο, στον ρόλο του ελεγκτή.
Μάλιστα, η διάταξη που καταργήθηκε, εξαιρούσε από αυτήν τη διαδικασία τις περιπτώσεις που πελάτης ήταν το ίδιο το Δημόσιο…
Ο εμπορικός κόσμος και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για τις πρωτοβουλίες του υπουργείου Εργασίας, ενώ η ΓΣΕΕ αντέδρασε, εκτιμώντας ότι μειώνεται ο βαθμός προστασίας των εργαζομένων.
πηγή: kathimerini.gr