Αντίθετα η εικόνα της «Εις Άδου Καθόδου», έχει ως βασική, αν και όχι αποκλειστική, εικονογραφική πηγή, την ομώνυμη απόκρυφη διήγηση. Δεν θα μπορούσε, ωστόσο, να γίνει και διαφορετικά. Η καινοδιαθηκική πηγή, απλά μαρτυρεί το γεγονός, χωρίς να δίνει περαιτέρω πληροφορίες (Α΄ Πέτρου 3:18-19). Έτσι δεν μπορεί να παρέχει ανάπτυξη στην αφήγηση του καλλιτέχνη, ο οποίος, αλλιώς, μόνο αυθαίρετα θα μπορούσε να εκτελέσει ένα σχετικό εικονογραφικό τύπο.
Η παράσταση της «Εις Άδου Καθόδου», πιστεύουμε πως εκκινεί από λειτουργικά εφαλτήρια. Ανήκει σε μια σειρά θεμάτων, τα οποία επί της ουσίας συμβολίζουν το άγιο και φρικτό θυσιαστήριο, όπου συντελείται η σάρκωση και η σταύρωση του Χριστού, η συνταφή των μυημένων και η κοινή ανάσταση, η ανάληψη και η δευτέρα εσχατολογική έλευση. Το γεγονός αυτό καθ΄εαυτό, ασφαλώς, δεν ακολουθεί την κύρια γραπτή πηγή της εικόνας, η οποία είναι η απόκρυφη διήγηση της Εις Άδου Καθόδου. Πιστεύουμε, όμως, πως στο θέμα έχει επιδράσει και η διάσημη νεκρική και ηρωική αρχαία παράσταση της «Αρπαγής της Περσεφόνης». Το θέμα μέσω της αλεξανδρινής παράδοσης, διαδόθηκε στον ελληνιστικό κόσμο. Περιλάμβανε τον Ερμή προπορευόμενο ως ψυχοπομπό κρατώντας κηρύκειο (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη Α΄, 96). Ακολουθούσε ο Πλούτων ο οποίος κρατώντας σκήπτρο οδηγούσε, κατά κανόνα, τέθριππο (4πλο) άρμα (σπανίως συνωρίδα 2 ίππων), υφαρπάζοντας την όρθια θρηνωδούσα Περσεφόνη (Ομηρικοὶ Ύμνοι , Έςς Δήμητραν, 18-21).
Η παράσταση αυτή, το αργότερο από τη μέση βυζαντινή περίοδο, προκρίθηκε σε σχέση με τον βιβλικό «Επί τον λίθο καθήμενο Άγγελο» (Μτ 28:1-10, Μκ 16:1-11, Λκ 24:1-12 και Ιω 20:1-18). Ήδη σε παραδείγματα αυτοκρατορικής τέχνης, το έργο τιτλοφορήθηκε όχι ως «ΕΙC ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟC» αλλά ως «Η ΑΝΑCΤΑCΙC». Αυτό ισχυροποιεί την άποψη για απόκρυφη επιρροή, αφού η σχετική διήγηση δεν περιγράφει μόνο γεγονότα του Μεγάλου Σαββάτου, αλλά και αναστάσιμα σημεία.
Η παράσταση έχει, ως φαίνεται, ενσωματώσει, στοιχεία της αρχαιοελληνικής «Αρπαγής της Περσεφόνης», όπως και ψαλμικούς στίχους. Αρχικά τα δραματικά γεγονότα της απόκρυφης διήγησης εκκινούν, ουσιαστικά, με μια βροντερή φωνή προπομπού, ως άλλου Ερμού, η οποία ψαλμωδεί την απασφάλιση των εν Άδη χαλκών και σιδηρών πυλών («Εις Άδου», 5.1. Πρβλ. Ψαλμοί 23:7). Οι παρόντες εντέλλονται να είναι όρθιοι κατ΄ εντολή του Άδου.
Ο Χριστός εισέρχεται ως κύριος της ζωής και του θανάτου. Κατά μία έννοια θα μπορούσε να θεωρηθεί προπομπός των ψυχών, αφού αποτελεί την μοναδική άμεση οδό προς τον πατέρα (Ιω 14:6). Ωστόσο ως βασιλεύς της δόξης, οι άγγελοι αυτού λογίζονται ως ενδιάμεσοι προπομποί (Τωβίτ 12:15). Νοητά σε σχέση με την αρχαία «Αρπαγή της Περσεφόνης», καταλαμβάνει την θέση του αρματηλάτη Πλούτωνος / Άδου/ ή Διονύσου Ζαγρέως ή του Καβείρου Αξιοκέρσου. Μην αναμένουνε να δούμε, τέθριππο ή ξυνωρίδα. Άρμα του Χριστού, είναι η εσχατολογική νεφέλη και δόξα.
Όμως ο Χριστός, ενώ έχει στοιχεία προπομπού και ας μην είναι, δεδομένα καταλαμβάνει την θέση του Άδη, ως ο νικητής αυτού. Θυμίζει περισσότερο έναν Θεό και άνθρωπο νικητή. Αντί σκήπτρου, θέτει ως τρόπαιο νίκης τον σταυρό. Όπως ο στεφηφόρος αρματηλάτης, ο οποίος χειραγωγεί την ξυνωρίδα, στο μοναδικό εικονικό ψηφιδωτό του Καστά Αμφιπόλεως. Το εν λόγω ψηφιδωτό, ως το μοναδικό έως σήμερα εικονικό ψηφιδωτό σε ιερό μνημείο με ταφές και με δεδομένο πως ήταν επισκέψιμο, φαίνεται πως απετέλεσε πηγή έμπνευσης για τους μετέπειτα. Με κάποιον τρόπο, τέτοια σχέδια, έγιναν γνωστά και στους βυζαντινούς.
Για να επιστρέψουμε στην εικόνα μας, ο Χριστός δεν υφαρπάζει προς τον Άδη κάποια Περσεφόνη, αλλά ελευθερώνει τους δεσμίους δικαίους, με πρώτο τον Αδάμ, παραδίδοντάς τους στον αρχάγγελο Μιχαήλ (Εις Άδου, 9,1). Άλλοτε έχει από δυσμών προέλευση (αριστερά προς δεξιά). Έτσι εναρμονίζεται ως θέα, με την χριστιανική παράδοση της προς ανατολάς κατεύθυνσης των προσώπων των ενταφιασμένων (Κατά Λουκά 1,78). Σε άλλες όμως περιπτώσεις τίθεται αντίστροφα, ανατέλλοντας ως ήλιος της δικαιοσύνης (Μαλαχίας 4,2). Μπορεί να ατενίζει τους πρωτοπλάστους Αδάμ και Εύα, εκτείνοντας την σωτήρια χείρα του. Μπορεί, όμως και να βλέπει κατά πρόσωπο τον πιστό και θεατή, ανταποκρινόμενος στη λυτρωτική ελπίδα του τελευταίου (Ψαλμοί 50:13 και Κατά Λουκά 23:42). Ειδικά σε χώρους όπως οι Ιερές Μονές, όπου το εσχατολογικό στοιχείο κυριαρχεί.
Στην περίπτωση της Ι. Μ. της Χώρας του Αχωρήτου Κωνσταντινουπόλεως, η περίφημη «ΑΝΑCΤΑCΙC», καταλαμβάνει, μοναδικά, το έσχατο μέρος του νεκρικού παρεκκλησίου. Λειτουργεί σαν παράσταση «Αρπαγής Περσεφόνης», πριν τον τελικό και νεκρικό θάλαμο ενός μακεδονικού τύμβου. Ο Χριστός δεν είναι μόνο ἐν τάφω σαββατίζων, αλλά και εσχατολογικός: φέρει στοιχεία της Μεταμορφώσεως, όπως η δόξα και το λευκό ένδυμα (Νεφέλη: Πράξεις 1:9 και Αποκάλυψη 1:7. Για τον ιματισμό Κατά Λουκά 9:29). Πατάει στον Άδη ο οποίος θεωρείται εδώ ως οντότητα και όχι ως προσωποποίηση (Κλήμης Αλεξανδρεύς, Στρωματείς, ΣΤ΄, PG 9, 265B-268A. Πρβλ. «Εις Άδου», 4, 1).
Αναμφίβολα ένα σημείο το οποίο θα πρέπει να ερευνηθεί, είναι υπάρχει λειτουργικός συμβολισμός. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, οι βαπτίσεις γίνονταν κατά την Παννυχίδα του Πάσχα. Ως εκ τούτου, το Μέγα Σάββατο ήταν η τελευταία ημέρα κατήχησης. Εν συνεχεία βαπτίζονταν οι κατηχούμενοι και στην συνέχεια μπορούσαν να κοινωνήσουν. Σε αυτήν την υπόθεση, η Εις Άδου Κάθοδος, συμβολίζει την βαπτισματική ταύτιση του κατηχούμενου με το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού, κατά την επικείμενη Παννυχίδα (Ρωμαίους 6:4).
Μια δεύτερη παράμετρος της προοπτικής του λειτουργικού συμβολισμού, είναι η παρουσία των λοιπών προσώπων. Έτσι στην απόκρυφη διήγηση είναι παρών πέραν του Δαυίδ, οι προφήτες Ησαΐας (με το χωρίο 26:19) και Ωσηέ. Όμως στην περίπτωση του τελευταίου, το απόκρυφο κείμενο είναι λίγο διαφορετικό. Χρησιμοποιεί αντί του αυθεντικού παλαιοδιαθηκικού κειμένου (Ωσηέ 13:14), το παραλλαγμένο παύλειο χωρίο, μάλλον αντλώντας το από τον Κατηχητικό Λόγου του Ιωάννου Χρυσοστόμου (Α΄ Κορινθίους 15:55). Η ένδειξη αυτή, συνδέει ακόμα περισσότερο την παράσταση με την λειτουργική. Υπάρχει ο Ιωάννης ο Πρόδρομος («Εις Άδου», 2,2), αλλά και ο Σήθ, ως σύμβολο της δολοφονίας του Άβελ (Γένεση 4:25). Απαντά επίσης, ο Σολομών, αλλά κυρίως ο Ιεζεκιήλ, ως εκφραστής της προφητείας της αναστάσεως των νεκρών, της οποίας η ανάγνωση έχει τεθεί προς το τέλος του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου (Ιεζεκιήλ 37:1-14). Έχουμε, πάντως, την πεποίθηση, πως πέραν της απόκρυφης μαρτυρίας, η παρουσία των δικαίων αυτών εκφράζει μια συγκεκριμένη εσχατολογική ιδέα: Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο τήν επαγγελίαν, του Θεού περί ημών κρείττον τι προβλεψαμένου, ίνα μὴ χωρὶς ημών τελειωθώσι (Προς Εβραίους 11:39-40).
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος