Ο καθένας μας έχει μια άποψη για το τι είναι μουσική. Αυτό προκύπτει από το γεγονός πως καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή μαζί της. Την επιλέγουμε ως ήχο κλήσης του κινητού μας, την ακούμε στο αυτοκίνητο, στα μαγαζιά, στο δρόμο, στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο κ.α. Παντού και διαρκώς βρίσκεται στ’ αυτιά μας. Η μουσική μάς συνοδεύει στη δουλειά, στον καφέ, στα ψώνια, στη διασκέδαση, σε κάθε καθημερινή δραστηριότητά μας. Ασταμάτητα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας τ’ αυτιά μας βομβαρδίζονται με μουσική.
Μάθαμε να μην ακούμε τη μουσική παρά να την καταναλώνουμε αλόγιστα. Εξοικειωθήκαμε με τον «θόρυβό» της χωρίς ωστόσο να την αφουγκραζόμαστε. Την αγαπάμε μόνο ως διασκέδαση ή ως ηχητικό φόντο της καθημερινότητάς μας. Την καταναλώνουμε σε τεράστιες ποσότητες και εντάσεις, ανεξέλεγκτα, χωρίς ο νους μας να προλαβαίνει να τη διυλίσει. Το αποτέλεσμα είναι πως οι σημερινοί ακροατές, της εποχής της μηχανικής – ψηφιακής αναπαραγωγής της, χάσαμε την ικανότητά να διακρίνουμε λεπτά ακουστικά ερεθίσματα και περιοριζόμαστε μόνο στα χονδροειδή και θορυβώδη. Όσο περισσότερη μουσική – θόρυβο καταναλώνουμε τόσο περισσότερο κωφεύουμε. Η κώφωση δεν αφορά μόνο στ’ αυτιά αλλά και στο μυαλό μας. Όσο μεγαλύτερες ποσότητες ηχητικού υλικού δεχόμαστε τόσο πιο «κουφοί» γινόμαστε.
Η οικογένεια Μότσαρτ σε περιοδεία (1763)
Τ’ αυτιά και ο νους μας συνηθίζουν στις απλοϊκές, δίχως περιεχόμενο μουσικές φόρμες και δομές κατ’ αντιστοιχία με τ’ ασυνάρτητα και ασύντακτα συνθηματικά πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων. Εξοικειωνόμαστε με το γρήγορο, εύκολο και κακόγουστο ώστε οποιαδήποτε πολυπλοκότερη ή εκτενέστερη φόρμα στη μουσική ή το λόγο να τη βρίσκουμε τουλάχιστον απροσπέλαστη ή βαρετή και να την αποστρεφόμαστε.
Η ρήση «είμαστε ό,τι τρώμε» θα μπορούσε να ισχύσει και για την ακοή μας. «Είμαστε ό,τι ακούμε». Πράγματι η φιλοσοφία στο παρελθόν υποβάθμισε τη μουσική έναντι των άλλων καλών τεχνών διότι της αναγνωρίστηκαν χαρακτηριστικά όμοια με εκείνα του φαγητού, τα οποία δεν άρμοζαν βεβαίως σε μια υψηλή τέχνη. Όπως καταναλώνουμε πολύ γρήγορα μεγάλες ποσότητες πρόχειρου φαγητού, επιζήμιου ή απλά ανώφελου για την υγεία μας, έτσι καταναλώνουμε μουσική ανεξέλεγκτα αποβλακώνοντας το πνεύμα μας.
Αν δεχτούμε πως το διάβασμα διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος πως αυτό επιτυγχάνεται με τη μονομερή ανάγνωση για παράδειγμα αθλητικών εφημερίδων; Προφανώς η γλωσσικά και νοηματικά φτωχή γραφή μιας αθλητικής εφημερίδας δεν μπορεί να καλλιεργήσει το νου ώστε να συλλαμβάνει λεπτότερα και πολυπλοκότερα νοήματα που μπορεί να περιέχει ένα λογοτεχνικό κείμενο ή ένα δοκίμιο.
Όπως η ανεπαρκής γλωσσική καλλιέργεια εμποδίζει τον αναγνώστη ν’ απολαύσει ένα κείμενο γλωσσικά και νοηματικά πλούσιο γιατί ο ίδιος δεν εκπαίδευσε το νου του προς μια τέτοια κατεύθυνση, έτσι η ανεπαρκής μουσική καλλιέργεια του ακροατή του επιτρέπει να κατανοεί και να αρέσκεται μόνο σε ακούσματα με φτωχή μουσική γλώσσα και περιεχόμενο. Όσο φτωχότερη είναι η μουσική γλώσσα και το περιεχόμενο της στα οποία είμαστε εξοικειωμένοι τόσο μεγαλύτερη είναι η ανικανότητά μας ν’ αναγνωρίσουμε και να απολαύσουμε τον ηχητικό πλούτο που περιέχουν εκτενέστερες μουσικές συνθέσεις. Με τον τρόπο που ένα καλό βιβλίο καλλιεργεί το μυαλό μας, το πετυχαίνει και η καλή μουσική. Ωστόσο, η απόλαυση ενός αξιόλογου καλλιτεχνικού έργου απαιτεί προσπάθεια και κόπο από την μεριά του δέκτη. Όπως η ανάγνωση αξιόλογων κειμένων έτσι και η ακρόαση καλής μουσικής αναπτύσσει τα αισθητικά μας κριτήρια και μας κάνει πιο απαιτητικούς αναγνώστες και ακροατές.
Οι παραπάνω σκέψεις καταγράφονται με αφορμή τη σημερινή επέτειο θανάτου του πιο κλασικού από τους κλασικούς συνθέτες, του Μότσαρτ. Ο Μότσαρτ πεθαίνει στις 5 Δεκεμβρίου του 1791 σε ηλικία μόλις 35 ετών. Το έργο του ονοματίζει όχι μόνο την περίοδο (Κλασικισμός) που δημιουργείται αλλά και ολόκληρη την ευρωπαϊκή μουσική παράδοση που στερεοτυπικά ονομάζεται «Κλασική Μουσική». Αφετηρία της κλασικής περιόδου έχει οριστεί το 1781, έτος κατά το οποίο ο Μότσαρτ εγκαθίσταται οριστικά στη Βιέννη. Η τέχνη του κλασικισμού αναζητά τη χρυσή τομή μεταξύ φόρμας και περιεχομένου. Οδηγός της είναι κυρίως η ελληνική κλασική αρχαιότητα επιδιώκοντας την αρμονία στη μορφή και το νόημα.
Η «κλασική μουσική» απαιτεί την προσοχή μας για να την απολαύσουμε. Δεν μπορεί να λειτουργήσει ως φόντο. Η κατανόηση και η απόλαυσή της έρχεται μόνο όταν την αφουγκραστούμε φτάνοντας στο σημείο που η ακοή μας θα μετουσιώσει τον ήχο της μουσικής σε ακουστικές εικόνες – οράματα. Ένα έργο κλασικής μουσικής λειτουργεί για το μυαλό και το πνεύμα μας όπως ένα καλό βιβλίο, φτάνει να έχουμε μάθει ανάγνωση για το βιβλίο και ακρόαση για τη μουσική.