«Οι ανόητες ιδέες είναι αθάνατες. Κάθε γενιά τις ανακαλύπτει εκ νέου.»
Nicolás Gómez Dávila
Μόνο οι κακές ιδέες παραμένουν, οι καλές υλοποιούνται και άρα παύουν να είναι ιδέες. Σύμφωνα μ’ αυτό το σκεπτικό, η ιδεολογία είναι ένα σύνολο ιδεών, μια στάση, μια αντίληψη, μια κοσμοθεωρία ορισμένων η οποία -συνήθως- έχει μικρή σχέση με την πραγματικότητα του κόσμου. Σχετίζεται περισσότερο με την Πίστη παρά με τη Λογική των γεγονότων του κόσμου –αν και εμπεριέχει μια δική της εσωτερική λογική. Εμφανίζεται ως μια αξίωση καθολικότητας και απολυτότητας, μια εσχατολογία, μια «θρησκεία». Χρησιμοποιείται ως νοηματοδότης και ηθική πυξίδα με σκοπό το απόλυτο νοικοκύρεμα του -ανορθολογικού έως τώρα- κόσμου και την κατάληψη της εξουσίας. Η ιδεολογία είναι το «όπιο του λαού», κι ως «ναρκωτικό», σκοπεύει στην αλλαγή της ψυχολογίας μέσω της ψευδαίσθησης, ενώ όσο περισσότερο απέχει από την πραγματικότητα, τόσο πιο «σκληρό» είναι. Παρ’ όλα αυτά, η εξουσία ήταν, είναι και θα παραμείνει θέμα ισχύος ή τύχης και σε καμία περίπτωση ιδεολογίας ή «ιδεολογικής καθαρότητας».
Η ιδέα, επειδή είναι στη σφαίρα του «μη ορατού» και προκύπτει επαγωγικά, εμπεριέχει λογικά άλματα, λογικά σφάλματα και πλάνες. Παρακάτω αναλύονται οι πλάνες τόσο των «νέων και δυναμικών», όσο και των κλασικών πλην διαφορισμένων ιδεολογιών της σύγχρονης Ελλάδας.
Η Σοσιαλδημοκρατία ή αλλιώς η Κεντροαριστερά είναι η δισυπόστατη ιδεολογία που υιοθέτησε μέρος του Σοσιαλισμού και μέρος του Καπιταλισμού τα οποία και ένωσε νομίζοντας πως θα δημιουργήσει κάτι «νέο», «δικαιότερο», «προοδευτικότερο» και άρα «ηθικά καλύτερο». Είναι η ιδεολογία που περιπλέκει την (από τη φύση της «άδικη») Αγορά με το (σύμφωνα με το λόγο ύπαρξης του «δίκαιο») Κράτος και μ’ αυτό τον τρόπο γεννά τη δια-φθορά. Επιπλέον, το «νέο» ως έννοια δεν μπορεί να είναι πάντα καλύτερο, καθώς, η ιστορία(διαβ. ο χρόνος) δεν κινείται γραμμικά προς το «καλό», αλλά, έχει μια δομή τύπου σπιράλ με τα «πάνω» και τα «κάτω» του. Το «δικαιότερο» από την άλλη, μας λέει πως θα προκύψει από την (τεχνικά) αποτελεσματικότερη κατανομή των οικονομικών αποτελεσμάτων∙ μόνο που δεν μας λέει το «ποιος» και το «πως» θα μοιράσει τα οικονομικά αποτελέσματα όταν αυτά θα είναι αρνητικά(κόστη). Περά απ’ αυτή την παράλειψη, η συγκεκριμένη ιδεολογία δεν καταργεί τις υφιστάμενες αλλοτριωτικές (κατά τα λεγόμενά της) δομές και σχέσεις εξουσίας του καπιταλισμού, ο οποίος(κατά τα λεγόμενά της πάλι) υποβιβάζει το υποκείμενο σε αντικείμενο (διαβ. το άτομο σε «δούλο») -παρά μόνο επικαλείται τη «βελτίωση» των συνθηκών εργασίας, στην πράξη: Διατηρεί το άτομο ως «δούλο» μέσα σε «καλύτερη αυλή». Ο κλασσικός κεντροαριστερός διαβάζει τρέντυ μπλογκς αντί για τους κλασικούς, αντικαθιστά την Καινή Διαθήκη με την οικονομετρία. Πιστεύει στο σχέδιο-πρόγραμμα και όχι στη Φύση. Προωθεί παγανιστικά την τεχνολογία φτάνοντας σε σημείο «τεχνολογικολοκληρωτισμού», χωρίς να συνειδητοποιεί ότι η τεχνολογία και η τεχνική είναι υπό την κυριαρχία του ανθρώπου∙ αντίθετα, νομίζοντας πως λειτουργεί σαν ένα «αυτόνομο σύστημα». Ο πολιτικός της ιδεολογίας αυτής, στοχεύει στο «μέσο όρο», κι όταν αυτός δεν του «βγαίνει», γίνεται ολοκληρωτικός. Δίδει έμφαση στον «πηγαιμό για την Ιθάκη» κι όχι στην ίδια την Ιθάκη(προορισμό – σκοπό). Μετατρέπει το μέρος(τεχνολογία) σε Όλον(κόσμο). Ο σοσιαλδημοκράτης πιστεύει πως ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ανήθικος, την ηθική τη «φέρει» το τεχνολογικό σύστημα και άρα ο τεχνοκράτης είναι ο μόνος «ηθικός», είναι ο «Θεός». Ο φίλος της κεντροαριστεράς, όσες παραλλαγές και να κάνει παραμένει κρατιστής: Ονειρεύεται μια αναδιανεμητική, τεχνοκρατική και «τεχνολογικορθολογική» γραφειοκρατία που (τάχα) θα διορθώνει την «ασυδοσία καπιταλιστικού νεοφιλελευθερισμού».
Ο τελευταίος, ως επιγέννημα της μαζικοποίησης του πάλαι ποτέ κλασσικού φιλελευθερισμού, πιστεύει στο «φυσικό νόμο» και την ελευθερία, ξεχνώντας τον ορισμό της ασυδοσίας. Είναι η ιδεολογία αθέων με -παρ’ όλα αυτά- μεταφυσική Πιστή στο «αόρατο χέρι». Πιστεύει σε κάποια «φύση» και όχι στο πρόγραμμα, όμως, κάνει το ίδιο λάθος με τον σοσιαλδημοκράτη∙ καθώς, αποδεδειγμένα, η τάξη και το χάος συνυπάρχουν διαλεκτικά μέσα στο σύμπαν. Στο ιδεώδες του, τα άτομα πρέπει να εναρμονίζονται με το (δήθεν) φυσικό ρυθμό του καπιταλισμού. Προπαγανδίζει την (απόλυτη) ελευθερία του ατόμου, ενώ στο τέλος επιτυγχάνει την (αντικειμενική) υποδούλωσή του καθώς αγνοεί τις μη επιδιωκόμενες συνέπειες της πράξης: Ο καλοπληρωμένος υπάλληλος της πολυεθνικής παραμένει προλετάριος ως προς την ελευθερία της βούλησης και της συνείδησης. Γενικά, προωθεί τον τύπο του ηδονιστή κερδοσκόπου κι όχι του επενδυτή. Για να επιτύχει την οικουμενοποίηση της οικονομίας, απαίτησε και πέτυχε μια κοινωνία «σπασμένη σε άτομα» με υψηλή κοινωνική κινητικότητα, πλέον: Ο καριερίστας δεν κατοικεί στο τόπο της οικογενείας του, της ιδιοκτησίας του ή της οικογενειακής επιχείρησής του (την οποία επικαλείται ο κλασσικός φιλελευθερισμός), αλλά, όπου στον πλανήτη «ανθεί» ο τομέας του, είναι: Προλεταριοποιημένος κοσμοπολίτης. Ο οπαδός της ιδεολογίας αυτής, αναλύει μέσω οικονομικών δεικτών ακόμη και τις παραδοσιακές δομές της οικογένειας και της θρησκείας. Παράλληλα, η οικονομική ανάλυσή του ταυτίζεται με την πολιτική του ανάλυση, όμως, στην πραγματικότητα ο στόχος των οικονομικών αποτελεσμάτων της πρώτης είναι απλώς ένα εργαλείο της δεύτερης. Κατά την αφήγησή του: Κράτος, θεσμοί και δημόσιος χώρος δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και γι’ αυτό το «κοινωνικό» είναι το αλγεβρικό άθροισμα των ατόμων, ενώ, ο καλύτερος μάνατζερ είναι ο καταλληλότερος για πρωθυπουργός. Οι πλάνες της συγκεκριμένης ιδεολογίας φτάνουν σε σημεία που ούτε η κάλπικη σοσιαλδημοκρατία δεν θα μπορούσε να φανταστεί∙ ο (νεο)φιλελευθερισμός -όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Παναγιώτης Κονδύλης- επικαλείται το τέλος του πολέμου μέσω του (διακρατικού) εμπορίου: Του διαφεύγει ότι από τον Πελοποννησιακό πόλεμο μέχρι και σήμερα, οι εχθροί εμπορεύονται μεταξύ τους (ακόμη και) κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ως αντίδραση απέναντι στον οικουμενισμό του νεοφιλελευθερισμού και του μαρξισμού γεννάται ο εθνικισμός. Το έθνος, ως έννοια και ως συλλογικό υποκείμενο, υφίσταται από την αρχαιότητα. Τα έθνη, κατά τη διάρκεια των αυτοκρατοριών συνυπήρχαν και αποδείχτηκε ότι -υπό προϋποθέσεις- μπορούν να είναι ειρηνικά μεταξύ τους. Ο εθνικισμός, ως πολιτικό δημιούργημα, δημιουργήθηκε(διαβ. κατασκευάστηκε από τους πολιτικούς) χιλιάδες χρόνια αργότερα, όταν κατά το 1789μ.Χ. ετοιμαζόταν η Γαλλική Επανάσταση. Κόντρα λοιπόν στις δοξασμένες αυτοκρατορίες αλλά και την Χριστιανική παράδοση -η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως υπεριστορική αξία και δεν του δίδει (όπως κάνει ο εθνικισμός) αξία (ή απαξία) μόνο και μόνο από τη συμμετοχή του σε κάποιο έθνος- γεννάται ο νεοελληνικός εθνικισμός των ημερών μας με μια ταυτόχρονη αξίωση καθολικότητας: Την ταύτιση του εθνικισμού με την ολιγαρχία, τον κρατισμό και τον πατριωτισμό. Η ανάπτυξή του ήταν αναμενόμενη για τέσσερις κυρίως λόγους: Πρώτον, το μοντέλο «έθνος – κράτος» κυριαρχεί παγκοσμίως έναντι του «αυτοκρατορικού». Δεύτερον, το «πολιτικό τόξο» έπρεπε να ισορροπήσει υπό την φυσική έννοια, καθώς, αν δεν υπήρχε ο «εθνικισμός», θα έπρεπε να ανακαλυφθεί ο αντίπαλος της λεγόμενης «άκρας αριστεράς». Τρίτον, λόγω της βίαιης συρρίκνωσης του ελληνικού έθνους εντός του ελληνικού κράτους κατά τον τελευταίο αιώνα, και τέταρτον, γιατί σε συνθήκες υψηλής ανασφάλειας ο άνθρωπος ακολουθεί εμπειρικά δοκιμασμένες τακτικές και όχι «ορθολογικές» με την οικονομιστική και (νεο)φιλελεύθερη έννοια του όρου. Πέρα από τα αίτια και τους λόγους, αυτό που έχει σημασία είναι η δομή και το περιεχόμενό του. Διαμέσου αυτής της οπτικής, ο νεοελληνικός εθνικισμός των ημερών μας, δεν μοιάζει ούτε με τον αστικό εθνικισμό της Δυτικής Ευρώπης, ούτε με τον παλαιότερο εθνικισμό των Ελλήνων «διανοουμένων»∙ ο τελευταίος ήταν μάλλον πιο κοντά στον (καθ’ όλα θεμιτό) Πατριωτισμό. Και εξηγούμαι: Πέρα από τους νεφελώδεις «φυλετισμούς» και τις διαφορετικά κατά περίπτωση οριζόμενες «καθαρότητες», είχε αναφορές κυρίως σε χωρικές και προ-νεωτερικές δομικές (οικογένεια, ιδιοκτησία, περιοχή, νησί, πατρίδα). Πλέον, ότι (κακό για τη χώρα) μπορεί να κάνει η αριστερά στο όνομα του «λαού», μπορεί να το κάνει και ο νεοελληνικός εθνικισμός στο όνομα του «λαού» ή του «έθνους»: Αμφότεροι επικαλούνται ασαφείς συλλογικές έννοιες στις οποίες (τάχα) λογοδοτούν παραμερίζοντας τα άτομα – εντολοδόχους και ανοίγοντας το δρόμο προς τον ολοκληρωτισμό «πολιτισμένης» Δυτικής προελεύσεως. Όσα, το άτομο, κατά καιρούς έχει χάσει ή παραχωρήσει (από την ισχύ και τη λογική του) σε τρίτους (συμμάχους ή μη) προσπαθεί να τα (υπερ)αναπληρώσει μονομιάς∙ κι αφού δεν μπορεί να το κάνει λογικά(επειδή δεν έχει τα μέσα), το κάνει Ψυχολογικά. Έτσι, ο νεοελληνικός εθνικισμός εμφανίζεται ως η Ψυχολογική (υπερ)αναπλήρωση του ανίσχυρου πολίτη -άσχετα με το ποιος φταίει γι’ αυτό. Ο νεοέλληνας, «ρουφώντας» μια παροδική ψυχολογική εφορία, προσπαθεί μέσω επίφασης να αντικαταστήσει ότι (πλέον) δεν κατέχει. Όπως και να χει, όσο δεν υπάρχει η απαραίτητη οικονομική ανάπτυξη, όσο οι δανειστές του παρασιτισμού θα βαφτίζονται «κερδοσκόποι» και όσο η κοινωνική συνοχή θα «σπάει», η ιδεολογία αυτή θα έχει λόγους ύπαρξης, έστω ψυχολογικούς. Άλλωστε, στις σύγχρονες μαζικές κοινωνίες τα άτομα δίδουν περισσότερη έμφαση στο επικοινωνιακό(διαβ. ψυχολογικό), παρά στο πολιτικό με την κλασσική Αριστοτελική έννοια: Η πράξη και η παραγωγή υποβιβάζονται απέναντι στην επικοινωνία και την κατανάλωση.
Το μη-πολιτικό και μη-ιδεολογικό, το «απολιτίκ», όπως πλέον η αθεΐα είναι η «νέα Θεότητα», αποτελεί τη σύγχρονη παγκόσμια ηθική στάση και ακόμη μία «δυναμική ιδεολογία» η οποία εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια (και) στην Ελλάδα. Εδώ, η πολιτική «στριμώχνεται» στα στενά όρια της οικονομίας -για μην πούμε ότι (πλέον) είναι περιττή. Το πολιτικό είναι το «κακό»∙ άσχετα αν παροδικά γίνεται το «καλό» γιατί (στη χυδαία του μορφή) μας κάνει τη «δουλειά» του «μέσου»(διαβ. «βύσμα»). Ο «απολιτίκ» είναι ο κουτοπόνηρος(παρ’ όλα αυτά παραμένει κουτός) πού όντας ιδεολογικά και κομματικά «αστράτευτος», (νομίζει πως) έχει τη δυνατότητα της παροδικής στράτευσης με τον οποιονδήποτε για να πετύχει τους (ωφελιμιστικούς) σκοπούς του. Είναι το εύκολο θύμα του λαϊκιστή και του δημαγωγού. Στην πράξη, είναι αήθης και ιδιώτης, όχι Πολίτης. Οι πράξεις του δεν έχουν κάποιο μόνιμο προσανατολισμό, δεν είναι έμπιστος συνομιλητής ούτε σύμμαχος. Πολύ συχνά, είναι χαμένος μέσα στον ευτράπελο κόσμο της παρασιτικής υλικής κατανάλωσης∙ δεν έχει ιδανικά, και άρα, αν κυβερνούσε: Θα ήταν (εθνικά) επικίνδυνος.
Δημήτρης Κ. Μίμης
MSc, Διπλ. Μηχανικός και Σύμβουλος
Επιχειρήσεων
dmimis@dpm.gr
http://facebook.com/dimitrimimis