Υπάρχει, πλέον μια συζήτηση γύρω από τη διαμεσολάβηση της Τουρκίας μεταξύ των εμπλεκομένων σε πόλεμο χωρών, δηλαδή, της Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Και μάλιστα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει η ενεργή κινητοποίηση για τη διαμεσολάβηση του προέδρου του Ισραήλ, κυρίου Μπένετ, αλλά και η ενεργοποίηση στη διαμεσολάβηση της άλλης υπερδύναμης, της Κίνας.
Και εγείρεται ένα ερώτημα. Τόσο ικανή είναι η διπλωματία της Τουρκίας; Τόσο, η Ελλάδα έπεσε έξω;
Η επιλογή της διατήρησης της πιθανότητας του ρόλου της Τουρκίας ως διαμεσολαβήτριας, από Ουκρανία και ειδικά, από Ρωσία και μάλιστα απέναντι σε αυτά τα θηρία, Κίνα, Ισραήλ, Γαλλία, Γερμανία κλπ, έχει μια και μόνη λογική. Η διαμεσολάβηση της Τουρκίας είναι αναλώσιμη.
Αν αποτύχει, κανείς δε θα νιώσει πως χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία.
Είναι μια δυνατότητα, ανιχνευτικών διαπραγματεύσεων και γι’ αυτό ακριβώς δεν την αγνοούν οι εμπλεκόμενοι. Ωστόσο δεν ορίζει την Τουρκία ως υπερδύναμη, η
οποία έχει τους δικούς της καυτούς λόγους στην επιδίωξη της διαμεσολάβησης.
Στην ιστορία, οι διαμεσολαβητές έχουν δύναμη, κύρος, επιρροή. Τόση που οι δεσμευόμενες προς το διαμεσολαβητή πλευρές να μη θέλουν να αντιμετωπίσουν την οργή του. Εν προκειμένω, η αθέτηση οποιασδήποτε δέσμευσης των εμπολέμων προς την Τουρκία δεν τους εμπλέκει σε ανυπέρβλητες περιπέτειες.
Άρα, οι γείτονες πρέπει να μην επαίρονται, και να μη αναβαθμίζουν εαυτούς σε υπερδύναμη. Ομοίως, κάποιοι Έλληνες αναλυτές, μπορούν να επανεξετάσουν τους διθυράμβους προς την Τουρκική διπλωματία.
Διαμεσολαβητές θα είναι, το λιγότερο ο πρόεδρος του Ισραήλ, η της Κίνας, ή κάποιος αντίστοιχου κύρους και δύναμης.