Εντός Ταμείου Ανάκαμψης παραμένει το μεγάλο έργο της οδικής σύνδεσης της Δυτικής Μακεδονίας με τη Νότιο Ελλάδα, παρά την απόφαση της Ε.Ε. να απορρίψει το σύνολο σχεδόν των προτάσεων ανάλογών έργων που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση.
Όπως τονίζεται σε ρεπορτάζ της Καθημερινής, ο λεγόμενος Ε-65 διασώζεται λόγω της απολιγνιτοποίησης και της ενίσχυσης που πρέπει να τύχει η Δυτική Μακεδονία, μία εξέλιξη την οποία είχε παρουσιάσει με πρωτοσέλιδό του ο «Π» στις 4 Ιουλίου του 2020.
Στο ρεπορτάζ του περασμένου καλοκαιριού, ο «Π» είχε αναλύσει όλα τα τότε δεδομένα με τις συνεχείς επαφές των πολιτικών παραγόντων της περιοχής στην Αθήνα με κυβερνητικά στελέχη, να έχουν στο τραπέζι των συζητήσεων ψηλά το θέμα του Βόρειου Τμήματος του Ε-65.
Η άποψη πως η Δυτική Μακεδονία εν όψει αλλαγής παραγωγικού μοντέλου δεν χρειάζεται μόνο κίνητρα για επενδύσεις αλλά και σοβαρά αντισταθμιστικά οφέλη, σχετικά με ένα δίκτυο μεταφορικών συνδέσεων, είχε περάσει σε μεγάλο βαθμό στη ρητορική και τα επιχειρήματα εκείνης της περιόδου, ενώ ήταν εκφρασμένη η πρόθεση του Συντονιστή της Δίκαιης Μετάβασης, Κώστα Μουσουρούλη, για τη δημιουργία ενός «πολυτροπικού συστήματος μεταφορών για τη Δυτική Μακεδονία».
Είχε ακολουθήσει η ανακοίνωση του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, ο οποίος δήλωνε αισιόδοξος για την τελική έγκριση από την Ε.Ε. για ένα έργο «το οποίο θα βγάλει από την απομόνωση τη Δυτική Μακεδονία», ενώ στις αρχές του 2021 ήρθε το πράσινο φως από την Κομισιόν για το πολυπόθητο έργο.
Όπως τονίζει η Καθημερινή στο ρεπορτάζ της, «το βόρειο κομμάτι του Ε65 (Τρίκαλα – Εγνατία, μήκους 70,5 χλμ.) «διασώθηκε» καθώς παρουσιάστηκε (και) ως σχετιζόμενο με το πρόγραμμα απολιγνιτοποίησης της Δυτικής Μακεδονίας. Πρόσφατα πήρε το πράσινο φως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ώστε να ανατεθεί στην ΤΕΡΝΑ, που έχει αναλάβει τα υπόλοιπα δύο κομμάτια του άξονα. Το έργο έχει προϋπολογισμό 442 εκατ. ευρώ, θα κατασκευαστεί ως δημόσιο έργο και μετά θα ενταχθεί ως προς τη λειτουργία του στην υφιστάμενη σύμβαση παραχώρησης της Κεντρικής Οδού (όπως και το υπό κατασκευή σήμερα νότιο τμήμα, Λαμία – Ξυνιάδα)».
Ζήσης Πιτσιάβας