Ομολογώ πως διάβασα με έκπληξη τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού κατά την παρουσία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, σχετικά με την ανάπλαση και την παραμονή της στο κέντρο της πόλης. Περίμενα, είναι η αλήθεια, πως, έστω και την ύστατη στιγμή, θα πρυτάνευε η λογική και όχι το συναίσθημα. Ήλπιζα πως θα υπήρχε κάποιος σαφής σχεδιασμός, έστω και μακροπρόθεσμος, για τη μετεγκατάσταση της έκθεσης εκτός κέντρου, ιδανικά σε κάποια δυτική περιοχή, όπως στη Σίνδο. Διαψεύστηκα.
Ο λόγος είναι πως η ΔΕΘ, στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα, προκαλεί κάθε Σεπτέμβρη κυκλοφοριακή ασφυξία στην πόλη. Οι δρόμοι παραλύουν από αυτοκίνητα, εκθέτες, διαδηλωτές και ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, την ώρα που η Θεσσαλονίκη αναστέλλει στην ουσία -έστω και προσωρινά- τη λειτουργία της, με άμεση συνέπεια την υποβάθμιση της ήδη χαμηλής ποιότητας ζωής των κατοίκων. Τα παραπάνω επηρεάζουν φυσικά τη διεθνή εικόνα της πόλης αλλά και της ίδιας της χώρας, η οποία αντί να παρέχει μια σύγχρονη, λειτουργική και ασφαλή διοργάνωση, παρουσιάζει στην πραγματικότητα ένα περιβάλλον χαοτικό και επικίνδυνο, με εμφανείς οργανωτικές αστοχίες.
Η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ εκτός του κέντρου της Θεσσαλονίκης θα αποτελούσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη δημιουργία ενός σύγχρονου μητροπολιτικού πάρκου στην καρδιά της πόλης, με αρκετό πράσινο, μεγάλους χώρους στάθμευσης, αθλητικές εγκαταστάσεις, παιδικές χαρές, θεματικούς κήπους, αναψυκτήρια, χώρους για φεστιβάλ κ.ά. Η ανάπλαση της έκθεσης στο κέντρο, όπως σχεδιάζεται, ενδεχομένως να διαθέτει κάποια από τα παραπάνω στοιχεία, σίγουρα όμως με τις αντίστοιχες εκπτώσεις στην ποιότητα, στην ποσότητα, αλλά και στο κύρος της ίδιας της ΔΕΘ, δεδομένου ότι θα πρέπει πλέον να προσαρμόζεται και να εξελίσσεται μέσα στις περιορισμένες υφιστάμενες εκτάσεις, γεγονός που εγκυμονεί και σημαντικούς κινδύνους, όπως εκείνους που προκύπτουν από την ανακάλυψη αρχαίων σε περίπτωση μελλοντικών κατασκευών και εκσκαφών.
Από την άλλη, ένα συντριπτικό πλεονέκτημα της μετεγκατάστασης της έκθεσης στα δυτικά, είναι η άνετη πρόσβαση, η οποία θα μπορούσε με σοβαρό και στοχευμένο σχεδιασμό να γίνει ακόμα πιο εύκολη σε βάθος χρόνου, με την αξιοποίηση μάλιστα και των έργων που ήδη, τη στιγμή που μιλάμε, βρίσκονται στα σκαριά. Πιο συγκεκριμένα, το έργο του Flyover, όπως και η επέκταση του μετρό στα ανατολικά της πόλης, θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση, δίνοντας τη δυνατότητα στους κατοίκους των ανατολικών περιοχών και στους επισκέπτες που καταφθάνουν αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη, να έχουν μία εύκολη και σχετικά γρήγορη μετακίνηση στην έκθεση της Σίνδου, την ώρα που η πρόσβαση με τρένο θα διευκολύνεται μέσω του Δυτικού Προαστιακού Σιδηρόδρομου, έργο το οποίο πρόσφατα ανακοινώθηκε με επίσημο τρόπο από εκπροσώπους της κυβέρνησης.
Οι επισκέπτες από την υπόλοιπη Ελλάδα θα μπορούσαν να προσεγγίζουν τη ΔΕΘ και με ΙΧ μέσω Εγνατίας χωρίς να υποχρεώνονται να διασχίζουν το μπλοκαρισμένο από κίνηση κέντρο της πόλης. Κατά την άφιξή του, ο επισκέπτης φυσικά θα συναντούσε τεράστιες εκτάσεις με υποδομές όπως χώρους αναψυχής και στάθμευσης, μεγάλα εμπορικά κέντρα και σύγχρονες εκθεσιακές εγκαταστάσεις στα πρότυπα των μεγαλύτερων διεθνών εκθέσεων. Επιπρόσθετα, οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις των κέντρων logistics που υπάρχουν στα δυτικά, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την προσωρινή αποθήκευση εκθεμάτων και άλλων αγαθών, με απώτερο στόχο τη μείωση του κόστους και του χρόνου των σχετικών εργασιών, αλλά και την αύξηση της λειτουργικής ευελιξίας της έκθεσης. Σε καλή απόσταση από τη Σίνδο βρίσκεται επίσης και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Συμπερασματικά, η ανάπλαση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και η διατήρησή της στο κέντρο, ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως μία συνετή επιλογή που συνδέεται με την ιστορία και με την παράδοση της πόλης, βάζει στην πραγματικότητα σημαντικά εμπόδια στην επίτευξη μίας ισορροπημένης οικονομικής, κοινωνικής και χωρικής ανάπτυξης, που θα άλλαζε τα δεδομένα της Θεσσαλονίκης σε στρατηγικό επίπεδο. Αντιθέτως, η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στα δυτικά θα μπορούσε να προσφέρει τη δυνατότητα της προσέλκυσης σημαντικών επενδύσεων και του σχεδιασμού νέων υποδομών σε περιοχές της Θεσσαλονίκης που χρειάζονται πραγματική αναβάθμιση, με βελτιωμένα οδικά δίκτυα, μεγάλες ζώνες πρασίνου, σύγχρονα καταλύματα και επιχειρήσεις εστίασης που θα συντηρούσαν αρκετές νέες θέσεις εργασίας, εκτοξεύοντας ταυτόχρονα την αξία, τις προοπτικές και το κύρος της ΔΕΘ σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο.
Λάζαρος Π. Σισμανίδης
Διπλωματούχος Πολιτικός Μηχανικός Α.Π.Θ., MSc