ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ:
Ατζαμής
Η λέξη προέρχεται από την αραβική ατζέμ την οποία χρησιμοποίησαν οι Άραβες, για να χαρακτηρίσουν άνθρωπο μη ομογενή τους. Αργότερα, «ατζέμ» χαρακτηρίζονταν μόνο οι Πέρσες με την έννοια των απολίτιστων, των αμαθών. Οι Τούρκοι με την λέξη acemi δήλωναν τον άνθρωπο τον αδέξιο στην τέχνη του. Γι’ αυτό και τα παιδιά που έπαιρναν από τους Έλληνες και τα έκαναν γενίτσαρους, επειδή στην αρχή ήταν αγύμναστα και χωρίς στρατιωτική πείρα, τα ονόμαζαν ατζαμί ολάν. Η λέξη από την εποχή της Τουρκοκρατίας έμεινε, για να δηλώνει κάθε πρωτόπειρο που δεν τα πολυκαταφέρνει.
Ατσίδας
Προέρχεται από το ουσιαστικό ικτίς, που στην αρχαία ελληνική σημαίνει κουνάβι, νυφίτσα. Όπως το αιμοχαρές αρπακτικό αυτό ζώο (ικτίς ή δενδρόβιος), αρπάζει την λεία της καιροφυλακτώντας, έτσι και ο τετραπέρατος – ενίοτε και πανούργος – άνθρωπος, αρπάζει τις ευκαιρίες, τις αξιοποιεί και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται από τον λαό «ατσίδας».
Γρίπη
Σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες η ονομασία της μεταδοτικής αυτής ασθένειας του αναπνευστικού συστήματος, που εκδηλώνεται με πυρετό, καταρροή, μυϊκούς πόνους και αίσθημα αδυναμίας, είναι παρόμοια.
Η ρίζα της λέξης ανιχνεύεται στην Γαλλία: grippe (< ρ. gripper = αρπάζω αιφνίδια) η οποία έχει την έννοια του δυνατού και ξαφνικού γαντζώματος, που κάνουν τα νύχια ή τα δόντια των αρπακτικών. Ονόμασαν λοιπόν την λοιμώδη ασθένεια γρίπη, επειδή πίστευαν ότι άδραχνε τους ανθρώπους και γαντζώνονταν πάνω τους με μυτερά νύχια. Η ίδια λέξη πιθανόν συνδέεται ετυμολογικά με το γρίπο, το αλιευτικό μέσο παρόμοιο με την τράτα, που ρίχνεται σε μεγάλη έκταση σε λίμνες και θάλασσες με ομαλό βυθό και σέρνεται από την στεριά με σκοινιά, «γραπώνοντας» τα ψαράκια.
Δε σφάξανε
Στα χωριά, κατά τα παλαιότερα χρόνια, δεν υπήρχαν χασάπικα και ούτε μπορούσε να βρει κρέας κανείς κάθε μέρα. Εκτός από τις «μεγάλες μέρες», σπάνια έσφαζαν. Έτσι, το παιδί που έστελνε η οικογένεια να δει αν έσφαξαν κι αν πουλούσαν στην πλατεία του χωριού κρέας, γύριζε λέγοντας «δε σφάξανε», που έφτασε αργότερα να σημαίνει, εκφράζοντας την απόλυτη άρνηση, «αποκλείεται να γίνει κάτι».
Κάνω γκάφα
Η λέξη γκάφα προέρχεται από την αντίστοιχη γαλλική gaffe, που θα πει άγγιστρο, αρπαγή. Συναντάται μόνο στη λαϊκή φράση «faire une gaffe»(=κάνω γκάφα), που σημαίνει ότι προβαίνω σε άστοχη, απερίσκεπτη, επιζήμια, αποτυχημένη ενέργεια.
Κορόιδο
Συνηθίζονταν, κατά τα παλαιότερα χρόνια, να κουρεύουν τα μικρά παιδιά με το ψαλίδι που χρησιμοποιούσαν για την κουρά των αιγοπροβάτων. Από τις ανομοιόμορφες ψαλιδιές, το κεφάλι τους παρουσίαζε την εικόνα κουρεμένου γιδιού, προκαλώντας τον χλευασμό των συμμαθητών τους οι οποίοι μάλιστα τα περιγελούσαν με το ρυθμικό τραγουδάκι: «κουρεμένο γίδι, πάει στο πανηγύρι…» Το κουρεμένο γίδι έγινε σιγά σιγά κουρόγιδο κι από αυτήν προέκυψε η λέξη κορόιδο.
Σήμερα χαρακτηρίζεται κορόιδο το εύκολο θύμα εξαπάτησης, αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού και εμπαιγμού.
Σοφέρ
Οι οδηγοί των πρώτων αυτοκινήτων ονομάστηκαν σοφέρ, δηλαδή θερμαστές (<γαλλ.chauffeur < p. Chauffeur= ζεσταίνω τη μηχανή), επειδή ζέσταιναν το νερό της μηχανής πριν ξεκινήσουν.
Τα’φτυσε
Η χρήση της έκφρασης προέρχεται από τη συνηθισμένη εικόνα κινουμένων σχεδίων στην οποία ο δημιουργός, προκειμένου να δώσει στο θεατή να καταλάβει ότι το μηχάνημα ή το αυτοκίνητο «χάλασε», το παρουσιάζει να «φτύνει» βίδες, γρανάζια, κ.λ.π. Έτσι λέγοντας για ένα μηχάνημα ότι «τα΄φτυσε» εννοούμε ότι έπαψε να λειτουργεί λόγω υπερβολικής χρήσης ή βλάβης, ενώ λέγοντας την ίδια φράση για άνθρωπο εννοούμε ότι εξοντώθηκε από την κούραση.
Ειρήνη Ραμπίδου Α4