H δημογραφική γήρανση αποτελεί το σοβαρότερο, ίσως, πρόβλημα της χώρας. Αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος του προβλήματος, εάν δει με προσοχή τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ σύμφωνα με τα οποία μόνο κατά τα έτη 2015, 2016 και 2017 οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις κατά περίπου 30 χιλιάδες, 26 χιλιάδες και 36 χιλιάδες αντίστοιχα. Σύμφωνα, επίσης, με έρευνα του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο πληθυσμός της χώρας το 2035 θα κυμαίνεται ανάλογα με τις προβολές διαφόρων σεναρίων από 10,4 έως 9,5 εκατ. σημειώνοντας μείωση από 0,44 έως και 1,4 εκατ. σε σχέση με σήμερα, ενώ το 2050 θα κυμαίνεται από 10 έως 8,3 εκατ. σημειώνοντας μείωση από 0,8 έως και 2,5 εκατ. αντίστοιχα.
Εκτός από σοβαρό, το πρόβλημα είναι δυσεπίλυτο για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί η αντιμετώπισή του απαιτεί τεκμηριωμένες, μακροπρόθεσμες πολιτικές που βασίζονται σε διακομματική συναίνεση, την οποία δυστυχώς τα προηγούμενα χρόνια το πολιτικό σύστημα δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει. Δεύτερον, γιατί οι πολιτικές για την απασχόληση, την οικογένεια, τη μητρότητα και διαγενεακότητα, την ισότητα των φύλων, την εκπαίδευση, τη μετανάστευση τέμνονται με τις πολιτικές για το δημογραφικό.
Η Διακομματική Επιτροπή που συστήθηκε την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο αποσκοπούσε στην επίτευξη συγκλίσεων πάνω σε μία πολιτική με ορίζοντα εικοσαετή. Στο πλαίσιο της διαδικασίας κατατέθηκαν απόψεις τεκμηριωμένες και όλα τα κόμματα, πλην του ΚΚΕ και της Χρυσής Αυγής, επέδειξαν πραγματική διάθεση σύγκλισης, συγκρότησης ενιαίου πορίσματος και χάραξης μιας ενιαίας πολιτικής. Στόχος όλων πρέπει να είναι η άμεση υλοποίηση μιας συνεκτικής δημογραφικής πολιτικής με την δημιουργία θεσμών και την ολοκληρωμένη στήριξη της οικογένειας με παιδιά. Η εναρμόνιση της οικογενειακής/προσωπικής ζωής με την εργασιακή, η εξασφάλιση σε περίπτωση απώλειας εργασίας της εργασιακής ασφάλειας, οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η προστασία της μητρότητας και του παιδιού και η αναστροφή του περίφημου brain drain αποτελούν τις βασικές κατευθύνσεις του ενιαίου πορίσματος.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ψηφίστηκε χθες από την Ολομέλεια της Βουλής νόμος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Επίδομα γέννησης και λοιπές διατάξεις» με τον οποίο εισάγονται στοχευμένες παρεμβάσεις για τη διαμόρφωση μίας έμπρακτης πολιτικής ενίσχυσης της οικογένειας και του παιδιού, ενώ παράλληλα επιδιώκεται ο εκσυγχρονισμός της επιδοματικής πολιτικής για την οικογένεια, αλλά και η προσαρμογή της στις ανάγκες του σήμερα. Μεταξύ άλλων, θεσπίζεται επίδομα γέννησης ύψους 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα από 1η Ιανουαρίου 2020.
Αμιγώς επιδοματικές πολιτικές –που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν- δεν συνιστούν από μόνες τους λύση και δεν θα έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, παρά μόνον εάν συνδυαστούν και με ουσιαστικά μέτρα. Σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής «Οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα παρά μόνον αν συνδυαστούν και με μέτρα εναρμόνισης της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή, διευρυμένη ισότητα των δυο φύλων και εκτός της δημόσιας σφαίρας, ενίσχυση της απασχόλησης, βελτίωση του εισοδήματος των νέων αναπαραγωγικής ηλικίας ως και των γενικότερων συνθηκών διαβίωσης τους (ειδικότερα στέγαση)».
Κατά δήλωση του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, «το επίδομα γέννησης είναι μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για το δημογραφικό. Ενός σχεδίου που συμπληρώνεται από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, από καλύτερη ισορροπία οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, από μεταρρυθμίσεις που φέρνουν επενδύσεις και δουλειές οι οποίες δίνουν καλύτερη προοπτική και τελικά ελπίδα για καλύτερη ζωή».
Το επίδομα αυτό που μπορεί να λειτουργήσει ως κίνητρο για τους μελλοντικούς γονείς θα καταβάλλεται σε δύο ισόποσες δόσεις των χιλίων ευρώ εκάστη. Ως προϋποθέσεις χορήγησής του προβλέπονται εισόδημα έως 40.000 ευρώ, η υποβολή φορολογικής δήλωσης και για πολίτες τρίτων κρατών η δωδεκαετής διαμονή στη χώρα. Επιπλέον, εισάγεται –και ορθώς- ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των επιδομάτων παιδιού και στέγασης η επαρκής και τεκμηριωμένη φοίτηση του εξαρτώμενου τέκνου κατά την υποχρεωτική εκπαίδευση, αρχής γενομένης από το σχολικό έτος 2020-2021.
Η Κυβέρνηση, πιστή στο προεκλογικό της πρόγραμμα, κάνει πράξη αυτά για τα οποία δεσμεύτηκε. Θέτει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το δημογραφικό και λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα στήριξης των γυναικών και των οικογενειών, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι το δημογραφικό «απειλεί» τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, πλήττει βάναυσα το κοινωνικό κράτος, αυξάνει το κόστος της υγείας και εντέλει υπονομεύει την ίδια την ανάπτυξη και τη χώρα.
Γιώργος Αμανατίδης