Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων μειώθηκε από 693.000 το 2009 σε 566.00 το 2016. Πρόκειται για μία σημαντική μείωση της τάξης του 18,5%, η οποία επιτεύχθηκε μέσω συνταξιοδοτήσεων. Η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε μία προσπάθεια για στοχευμένη μείωση των δημοσίων υπαλλήλων κατά 8.000-9.000, τελικά όμως πλήρωσε έναν εξαιρετικά υψηλό πολιτικό λογαριασμό, ενώ οι απολυθέντες δικαιώθηκαν δικαστικά σχεδόν στο σύνολό τους και επέστρεψαν στις θέσεις τους, εξασφαλίζοντας σημαντικές αποζημιώσεις.
Από τη στιγμή που ο περιορισμός του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων γίνεται αποκλειστικά μέσω συνταξιοδοτήσεων περιορίζεται δραστικά το δημοσιονομικό όφελος από τη μείωση του συνολικού αριθμού, ενώ γίνεται πιο δύσκολη η αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, η οποία θα μπορούσε να προωθηθεί μέσω καλά προγραμματισμένων απολύσεων υπεράριθμων υπαλλήλων και προσλήψεων καλά εκπαιδευμένων υπαλλήλων με ειδικές γνώσεις για να καλυφθούν σημαντικά κενά.
Αλλαγή προτεραιοτήτων
Τη διετία 2010 και 2011 έφυγαν από το Δημόσιο για να συνταξιοδοτηθούν 46.000 υπάλληλοι. Το 2012 έφυγαν άλλες 30.000, το 2013 ο αριθμός των συνταξιοδοτηθέντων δημοσίων υπαλλήλων ξεπέρασε τις 32.000 και το 2014 υποχώρησε στις 28.500.
Το 2015 όμως είχαμε μία εντυπωσιακή πτώση των συνταξιοδοτηθέντων υπαλλήλων του Δημοσίου στις 16.000, ενώ το 2016 συνεχίστηκε αυτή η πτώση με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων που συνταξιοδοτήθηκαν να πέσει για πρώτη φορά κάτω από τις 10.000.
Πρόκειται για μία εντυπωσιακή εξέλιξη, που θεωρώ ότι οφείλεται στην αλλαγή του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων. Τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, οι κυβερνήσεις αυστηροποίησαν το συνταξιοδοτικό καθεστώς, προσπάθησαν όμως να περιορίσουν το πολιτικό κόστος των επιλογών τους προσφέροντας στους ενδιαφερόμενους μεταβατικές περιόδους και διάφορα ασφαλιστικά «παραθυράκια». Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξει μαζική συνταξιοδότηση δημοσίων υπαλλήλων που έριξε το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών σε πολλούς κλάδους του Δημοσίου.
Με το πέρασμα του χρόνου οριστικοποιήθηκε η αυστηροποίηση του συνταξιοδοτικού καθεστώτος, ενώ δημιουργήθηκε κλίμα αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά την προοπτική των συνταξιούχων, με την έννοια ότι έχουν προγραμματιστεί νέες μεγάλες μειώσεις στο συνολικό κόστος διαχείρισης του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος. Πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι είναι καλύτερο να συνεχίσουν την προσπάθεια παρά να βγουν στην σύνταξη με ολοένα πιο περιορισμένο εισόδημα. Επιπλέον, η μαζική έξοδος στη σύνταξη τα χρόνια που προηγήθηκαν, σε συνδυασμό με τις αλλαγές των κανόνων που ισχύουν, φαίνεται ότι περιόρισαν τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων που συγκεντρώνουν τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότησή τους.
Παράπλευρη απώλεια
Η σημαντικότερη παράπλευρη απώλεια της μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων που βγαίνουν στη σύνταξη είναι ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης με την πρόσληψη νέων και ικανών υπαλλήλων που είναι σε θέση να καλύψουν ειδικά καθήκοντα, όπως είναι η αποτελεσματική είσπραξη των φόρων και η πάταξη της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και του λαθρεμπορίου.
Με βάση τους μνημονιακούς κανόνες η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα για μία πρόσληψη δημοσίου υπαλλήλου για κάθε πέντε συνταξιοδοτήσεις. Ο κανόνας αυτός χαλάρωσε κάπως για το 2017 οπότε προβλέπεται μία πρόσληψη για κάθε τέσσερις συνταξιοδοτήσεις, ενώ προβλέπεται ότι το 2018 θα ισχύσει ο κανόνας ένα προς τρία. Τις χρονιές κατά τις οποίες είχαμε περίπου 30.000 συνταξιοδοτήσεις δημοσίων υπαλλήλων δημιουργείτο η δυνατότητα για 6.000 προσλήψεις, στη βάση του κανόνα ένα προς πέντε. Αν όμως το 2017 παραμείνουν οι συνταξιοδοτήσεις δημοσίων υπαλλήλων στο επίπεδο των 10.000, όπως το 2016, τότε με βάση τον κανόνα ένα προς τέσσερα θα υπάρξει η δυνατότητα πρόσληψης μόνο 2.500 νέων υπαλλήλων. Θεωρητικά λοιπόν πηγαίνουμε σε χαλάρωση του μνημονιακού καθεστώτος, έτσι όμως όπως εξελίσσονται τα πράγματα περιορίζονται οι δυνατότητες για την πρόσληψη νέων δημοσίων υπαλλήλων και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να διευκολυνθεί στον πολιτικό της σχεδιασμό παρακάμπτοντας, στο μέτρο του δυνατού, τους μνημονιακούς περιορισμούς για τις προσλήψεις νέων δημοσίων υπαλλήλων. Αξιοποιεί προσλήψεις με βάση αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις ή και εκκρεμείς υποθέσεις προσλήψεων προηγούμενων ετών για να αποφύγει μία πολιτικά επώδυνη νέα μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων.
Η εξέλιξη του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων που συνταξιοδοτούνται στη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου εξηγεί, ως ένα βαθμό, γιατί τελικά έχουμε απομείνει η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που εξακολουθεί να δεσμεύεται από πρόγραμμα-μνημόνιο. Όλες οι αποφάσεις παίρνονται στη βάση μιας στρεβλής αντίληψης διαχείρισης του πολιτικού κόστους. Ενώ έπρεπε να υπάρξει μία εθνική συνεννόηση για περιορισμένες και στοχευμένες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων τελικά πέρασε όλο το βάρος της διαχείρισης της χρεοκοπίας του ελληνικού Δημοσίου στον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα με τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα. Ενώ αυστηροποιήθηκε σε πρώτη φάση το καθεστώς συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων, διατηρήθηκαν μεταβατικές περίοδοι και «παραθυράκια» για να βγουν όσοι το επιθυμούσαν στη σύνταξη. Το μνημόνιο κινείται και αυτό σε λάθος κατεύθυνση γιατί υποβαθμίζει τη σημασία της πρόσληψης νέων, καλά εκπαιδευμένων και ικανών δημοσίων υπαλλήλων προκειμένου να διευκολυνθούμε στην επίτευξη των στόχων με όσο το δυνατόν πιο δημιουργικό τρόπο. Τέλος, η κυβέρνηση Τσίπρα παρακάμπτει τους αυστηρούς μνημονιακούς περιορισμούς τακτοποιώντας τις εκκρεμότητες σε ό,τι αφορά προσλήψεις νέων δημοσίων υπαλλήλων, που δημιουργήθηκαν επί προηγούμενων κυβερνήσεων.
Γιώργος Κύρτσος
Ευρωβουλευτής ΝΔ