Το E-PTOLEMEOS.GR παρουσιάζει μια νέα σειρά ηχητικών ντοκιμαντέρ, και σας προσκαλεί να τα εξερευνήσετε. Έρευνες και συνεντεύξεις με πρόσωπα της διπλανής πόρτας που έχουν κάτι διαφορετικό να μας πουν. Αναζητήστε τα podcasts του E-PTOLEMEOS.GR κάθε πρωί του Σαββάτου.
Χορηγός της σειράς είναι η Wattcrop, εταιρεία του Macquarie Green Investment Group. Η Wattcrop προσηλωμένη στις αρχές της αειφορίας, στοχεύει στην βιώσιμη ανάπτυξη για όλους, και επενδύει σε έργα πράσινης ενέργειας.
Ένας εκ των “φυλάκων” του Νυμφαίου, ο Γιάννης Ιατρίδης, φιλοξενείται στο σημερινό 16ο επεισόδιο podcast του e-ptolemeos.gr. Ο ιδιοκτήτης του ξενώνα ΑΡΓΥΡΩ και LA MOARA, μιλάει για την αγάπη του για τον σημαντικότερο τουριστικό προορισμό της περιοχής, που αποτελεί πόλο έλξης εκλεκτών και εκλεκτικών επισκεπτών.
Περιγράφει την απόφασή του να εγκαταλείψει μια καριέρα τεχνοκράτη, στελέχους επιχειρήσεων σε αντιπροσωπείες αυτοκινήτων στον τόπο του τη Θεσσαλονίκη, και να ζήσει στο Νυμφαίο, αλλά και την απόφασή του να ανοίξει έπειτα τους ξενώνες. Αναφέρεται στις τουριστικές προοπτικές της περιοχής, εξηγώντας γιατί λάτρεψε το χωριό και αποφάσισε να στήσει τη ζωή του εκεί, και εξιστορώντας τις όμορφες αναμνήσεις του. Σήμερα είναι ένας από του ανθρώπους – όχι φυσικά ο μόνος – που με αγάπη προσπαθούν να διατηρήσουν την παραδοσιακότητα του οικισμού και να προσφέρουν αυθεντική φιλοξενία. Αυτοί οι άνθρωποι άλλωστε, είναι οι υπεύθυνοι για το ότι το Νυμφαίο μένει ζωντανό, και για το ότι, προς το παρόν, οι λάμπες “καίνε”.
Ο Γιάννης Ιατρίδης δεν έχει άμεση σχέση, δεν έχει καταγωγή από την περιοχή, αλλά ήρθε στον τόπο που αγάπησε. Η σχέση του με το χωριό ξεκίνησε το 1975 -1976, ενώ όπως περιγράφει: «Είχα συμμαθητή τον σημερινό παπά του χωριού τον παπα-Γιάννη το Ζέζιο, που μας κάλεσε να μας φιλοξενήσει στο χωριό του. Από τότε έγινε η συνήθεια και περιπέτεια της παρέας, όταν ήμασταν 15-16 ετών. Η παρέα μεγάλωσε, κάποιοι αγόρασαν σπίτια στο Νυμφαίο. Το 1987 όταν αρραβωνιάστηκα με τη γυναίκα μου, κάναμε τους αρραβώνες ανήμερα Χριστουγέννων με χιονοθύελλα στο Νυμφαίο, σε ένα μαγαζί καφενείο – κουρείο – παντοπωλείο, κουρείο. Και η γυναίκα μου αγάπησε πολύ το Νυμφαίο (σ.σ. μάλιστα πήρε το όνομά της και ο ξενώνας). Της πρότεινα να φύγουμε έγκαιρα από τον κλάδο των αυτοκινήτων και τη Θεσσαλονίκη, ώστε να περάσουμε τα τελευταία χρόνια της επαγγελματικής μας ζωής, ποιοτικά. Άφησα πίσω μου καριέρα σε μεγάλες θέσεις σε εταιρείες αυτοκινήτων. Από όλα τα μεγαλοστελέχη, πολύ λίγα έφταναν στα 65 σε υψηλές θέσεις και κασέ – περίπου το 5% – και όλοι οι υπόλοιποι πάθαιναν καρδιά ή διέλυαν οικογένειες λόγω της τεράστιας εργασιακής πίεσης. Η τύχη μας ήταν προδιαγεγραμμένη. Εμένα αυτό με τρόμαζε. Να φτάσω και να μην έχω τίποτα να αφήσω στα παιδιά μου. Σκέφτηκα τα θέλω μου σοβαρά και ιδανικά θα ήθελα στα 55 να φύγω από τη δουλειά».
Η απόδραση του Σαββατοκύριακου που έγινε μόνιμη κατοικία
Θέλησε να φτιάξει το εξοχικό στο Νυμφαίο και ανέβαινε από τη Θεσσαλονίκη τα Σαββατοκύριακα. Έκανε ένα σπίτι το οποίο μετέτρεψε σε ξενώνα και πέτυχε. Όπως περιγράφει: «Είπαμε να μετατρέψουμε το μικρό σπιτάκι μας σε ξενώνα και θα βιοποριστούμε από αυτό. Όλα ακούγονταν εύκολα, αλλά το 2009 αναγκάστηκα να φύγω νωρίτερα από τη δουλειά λόγω της κρίσης. Ανοίξαμε έναν ξενώνα το 2011 και έπρεπε να βιοποριστούμε, τα πρώτα χρόνια ήταν φοβερά δύσκολα, δίναμε αγώνα με την επιβίωση. Και το Νυμφαίο ήταν σε φοβερή κρίση».
Τι είδε στην περιοχή και πίστεψε στην προοπτική του χωριού και ρίσκαρε; Ο ίδιος απαντά ότι η ποιότητα ζωής στο Νυμφαίο δεν συγκρίνεται με τίποτα: « Ότι λεφτά πήρα φεύγοντας από τη δουλειά, αλλά και από το σπίτι που πούλησα στη Θεσσαλονίκη, τα έριξα στον ξενώνα. Το Νυμφαίο είναι από τα σπάνια μέρη στην Ελλάδα. Είναι μετρημένα τα χωριά που είναι σαν το Νυμφαίο, με πέτρινα σπίτια. Η μαγεία της εικόνας, με τις παραδοσιακές σκεπές, βλέπεις ότι ξαφνικά είσαι σε έναν άλλο κόσμο. Είναι αγχολυτικό το χωριό. Επιζητούσα την ευτυχία και άδειαζα το άγχος μου και επιζήτησα αυτό το συναίσθημα να το κάνω μόνιμο, να αφουγκράζομαι τη φύση και να έχω ποιότητα. Συμπληρώνω 13 χρόνια στο χωριό και βλέπω τα σύννεφα, την ομίχλη τα χιόνια και λέω ότι είμαι στο σωστό μέρος. Αυτή είναι η απόλαυση της ζωής».
Τι δεν μπορεί να δει ένας μόνιμος κάτοικος της Δυτικής Μακεδονίας που …βλέπει ένας «ξένος» και πόσο εύκολο είναι να επενδύσει κανείς στο Νυμφαίο; Ο κ. Ιατρίδης απαντάει ότι πρέπει να μπαίνει ως γνώμονας η ποιότητα ζωής: «Οι μόνιμοι κάτοικοι, γέννημα θρέμμα της Δυτικής Μακεδονίας, θεωρούν δεδομένα κάποια πράγματα. Για να έρθει κάποιος στο χωριό, πρέπει να έρθει γιατί θέλει ποιότητα ζωής. Αν και, δεν είναι βιώσιμες οι επιχειρήσεις εδώ. Οι ξενώνες δεν βγάζουν λεφτά που υπολογίζεις. Δουλεύουμε καλά και μας εξασφαλίζει απλά μια ποιοτική ζωή, χωρίς να αποταμιεύουμε».
Ο ξενώνας ΑΡΓΥΡΩ με 8 δωμάτια ήταν η αρχή, καθώς πλέον μετά και τη μίσθωση του δεύτερου ξενώνα (LA MOARA) τα τελευταία χρόνια και με τα σπίτια που νοικιάζει, ο Γιάννης Ιατρίδης διαθέτει σήμερα 70 εκ των 300 κλινών του Νυμφαίου. Και δηλώνει κατά του μαζικού τουρισμού, λέγοντας ότι αυτό δεν συνάδει με τη χαρακτήρα του χωριού, τονίζοντας, πάντως, ότι ένας καλός επαγγελματίας είναι πάντα καλοδεχούμενος και βοηθάει στην ανάπτυξη του τόπου, φέρνοντας το παράδειγμα αλλαγής χρήσης έκτασης προκειμένου να γίνει επένδυση, με τον κ. Ιατρίδη να λέει πως είναι υπέρ της επένδυσης αλλά όχι στα όρια του οικισμού.
Η μεγάλη ακμή
Η εξέλιξη του χωριού στα χρόνια είναι τεράστια. Υπήρχε ένας κοινωνικός ιστός όπου κάποιοι καλλιεργούσαν τη γη, έβγαιναν σε δύο – τρία καφενεία και διατηρούσαν τη ντοπιολαλιά. Αυτό αρχίζει να αλλάζει μετά το ’90, σε μια χρυσή εποχή που τραβούσε πολύ κόσμο και το Νυμφαίο και ήταν δυνατό brand name στην Αθήνα. «Αυτό που τράβηξε ήταν το La moara» του Γ. Μπουτάρη, ακολούθησε ο Μέρτζος και ο Ν. Σωσίδης. Το χωριό άρχισε να διαδίδεται σε αστούς κύκλους.
Οι εύποροι Αθηναίοι συνυπήρχαν στο χωριό με τους κατοίκους, με τον ξενώνα εκείνη την εποχή να είχε πολύ ακριβή χρέωση στα δωμάτια. Με την κρίση οι 15 ξενώνες του χωριού έπεσαν στους 9 και σήμερα είναι 11 ξενώνες. Με την κρίση οι γέροντες του χωριού το εγκατέλειψαν λόγω του δυσβάστακτου κόστους θέρμανσης και ζωής. Τότε, από τη μια έκλεισαν ξενώνες, έφυγαν οι γέροντες που είχαν απομείνει, και έκλεισε το κεντρικό ξενοδοχείο – εστιατόριο του χωριού.
Το χωριό ερήμωσε. Σήμερα κοιμούνται στο χωριό 25-30 κάτοικοι, η πλειοψηφία τους ντόπιοι. «Η κύρια πηγή επισκεπτών είναι ο ΑΡΚΤΟΥΡΟΣ και τρομάζω στην ιδέα του τι θα γίνει αν κλείσει. Κινδυνεύουμε να γίνει μη αναστρέψιμη η κατάσταση παρά το ότι το χωριό έχει φοβερό brand name. Και εδώ υπάρχει μια τεράστια αντίφαση. Γιατί παρά τη φήμη του χωριού, για παράδειγμα σήμερα, Πέμπτη, όσοι βγουν βόλτα στο κέντρο δεν θα βρουν τίποτα. Πρέπει να βρούμε τρόπο ένα εστιατόριο τουλάχιστον να είναι ανοιχτό. Δεν μπορεί να έρθει ένας επισκέπτης και να μην βρει να φάει», λέει με παράπονο, περιγράφοντας μια πραγματικότητα αντιφατική.
Οι όμορφες στιγμές, τα ένδοξα χρόνια και οι σπουδαίοι Νυμφαιώτες
Ο Γιάννης Ιατρίδης περιγράφει μαγικές στιγμές μιας παλαιότερης εποχής, όταν ήταν νέος και ερχόταν στο Νυμφαίο, παρέες με σακίδια στην πλάτη. Αλλά και στον αρραβώνα του όπου ξύπνησαν με 2 μέτρα χιόνι και έκαναν γλέντι 17 ατόμων σε ένα μαγαζί με μια ανοιχτή σόμπα, περνώντας αξέχαστα.
Το παλιό όνομα του χωριού ήταν Νέβεσκα και η ιστορία του τόπου είναι μεγάλη. Όπως λέει ο κ. Ιατρίδης: «Το χωριό ήταν φυλή μες τη φυλή. Είχε αστούς Βλάχους. Εδώ εγκαταστάθηκε μια συντεχνία αργυροχρυσοχόων από τη Μοσχόπολη και έκαναν κοσμήματα στα Βαλκάνια. Ανακάλυψαν τον καπνό και γρήγορα 3-4 οικογένειες έκαναν μεγάλες περιουσίες ως καπνέμποροι, ενώ άλλες οικογένειες έκαναν μεγάλες περιουσίες στην Αίγυπτο», περιγράφει χαρακτηριστικά, για το Νυμφαίο που είχε φτάσει να έχει μέχρι και 3.500 κατοίκους, με πολύ πλούσιες οικογένειες. Η εξέλιξη ήταν ιλιγγιώδης, με το Νυμφαίο όπως είναι γνωστό, να έχεο φτάσει να έχει τέκνα του τραπεζίτες, εφοπλιστές, τεχνοκράτες, επιχειρηματίες, αλλά και Δήμαρχο Θεσσαλονίκης. Ανθρώπους και οικογένειες που άκμασαν, διακριτές στο εθνικό και διεθνές στερέωμα.
Όλοι αυτοί βοηθούν πολύ το χωριό, ενώ πολλοί έγιναν ευεργέτες, αφήνοντας το στίγμα τους (λ.χ. η Νίκειος Σχολή, που έγινε δωρεά του Ζαν Νίκου). Όλοι αυτοί δώρισαν και έκαναν πλούσια την κοινότητα (δωρίζοντας, άλογα, εκχιονιστικά, κτίρια κ.α.). «Με τον Καλλικράτη έγινε, όμως, πλιάτσικο και σήμερα ενώ το χωριό έχει μεγάλα έσοδα, από το δάσος και ενοικιάσεις καταστημάτων, αλλά δεν υπάρχουν ανταποδοτικά οφέλη», τονίζει επίσης.
Το χωριό έχει 200.000 επισκέπτες ετησίως, που διαχέονται στην τοπική οικονομία, λέει επίσης, φέρνοντας παραδείγματα επιχειρήσεων και δραστηριοτήτων που υποστηρίζουν και υποστηρίζονται από το χωριό (ΘΩΜΑΣ, ΚΟΝΤΟΣΩΡΟΣ, Ναουμίδης, Κτήμα ΑΛΦΑ). Σημειώνει επίσης, την πολύ καλή συνεργασία που έχουν όλοι οι παραπάνω καλοί επαγγελματίες που έχουν σκοπό την ανάπτυξη της περιοχής.
Το star system
Ερωτηθείς τι πιστεύουν οι ντόπιοι, αλλά και το τι πιστεύει το star system των Αθηνών για το χωριό, ο κ. Ιατρίδης μιλά για την κακή αντιμετώπιση που έχει το χωριό από τις κατά καιρούς δημοτικές αρχές τα τελευταία χρόνια. «Το χωριό στηρίζει την οικονομία της περιοχής. Είναι συμφέρον να έρχεται κόσμος στο χωριό. Είμαστε λιγότεροι εκ του 1% των ψηφοφόρων του Δήμου αλλά δεν γίνονται έργα», λέει με απογοήτευση, τονίζοντας ότι πρέπει να γίνονται έργα στο χωριό.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί ντόπιοι που δεν έχουν έρθει στο χωριό, λέει με απορία. «Πως ένας Πτολεμαϊδιώτης ή Αμυνταιώτης, δεν έχει έρθει για ένα καφέ 20 χρόνια τώρα σε ένα εκ των κορυφαίων 20 χωριών της Ευρώπης;», λέει χαρακτηριστικά, απορρώντας πως έχουν φτάσει στο χωριό κορυφαίοι πολιτειακοί και πολιτικοί παράγοντες της χώρας, επώνυμοι, εφοπλιστές, επιχειρηματίες και αντ’ αυτού, οι ντόπιοι δεν το αντιλαμβάνονται.
Τι βλέπουν όμως στο Νυμφαίο οι Αθηναίοι; «Βλέπουν αυθεντικότητα αρχιτεκτονικής και τοπίου», απαντάει ο κ. Ιατρίδης, φέρνοντας παραδείγματα ζωγραφισμένων και περίτεχνων αρχοντικών στο χωριό, που σπανίζουν σήμερα.
Κείμενο: Βάσω Σάφη
Ακούστε όλα τα podcasts του E-PTOLEMEOS.GR στην πλατφόρμα του Spotify, ΕΔΩ
Δείτε όλες τις αναρτήσεις-θέματα με τα ενσωματωμένα podcasts στο E-PTOLEMEOS.GR, ΕΔΩ