«Πέρασαν τα χρόνια και κατέληξα να αποδεχτώ την ταυτότητά μου: δεν είμαι τίποτα παραπάνω παρά ένας ζητιάνος του καλού ποδοσφαίρου»
Εδουάρδο Γκαλεάνο
Ένας διαρκής «πόλεμος» μαίνεται τους τελευταίους μήνες στο χώρο του ελληνικού ποδοσφαίρου, τον οποίο, κάλλιστα, μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας, ρίχνοντας μια ματιά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τις τηλεοπτικές ειδήσεις.
Όπως σε κάθε πόλεμο, τα στρατόπεδα χωρίστηκαν, οι στρατοί μοιράστηκαν και έκτοτε, οι «βόμβες» εξαπολύονται εκατέρωθεν. Στη μέση το δύσμοιρο ελληνικό ποδόσφαιρο, με το πρωτάθλημα της «Σούπερλιγκ» να κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης, δεκάδες ομάδες να ελέγχονται για στήσιμο αγώνων, παράγοντες για παράνομο στοιχηματισμό και με τη βία να πρωταγωνιστεί σε ένα αλισβερίσι διαπλοκής και εκμετάλλευσης.
Η «κόντρα» Μαρινάκη- Μελισσανίδη -και των συνοδοιπόρων τους- ξεφεύγει από τα όρια των οικονομικών συμφερόντων. Πρόκειται για «πόλεμο» με σαφείς προεκτάσεις στην πολιτική, τον πολιτισμό και κατ’ επέκταση την κοινωνία.
«Το μπαλέτο των μαζών»
Το «φαινόμενο» ποδόσφαιρο κατάφερε να συγκινήσει τα πλήθη και να καθιερωθεί ως το δημοφιλέστερο άθλημα παγκοσμίως, για το λόγο ακριβώς ότι είναι όμοιο με τις κοινωνίες μας και την οργάνωσή τους. Συνδυάζοντας πολλές φορές την απελευθερωτική δυναμική του, με το απρόβλεπτο και τη δραματικότητα, κατάφερε, μέσα από την άρρηκτη σχέση του προσωπικού ταλέντου με τη συλλογικότητα, να αντικατοπτρίσει την πραγματικότητα με έναν συναρπαστικό τρόπο και ξεχωριστό από ότι το θέατρο ή το σινεμά. Η γενναιότητα, η αυτοθυσία, η ένταση των συναισθημάτων και ο έντιμος αγώνας, χαρακτηρίζουν «το μπαλέτο των μαζών», όπως χαρακτηριστικά αποκάλεσε το άθλημα ο μεγάλος συνθέτης Ντ. Σοστακόβιτς.
«Βιομηχανία κέρδους»
Η μπάλα άρχισε να κατακτά περίοπτη θέση στις δυτικές κοινωνίες, κυρίως χάρη στα ΜΜΕ, τα οποία του έδωσαν όλο και μεγαλύτερη σημασία στο πέρασμα των χρόνων. Τεράστιες μάζες ανθρώπων, εκτός από το πιστό κοινό των παθιασμένων οπαδών, προσελκύονται, με όρους απόδρασης από την γκρίζα καθημερινότητα, στα γήπεδα και στις τηλεοπτικές οθόνες. Οι ίδιες αυτές μάζες να γίνονται μέρος του θεάματος (ατμόσφαιρα στα γήπεδα, μετακινήσεις, πανό με σύμβολα Συνδέσμων, εκδρομές κ.λπ) και όχι, απλά, αόρατοι θεατές.
Πέρα από πηγή λαϊκών συγκινήσεων, το ποδόσφαιρο αποτελεί κοιτίδα χρήματος, ενώ παράλληλα δημιουργεί φήμη, ισχύ και εξουσία. Με το πέρασμα του χρόνου αύξησε τη δημοτικότητά του και μετατράπηκε σε αδυσώπητη συναλλαγή και επικών διαστάσεων βιομηχανία κέρδους. Τροποποιήθηκε σε εκχρηματισμό της απόλαυσης της μάζας και σε έναν από τους βασικούς θεσμούς εμπορευματοποίησης του ελεύθερου χρόνου των ανθρώπων.
Στο βαθμό που το άθλημα έχει βιομηχανοποιηθεί, έγραφε ο Ε. Γκαλεάνο στα «χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου», έχει χαθεί σιγά -σιγά η ομορφιά που γεννιέται από τη χαρά που νιώθει κανείς μονάχα γιατί παίζει. Σε αυτόν τον κόσμο το επαγγελματικό ποδόσφαιρο καταδικάζει οτιδήποτε είναι άχρηστο, και είναι άχρηστο οτιδήποτε δεν αποφέρει κέρδη. Οι τεχνοκράτες του επαγγελματικού αθλητισμού επέβαλαν ένα ποδόσφαιρο καθαρής ταχύτητας και πολλής δύναμης, που απεμπολεί την απόλαυση, ατροφεί την φαντασία και απαγορεύει το θράσος.
Ο αθλητικός μας «πολιτισμός»
Μερικά μόνο ονόματα που κυριαρχούν στο ελληνικό ποδόσφαιρο, είναι χαρακτηριστικά για τα πολιτιστικά ιδανικά που τους χαρακτηρίζουν και τι πρεσβεύουν σε διαφορετικούς τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου. Μαρινάκης, Μελισσανίδης, Αλαφούζος, Σαββίδης, Σπανός και άλλοι, αντιπροσωπεύουν αξίες που κινούνται στη σφαίρα της πιο άγριας καταδίωξης του κέρδους, αλλά και της ισχύος σε δραστηριότητες ευθέως παράνομες- σύμφωνα με τις εκατέρωθεν καταγγελίες Μαρινάκη και Μελισσανίδη- της αρμοδιότητας του Ποινικού Κώδικα. Βεβαίως, όλων αυτών το χρήμα, έχει ανάγκη να ευπρεπιστεί. Να φανεί ότι επιτελεί «κοινωνικό έργο» στις υπηρεσίες του θεάματος. Εξ ου οι «μεταγραφάρες», οι δηλώσεις οπαδικού περιεχομένου, οι θερμόαιμες ανακοινώσεις, η υπέρμετρη αγάπη για τη φανέλα, η διάθεση να μας πείσουν ότι ο πρόεδρος είναι απλά ένας από τους χιλιάδες φιλάθλους με ανιδιοτελή κίνητρα για το ιδεώδες της ομάδας.
Αν, σε όλα αυτά, προσθέσει κανείς, τον φετιχισμό της βίας, τις ανθρώπινες «ασπίδες» προστασίας των παραγόντων και των ΠΑΕ, τη δίψα για νίκη με κάθε κόστος, τις δολοφονικές επιθέσεις, τον τζόγο και το ξέπλυμα χρήματος. Όπως επίσης τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη τάσεων όπως του ρατσισμού, της ατομικότητας, της «φαλλοκρατίας», της ομοφοβίας και του εθνικισμού, έχει στα χέρια του ένα εκρηκτικό «κοκτέιλ» σύνθεσης των δομικών χαρακτηριστικών του αθλητικού μας πολιτισμού.
Πολιτιστική αντίσταση
Σε έναν κόσμο που οτιδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε προϊόν προς πώληση, το ποδόσφαιρο μοιάζει καταδικασμένο να παραμείνει υποταγμένο στις ορέξεις και στο πάθος για εξουσία, φήμη και χρήμα, ισχυρών πολυεθνικών και διαφόρων παραγόντων, υπό την ακλόνητη υποστήριξη της πολιτικής εξουσίας.
Σύντομα η Αριστερά θα κληθεί να αντιμετωπίσει κατάματα τη νοσηρή αυτή πραγματικότητα. Μια πρόγευση με τις υποθέσεις των γηπέδων του ΠΑΟ και της ΑΕΚ, τις δημοτικές εκλογές στον Πειραιά και τους «στρατούς» οπαδών, ήταν αρκετή για να καταλάβει κανείς τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση μετωπικής σύγκρουσης με τα παραπάνω συμφέροντα.
Το έχουμε ξαναπεί, ο αθλητισμός παραμένει πολύ σπουδαία υπόθεση για τους ανθρώπους, ώστε να τον αφήνουμε στην αρμοδιότητα εκείνων που βλέπουν σε αυτόν μόνο χρήμα και κέρδος. Εκείνων που στήνουν καθημερινά σκηνικά βίας, που πουλούν ιδέες με πασαλειμμένα ιδανικά και παλεύουν να οικοδομήσουν ένα κάποιο «εμείς» σε σάπια θεμέλια.
Όπως στο χώρο του πολιτισμού υπάρχουν όχι μόνο εκφυλιστικά φαινόμενα, αλλά και αυθεντικά δημιουργήματα, έτσι και στον αθλητισμό μπορεί να υπάρξει ένα όραμα νέου λαϊκού πολιτισμού ως αντίσταση στον υπάρχοντα. Εξάλλου και ο πολιτισμός είναι σχέση σύγκρουσης, που δομείται ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων.
Να προσαρμοστούμε στην υπάρχουσα κατάσταση είναι η μία απάντηση, να το παλέψουμε το θέμα είναι η άλλη. Το ένα δεν το θέλουμε, το άλλο είναι ζήτημα ανοιχτό.
*Ο Κωνσταντίνος Ζαγάρας είναι επιστημονικός συνεργάτης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και υποψήφιος διδάκτωρ Κοινωνιολογίας.
(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή», 25/11/2014)