Επτά ημέρες μετά την βυζαντινή και εκκλησιαστική πρωτοχρονιά της 1ης Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία εορτάζει το Γενέσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Σε επίπεδο εορτολογίου, πλην των Χριστουγέννων, δύο σχετικά γεγονότα, εντοπίζονται: η Γέννηση της Θεοτόκου στις 8 Σεπτεμβρίου και η Γέννηση του Προδρόμου στις 24 Ιουνίου, προάγγελοι αμφότεροι της εκπλήρωσης της επαγγελίας του μυστηρίου της Γεννήσεως του Χριστού. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, μπορεί κανείς να εντοπίσει Γενέσια και άλλων Αγίων ως θέματα, όπως του Αγίου Νικολάου (π.χ. σε τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου Ορφανού Θεσσαλονίκης, ~1310-1320 μ.Χ.), αλλά όχι εντεταγμένα στο λειτουργικό εορτολόγιο της Εκκλησίας.
Αν, όμως, για την περίπτωση του Γενεσίου του Προδρόμου, υπάρχουν οι αντίστοιχες βιβλικές μαρτυρίες (Κατά Λουκά 1:8-25 και 57-66), στην περίπτωση της Θεοτόκου, έχουμε να κάνουμε με μια μη βιβλική παράδοση, για μέρος της οποίας κάνει λόγο ο Ιουστίνος (άρα ήταν υπαρκτή προ του 165 μ.Χ.). Ως βιβλίο, το αργότερο έχουμε αναφορά προ του 254 μ.Χ., αφού ανιχνεύεται στον Ωριγένη. Σήμερα η απόκρυφη αυτή πηγή, ονομάζεται παγιωμένα «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου». Υπεύθυνοι γι΄αυτό, οι G. Postel και M. Neander, οι οποίοι εκπόνησαν πρώτοι έντυπη έκδοση του έργου. Ο πρώτος μεταφράζοντας στα λατινικά άγνωστο ελληνικό χειρόγραφο κατά το 1552 και ο δεύτερος δημοσιεύοντας το 1564, ελληνικό χειρόγραφο του 11ου αιώνος.
Στο έργο αυτό, είναι άγνωστος ο συγγραφέας. Στην πλειοψηφία των κωδίκων, αναφέρεται ψευδεπίγραφα ο Ιάκωβος ο «Αδελφόθεος». Πιθανόν η προέλευση του να ήταν η Αίγυπτος. Η Εκκλησία αναγνωρίζοντας τον πυρήνα της διδαχής του, το έλαβε ως βάση για την εισαγωγή συγκεκριμένων εορτών και κατ΄ επέκταση πληροφοριών, για την υμνολογία και τις εικαστικές τέχνες. Εντούτοις, δεν εντάχθηκε ποτέ στον βιβλικό Κανόνα, προφανώς, γιατί αν και σεβαστό, δεν εγράφη από τον Ιάκωβο τον «Αδελφόθεο».
Κριτική έκδοση πρώτος εποίησε ο C. Tischendorf, ο οποίος σε διαφορετικά έτη εξέδιδε κατηγορίες «Αποκρύφων». Μια βασική εξ αυτών είναι η «Evangelia Apocrypha» (Lipsiae: Avenarius et Mendelssohn, 1853). Στην έκδοσή του δεν προχώρησε, πάντως, σε διαίρεση των στίχων. Ως προς αυτήν, θα χρησιμοποιήσουμε έκδοση, υπό τον Ι. Δ. Καραβιδόπουλο. Ο ίδιος ο Tischendorf, στηρίχθηκε σε χειρόγραφα, χρονολογούμενα από τον 10ο αιώνα και μετά. Όμως από την δεκαετία του 50΄ και μετά, ήρθαν στο φως μάρτυρες του έργου προγενέστεροι του 10ου αιώνος, με σημαντικότερο εξ αυτών, ένα τμήμα του Παπύρου Bodmer (όντως το παλαιότερα σωζόμενο), χρονολογημένο μεταξύ του 3ου και του 4ου αιώνος.
Το εν λόγω κείμενο γνώρισε μεγάλη διάδοση στην ανατολή, διασωζόμενο σε πλήρη, αποσπασματική ή παραλλαγμένη μορφή και σε πλήθος μεταφράσεων, όπως αραβικών, αφρικανικών και σλαβικών. Στην Δύση το πολέμησε ο Ιερώνυμος, ορμώμενος από το ότι κατ΄ αυτόν η λέξη «αδελφόθεος», στην πραγματικότητα αναφέρονταν σε εξαδέλφους του Κυρίου. Αυτό γιατί το «Πρωτευαγγέλιο», ρητώς, αναφέρεται σε υιούς του Ιωσήφ, από το Γάμο πριν την γνωριμία του, ήδη, χήρου, με την Θεοτόκο. Τον Ιερώνυμο ακολουθεί μέχρι σήμερα πλήθος θεολόγων. Εξάλλου και επισήμως, το «Πρωτευαγγέλιο» καταδικάστηκε το πρώτον από τον Πάπα Δαμασό τον Α΄ (366–384) το δεύτερον από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Α΄ (402–417) και το τρίτον από το Γελασιανό Διάταγμα. Οι καταδίκες αυτές, ερμηνεύουν και την σπανιότητα χρήσεως και ευρέσεως σχετικών χειρογράφων στη Δύση.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, περιγράφεται η ταπείνωση του Ιερέα Ιωακείμ, πατρός της Θεοτόκου. Τον μέμφθηκαν πως δεν επιτρέπονταν, ως άτεκνος, να προσφέρει πρώτος δώρα, σε επίσημη μέρα μεγάλης εορτής (η οποία δεν κατονομάζεται). «Ουκ έξεστιν σοι, πρώτον προσενεγκείν τα δώρα σου, καθότι σπέρμα ουκ εποίησας εν τω Ισραήλ» (1, 2). Ο ονειδισμός αυτός τον οδηγεί στο να πάρει την απόφαση να απομονωθεί χωρίς να ενημερώσει την σύζυγο Άννα και να νηστεύσει 40 ημέρες: «Και ενήστευσεν ημέρας τεσσαράκοντα και νύκτας τεσσαράκοντα λέγων εν εαυτώ: ‘‘Ου καταβήσομαι, ούτε επί βρωτόν, ούτε επί ποτόν, έως ου επισκέψεταί με Κύριος ο Θεός μου’’». (1, 5). Η Άννα με την σειρά της, αναγνωρίζοντας την μοναξιά της, αγνοώντας τον σύζυγό της και όντας άτεκνη, προχωράει σε θρήνο, κάτω από δένδρο δάφνης, στοιχείο όπου μπορεί να σημανθεί ως σημείο χρησμού – ιεράς προαναγγελίας: «Οίμοι, τίνι ομοιώθην εγώ; Ούχ ωμοιώθην τοις ύδασι τούτοις; Ότι και τα ύδατα ταύτα γόνιμα εισί ενώπιόν σου, Κύριε. Οίμοι, τίνι ωμοιώθην εγώ; Ούχ ωμοιώθην εγώ τη γή ταύτη; Ότι και η γή προσφέρει τους καρπούς αυτής κατά καιρόν και σε ευλογεί, Κύριε !» (3, 3). Στην συνέχεια, σε μια περιγραφή η οποία θυμίζει την Ανάσταση του Κυρίου, όπου άλλες φορές αναφέρεται ο ένας Άγγελος και άλλες φορές και οι δύο, επέρχεται ο διπλός Ευαγγελισμός: «Kαι ιδού Άγγελος Κυρίου επέστη λέγων αυτή: ‘‘Άννα, Άννα, επήκουσε Κύριος της δεήσεώς σου και συλλήψει και γεννήσεις. Και λαληθήσεται το σπέρμα σου εν όλη τη οικουμένη !’’» – «Και ιδού ! Ήλθον άγγελοι δύο, λέγοντες αυτή: ‘‘Ιδού ! Ιωακείμ ο ανήρ σου έρχεται μετά των ποιμνίων αυτού !’’. Άγγελος γαρ Κυρίου κατέβη προς αυτόν λέγων: ‘‘Ιωακείμ, Ιωακείμ, επήκουσε Κύριος ο Θεός της δεήσεώς σου. Κατάβηθι εντεύθεν. Ιδού γαρ ! Η γυνή σου Άννα εν γαστρί λήψεται !’’» (4, 1-2).
Έτσι στο Ε΄ κεφάλαιο του «Πρωτευαγγελίου», εκτυλίσσεται η τελική αφήγηση. Ο μεν Ιωακείμ προσέφερε λειτουργικά τα δώρα του δικαιωμένος: «Και προσέφερε τα δώρα αυτού Ιωακείμ και προσείχεν τω πέταλω του ιερέως, ως επέβη επί το θυσιαστήριο Κυρίου και ούκ είδεν αμαρτία εν εαυτώ. Και είπεν Ιωακείμ: ‘‘Νύν οίδα, ότι, Κύριος ιλάσθητί μοί και άφηκεν πάντα τα αμαρτήματα μου !’’. Και κατέβη εκ ναού Κυρίου δεδικαιωμένος και απήλθεν εν τη οικία αυτού.» (5, 1). Η δε Άννα απέκδυσε τον ονειδισμό της, γεννώντας σε προχωρημένη ηλικία την Θεοτόκο. Για το παιδί γνώριζε ότι προορίζεται για κάτι σπουδαίο, αγνοούσε, πάντως το φύλο: «Επληρώθησαν δε οι μήνες αυτής, εν δε τω ενάτω μηνί εγέννησεν Άννα. Και είπε τη μαία: ‘‘Τι εγέννησα;’’. Η δε είπε: ‘‘Θήλυ’’. Και είπεν Άννα: ‘‘Εμεγαλύνθη η ψυχή μου εν τη ημέρα ταύτη’’. Και ανέκλινεν αυτήν. Πληρωθεισών δε τών ημερών, απεσμήξατο Άννα και έδωκε μασθόν τη παιδί και επωνόμασε το όνομα αυτής Μαριάμ» (5, 2).