Η εκ του Πατρός εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, δογματίστηκε στην Β΄ εν Κωνσταντινουπόλει Οικουμενική Σύνοδο του 381, παράλληλα με τους όρους «Άγιον» (δηλ. Απλό θεολογικά και καθαγιάζον με την ύψιστη αρχαιοελληνική έννοια του όρου), «Κύριο (όχι υποτελές, όχι απρόσωπη θεία δύναμη) και «ζωοποιόν». Εκεί για πρώτη φορά, καταγράφθηκε συνοδικά, η βιβλική μαρτυρία της υπό του Πατρός εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος (Κατά Ιωάννη 15:26).
Το ρήμα «ἐκπορεύομαι» στην αρχαιοελληνική, δήλωνε πως κάποιος εξάγεται υπό τινός (π.χ. Ευριπίδης Φοίνισσαι, 1068). Αντίστοιχα ενδιαφέρον παρουσιάζουν βιβλικά χωρία, όπου συναντάται με την σημασία της μαρτυρίας (π.χ. Ψαλμοί, 40:7). Τόσο ο Υιός, όσο και το Πνεύμα, έχουν ένα μόνο και κοινό αίτιο τον Πατέρα (Μέγας Φώτιος, Λόγος περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας, PG 102, 281C). Ο μεν Υιός γεννάται και γι΄αυτό ονομάζεται «Υιός», το δε Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται, έχει δηλαδή διαφορετικό τρόπο ύπαρξης. Αγνοούμε, ωστόσο, για αμφότερους τους τρόπους, περισσότερα στοιχεία (Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 817C-820Α). Η εκ του Πατρός εκπόρευση, δηλώνει, επίσης, την θεία γνώση του Πνεύματος προς ακριβή μαρτυρία (Ιωάννης Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις τον άγιο Ιωάννην, PG 59, 417). Άλλωστε η πομπική διαδικασία, είναι εξίσου πατρική και προς θεία μαρτυρία, επιτελούμενη οικονομικά στο όνομα του Χριστού, πάντα παρά Πατρός (Κατά Ιωάννη 14:26 & 15:26). «Ἐκπορεύω» και «πέμπω», δηλώνουν διαφορετικά πράγματα, συντείνουν, όμως, προς την μαρτυρία της κατά Θεόν αληθείας. Η αρχαία σημασία του «πέμπω», είναι η εκπροσώπηση ή η πρεσβεία και ενίοτε η συνοδεία. Είναι εμφανής μια σχετική δυαδικότητα, όχι αυτόνομα της Τριάδος (Β΄ Κορινθίους 3:17 & Ρωμαίους 8:9).
Αντίθετα στην Δύση, αναπτύχθηκε αρκετά πρώιμα, η αιρετική θεολογία η οποία υποστηρίζει πως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού (filioque). Έχει αποδοθεί στους Ιερώνυμο (347-420) και Αυγουστίνο Ιππώνος (354-430). Για το θέμα υπάρχει, σαφώς, μια βάση. Ωστόσο δεν είναι λίγες οι φωνές οι οποίες θεωρούν ειδικά την θεολογία του Αυγουστίνου παρεξηγημένη. Με την απαγόρευση προσθήκης στο Σύμβολο της Νικαίας (σ.σ. εμμέσως στον Α΄ Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου του 381, αμέσως στο Κανόνα Ζ΄, της Γ΄ Οικουμενικής του 431), το filioque εμφανίστηκε σε άλλα σύμβολα: το 542 στο Ψευδο-Αθανασιανό ή Σύμβολο του Quicumque και το 547 στην εν Τολέδω Σύνοδο. Αντίθετα η προσθήκη στο επίσημο Σύμβολο σε Σύνοδο και πάλι του Τολέδω, το 589, έχει αμφισβητηθεί. Υπάρχει, επίσης, στην Σύνοδο του 688 στην ίδια πόλη. Το θέμα επανέφερε ο Καρλομάγνος (774-814) με τους «Καρολίνειους Τόμους» (μετά το 790) και τις Συνόδους Φρανκφούρτης του 794 ή 796, Cividade του 797, Ακϋισγράνου / Aix de Chapelle (σημ. Aachen) του 809.
Στα τέλη του 866, έγινε προσωρινά, αποδεκτό από την Βουλγαρική Εκκλησία, όμως καταδικάστηκε στις εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδους του 867 και 879-880. Το 1009 ο Πάπας Σέργιος ο Δ΄ (1009-1012) το προσέθεσε άτυπα στο Σύμβολο, ενώ εντάχθηκε, επίσημα, το 1014, επί Βενεδίκτου του Η΄(1012–24), υπό τις πιέσεις του Φράγκου Ερρίκου του Β΄.
Η Ιστορία του παπικού Πρωτείου, ως δικαίωμα του αποστολικού θρόνου της Πέτρου, αποτελεί παλαιότατη παράδοση στην ρωμαϊκή επικράτεια. Πρώτη πρακτική μορφή του, υπήρξε η υποστήριξη της αυθεντίας του Πάπα, επί σημαντικών ζητημάτων που εκάστοτε απασχολούν την Εκκλησία. Υπό την μορφή αυτή, πριν καν τα Διατάγματα της Ανεξιθρησκίας των Μεδιολάνων του 313, η επιβολή αυτής λογικής επιχειρήθηκε ήδη το 192 υπό τον Πάπα Βίκτωρα με αφορμή το ζήτημα του Πάσχα, το 220 από τον Πάπα Κάλλιστο με αφορμή την άφεση βαρέων αμαρτημάτων και το 256 από τον Πάπα Στέφανο με αφορμή το βάπτισμα των Αιρετικών.
Την δευτέρα πρακτική μορφή εκδήλωση της παπικής υπεροχής, απετέλεσε η παπική αξίωση, του να φέρει η Ρωμαϊκή έδρα το δικαίωμα να δικάζει τους επισκόπους των αποστολικών θρόνων της Ανατολής και άρα και των Πατριαρχείων. Μια παλαιότατη τέτοια αναφορά, αποτελεί η απάντηση του Πάπα Ιουλίου του Α΄ στους αρειανίζοντες επισκόπους της Αντιοχειανής Συνόδου του 339 («μη δειν παρά την γνώμην του επισκόπου Ρώμης τας εκκλησίας κανονίζειν», Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 196B)
Εκκλησιολογικά, οι παραδοξολογίες αυτές εκκινούν από το αξίωμα, πως ο Χριστός κυριαρχεί επί του Πνεύματος: ως εικόνα του Πατρός, είναι και αυτός η πηγή της αυθεντίας. Έτσι το Άγιο Πνεύμα ερμηνεύεται ως εξαρτημένο του Χριστού. Ως επέκταση αυτού του αξιώματος, επιτελεί αγιαστική μαρτυρία προς μια Εκκλησία, η οποία λογίζεται ως ιστορικό καθίδρυμα και όχι εσχατολογικό, προς ιεραποστολική διασπορά. Η αντίληψη αυτή, γνωστή ως «χριστομονισμός», είχε ευρεία διάδοση στη Δύση. Φυσικά ήταν και η βάση του δυτικού ιμπεριαλισμού, των σταυροφοριών κ.τ.λ.
Μια πρώτη επεξεργασία αυτής της τάσης, προήλθε από άστοχη απόδοση πατρικών ιδιοτήτων στον Υιό, με βάση χωρία του Υιού ως εικόνας του Πατρός (Κατά Ιωάννη 5:19, 15:26 & 16:15). Αυτό, αρχικά στην περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής, Ισπανίας και Γαλλίας, οδήγησε στο filioque, αγνοώντας πως το πατρικό αίτιο δεν περιχωρείται. Μια δεύτερη επεξεργασία έλαβε χώρα, εδράζοντας στον επίσκοπο ως τύπο Χριστού κατά την Ευχαριστία. Εφαρμόσθηκε ανάρμοστα έξω από την Ευχαριστία, προς διοίκηση. Αυτό στο πρόσωπο του Πάπα Ρώμης συνδυάστηκε, πιθανώς, με προσλήψεις στοιχείων αυτοκρατορικής λατρείας: ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ ήταν ζεύξη ως «pontifex maximus / γεφυροποιός» και αυθεντία ως «divi filius». Σταδιακά, ιδίως ως ενότητα, επείχε υποχρεωτική λατρεία, ανεξάρτητα από την επιμέρους θρησκευτική επιλογή των υπηκόων. Αυτή είναι η βάση του παποκαισαρισμού. Ιστορικά ίσως προέκυψε, όταν ο Κωνσταντίνος ως μονοκράτωρ, μετέφερε την πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργώντας πολιτικό κενό.
Τα παραπάνω, επέφεραν οδυνηρά εκκλησιολογικά αποτελέσματα. Η Εκκλησία θεωρήθηκε καθίδρυμα, το οποίο όφειλε να εξαπλώνεται παγκόσμια. Η αποστολική διαδοχή σημάνθηκε, ως τυπική ιστορική αλληλουχία στο θρόνο του Πέτρου και όχι ως η ζώσα αποστολική παράδοση (Γαλάτας 1:8). Ο επίσκοπος της Ρώμης ως κεφαλή Χριστού, διοίκησε τις τοπικές Εκκλησίες ως έργα του εξαρτημένου Αγίου Πνεύματος. Ως πηγή της αυθεντίας του Παρακλήτου, θυμίζοντας fermentum (λειτουργική παράδοση, όπου μεταφέρονταν απότμημα της Ευχαριστίας από επισκοπική Λειτουργία και το οποίο προστίθονταν στο άγιο δισκοπότηρο της ενοριακής Λειτουργίας για να είναι έγκυρη), δεν νοήθηκε συνοδική ασυμφωνία με την παπική θέση. Ακόμα και μετά το Διάταγμα Ενωτισμού /Οικουμενισμού (Unitatis Redintegratio) της Β΄ Βατικανής Συνόδου (1962-1965), όπου, πλέον, όλες οι χριστιανικές ομολογίες θεωρούνται Εκκλησίες στη βάση του Τριαδικού Βαπτίσματος, δεν υπάρχει πληρότητα, χωρίς κοινωνία με τον διάδοχο του αποστόλου Πέτρου και προκαθήμενο της Ρώμης (P. Heers, Η Εκκλησιολογική αναθεώρηση της Β΄ Βατικανής Συνόδου. 236-244 & 249. Για το οικουμενικό διάταγμα βλ. 143-202).
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr