Το εξάρθρημα του ώμου είναι η μη αρμονική ανατομική, φυσιολογική σχέση μεταξύ της κεφαλής του βραχιονίου οστού και της ωμογλήνης του οστού της ωμοπλάτης. Είναι το συχνότερο εξάρθρημα και αυτό οφείλεται στις ανατομικές ιδιαιτερότητες της άρθρωσης του ώμου.
Ανάλογα με την αιτία του εξαρθρήματος διακρίνεται σε τραυματικό ή μη τραυματικό και ανάλογα τη θέση που παίρνει η κεφαλή του βραχιονίου σε σχέση με την ωμοπλάτη διακρίνεται σε πρόσθιο, οπίσθιο, κάτω ή πάνω. Το τραυματικό εξάρθρημα του ώμου οφείλεται σε κάκωση και αφορά συνήθως νεαρά άτομα και κυρίως αθλητές που συμμετέχουν σε αθλήματα με σωματική επαφή. Είναι συχνότερα πρόσθιο και σε ελάχιστες περιπτώσει οπίσθιο. Το μη τραυματικό αφορά άτομα με χαλαρές αρθρώσεις ή άτομα με ψυχιατρικά προβλήματα που εξαρθρώνουν εκούσια τον ώμο τους.
Το τραυματικό πρόσθιο εξάρθρημα του ώμου προκαλείται από βίαιη απαγωγή, εξωτερική στροφή και έκταση του άνω άκρου. Κατά τη έξοδο της κεφαλής του βραχιονίου από την ωμογλήνη συνήθως προκαλούνται κάποιες κακώσεις στο οστό και στον επιχείλιο χόνδρο που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ώστε να μην υποτροπιάζει το εξάρθρημα μετά από κάποια κάκωση του ώμου.
Η κλινική εικόνα είναι πολύ χαρακτηριστική. Παρατηρείται έντονος πόνος, αποφυγή οποιασδήποτε κίνησης, παραμόρφωση της άρθρωσης. Συνήθως ο ασθενής κρατά το εξαρθρωμένο άκρο με το υγιές. Η διάγνωση τίθεται με τον ακτινολογικό έλεγχο, που μας επιβεβαιώνει και τον τύπο του εξαρθρήματος. Η κλινική εξέταση που γίνεται από τον ορθοπαιδικό οφείλει να εκτιμά πιθανές αγγειακές και νευρολογικές κακώσεις που μπορεί να συνοδεύουν την κάκωση. Έτσι θα πρέπει να εξετάζεται τόσο το μασχαλιαίο νεύρο αλλά και ο σφυγμός της κερκιδικής και ωλένιας αρτηρίας.
Η αντιμετώπιση γίνεται σε δυο χρόνους. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να αποκατασταθεί η φυσιολογική ανατομική θέση δηλαδή να γίνει ανάταξη του εξαρθρήματος κάτι που έχει επείγον χαρακτήρα και έπειτα θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι πιθανές συνοδές βλάβες έχουν διαγνωσθεί και αντιμετωπιστεί. Η ανάταξη του εξαρθρήματος γίνεται συνήθως εύκολα από έναν πεπειραμένο ορθοπαιδικό αν και υπάρχουν περιπτώσεις που η αναισθητοποίηση είναι απαραίτητη. Στη συνέχεια θα πρέπει να γίνει απεικονιστικός έλεγχος με τη βοήθεια του μαγνητικού τομογράφου. Το πιθανό συμπιεστικό κάταγμα της βραχιονίου κεφαλής καθώς και η ρήξη του επιχείλιου χόνδρου της ωμογλήνης θα διαπιστωθούν με αυτόν τον τρόπο.
Η αντιμετώπιση αυτών των συνοδών κακώσεων που προκύπτουν κατά τη στιγμή του εξαρθρήματος είναι επιβεβλημένη αν θέλουμε να μειώσουμε τις πιθανότητες να ακολουθήσει ένα δεύτερο ή ένα τρίτο κοκ εξάρθρημα. Η αποκατάσταση επιτυγχάνεται μόνο χειρουργικά με αρθροσκοπική τεχνική. Τα αποτελέσματα είναι άριστα και η μετεγχειρητική αποκατάσταση άμεση.
Τελειώνοντας θα πρέπει να τονίσουμε ότι το τραυματικό εξάρθρημα του ώμου είναι το συχνότερο εξάρθρημα , αφορά κυρίως νεαρά άτομα και πάντα καταλήγει να συμβαίνει επανειλημμένως αν δεν αντιμετωπισθεί χειρουργικά μετά την αρχική κάκωση. Βεβαίως, δεν ισχύει το ίδιο για άτομα μεγαλύτερης ηλικίας όπου τις περισσότερες φορές η μυϊκή ενδυνάμωση αρκεί.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΕΡΖΙΔΗΣ
ΟΡΘΟΠΑΙΔΙΚΟΣ ΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ