Η ευαγγελική περικοπή του Καλού Σαμαρείτη, αποτελεί μια από τις πιο διάσημες ευαγγελικές περικοπές. Απαντά, μόνο, στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (κεφ. 10, στ. 25-37). Αφορμή για την διδασκαλία της παραβολής αυτής, υπήρξε μια ερώτηση Ιουδαίου νομικού προς τον Χριστό, περί του τι πρέπει να πράξει ώστε να κληρονομήσει την αιώνιο ζωή. Οι Ιουδαίοι νομικοί στις τότε κατεχόμενες ή λειτουργούσες ως προτεκτοράτα περιοχές του Ισραήλ, δεν ήταν μόνο θεολόγοι. Νομολογούσαν αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων της Παλαιάς Διαθήκης και ειδικά της Πεντατεύχου / Torah, οι οποίες λειτουργούσαν ως εσωτερικό αστικό ή ποινικό δίκαιο με αποκλειστική ισχύ την ισραηλιτική κοινότητα. Οι Ρωμαίοι είχαν παραχωρήσει στους Ιουδαίους καθεστώς εθναρχίας, δηλαδή αρχιερέας αποτελούσε ταυτόχρονα και πολιτικό εκπρόσωπό των Ισραηλιτών προς τις αρχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μαζί με το Σανχεντρίν / Μέγα Συνέδριο, μπορούσαν να επιλύουν νομικά ζητήματα εντός της θρησκευτικής ιουδαϊκής κοινότητας, είτε στα μητροπολιτικά εδάφη της Παλαιστίνης, είτε σε επίπεδο διασποράς, όπου δηλαδή υπήρχαν ιουδαϊκές κοινότητες στην ρωμαϊκή επικράτεια (Φλάβιος Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, XIV, 2.194-195).
Ως προς το κίνητρο της ερώτησης του νομικού, δεν είναι βέβαιο πως υπήρχε κακή διάθεση προς τον Χριστό. Μάλλον επιχειρούσε να βολιδοσκοπήσει την στάση του Χριστού, ως μη εξαρτημένου από ραβινικές σχολές καθώς δεν είχε σπουδάσει. Αποζητούσε πάντως μία προσωπική επιβεβαίωση στην αναγνώριση του από το κοινό και πολύ περισσότερο από τον με τεράστια φήμη Χριστό («θέλων δικαιούν εαυτόν», Λουκάς 10:29). Εξάλλου στην εποχή του Χριστού οι κυρίαρχοι Σαδδουκαίοι δεν δέχονταν ανάσταση νεκρών, σε αντίθεση με τους ορθόδοξους Φαρισαίους. Ρώτησε λοιπόν ο νομικός με πνεύμα αντιμισθίας για την σωτηρία δομημένης στα καλά και άνομα έργα του πιστού «τί ποιήσας» / τί αφού πραγματοποιήσω;»).
Η ερώτηση του Χριστού με την σειρά του, έλαβε μία ενδιαφέρουσα κειμενική απάντηση από τον νομικό, αφού επικαλείται στην ίδια πρόταση διαφορετικά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου» (Δευτερονόμιο 6:5), «εξ όλης της ισχύος σου» (εναλλακτική μετάφραση σε σχέση με το «εξ όλης της δυνάμεώς σου» (επίσης Δευτερονόμιο 6:5), «και το πλησίον σου ως εαυτόν» (Ιησούς Ναυή 19:18). Ο Κύριος επιδοκίμασε το χωρίο που χρησιμοποίησε ο νομικός, το οποίο απορρίπτει την τυπολατρία και προκρίνει την από καρδιάς και όχι εξ ανάγκης αγάπη προς τον Θεό (θυμίζοντας ένα σημείο της απάντησης του Χριστού προς τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο αιώνες αργότερα), με μέτρο την αγάπη προς τον πλησίοντα. Φανερώνει άνθρωπο που δεν κυριαρχείται από μία «ξύλινη» νομική γλώσσα και εφαρμογή, αλλά πως αντίθετα ο Νόμος έχει εγκατασταθεί στην καρδιά και την συνείδησή του.
Βασική νομική πρακτική της Παλαιάς Διαθήκης, συνιστά η ίση ανταπόδοση. Έτσι θεωρούνταν καθήκον η αγάπη προς αυτούς που σε αγαπούν, αλλά παρέχονταν η δυνατότητα αν εγείρει κάποιος απαίτηση, ν΄ αποζημιωθεί από αυτόν ο οποίος τον ζημίωσε με ανάλογο τρόπο. Ο Χριστός, ήδη από την επί του Όρους Ομιλία, πρότεινε την προσφορά και του άλλου μάγουλου προς αυτόν ο οποίος ραπίζει. Στην πραγματικότητα ο Χριστός δεν κατάργησε κανένα νόμο, αλλά ανέδειξε ένα «σωτηριολογικό δίκαιο» με βάση την θεία χάρη, το οποίο διέπει την είσοδο στην Βασιλεία των Ουρανών. Δεν καταργούνταν η αρχή της ίσης ανταπόδοσης, αλλά αποκαλύπτονταν πως αυτός ο οποίος απεμπολεί ένα δικαίωμά ένεκεν Θεού, έχει πνευματικό μισθό.
Με αφορμή λοιπόν το ερώτημα περί του ποιός λογίζεται ως «πλησίον», διδάχθηκε η παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Δεν αποκλείεται ο νομικός να υπαινίσσονταν το εάν πρέπει να αγαπάμε τους κατακτητές Εθνικούς και από διάκριση ή φόβο δεν το ρώτησε άμεσα. Ο άξονας στον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα, είναι η οδός Ιεροσολύμων–Ιεριχούς. Χρησιμοποιείται το ρήμα «κατεβαίνω», καθώς η Ιερουσαλήμ βρίσκεται σε υψόμετρο περί τα 740 μ., ενώ η Ιεριχώ περίπου στα 350 μ. Ο αγνώστου φυλής και λοιπών στοιχείων ταξιδιώτης, πέφτει θύμα κακοποίησης και ληστείας. Θυμίζει τον Άρατο που επικαλείται ο Παύλος για το ανθρώπινο γένος το οποίο είναι ένα. Ένας ιερέας κι΄ ένας λευίτης, ίσως ως συγκεφαλαίωση των υπηρετούντων το Ναό και το Νόμο (ο οποίος φυλάσσονταν στο Ναό), έτυχαν να περνάνε από τον τόπο του εγκλήματος. Ταξίδευαν βόρεια των Ιεροσολύμων, όπου τα ποσοστά Χαναναίων, Σαμαρειτών και Εθνικών (μη αποδεκτές μορφές θρησκευτικότητας για τον Ιουδαϊσμό), ήταν σημαντικά και αυτό αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για ένα τέτοιο ταξίδι. Αμφότεροι αποστράφηκαν το θύμα αλλά διαφορετικά. Ο ιερέας απομακρύνθηκε με το που τον είδε, ίσως για λόγους τελετουργικού μολυσμού, πέρα από το να μην πέσει και ο ίδιος θύμα ληστείας. Ο λευίτης, πάλι, έδειξε ενδιαφέρον φαινομενικό, σημείο των καιρών μας. Μας αρέσει να βλέπουμε τον συνάνθρωπό μας, να κοινοποιούμε το πάθημά του ως ευαισθησία μας, αλλά στο τέλος ν΄ αποχωρούμε άπρακτοι.
Ξαφνικά εμφανίσθηκε κάποιος Σαμαρείτης (έθνος αιρετικό κατά την βιβλική ορθοδοξία). Στην πραγματικότητα, όμως, άλλο στοιχείο τονίζεται: ο Σαμαρείτης δεν είναι θρησκευτικά ούτε Ιουδαίος απόλυτα, ούτε Εθνικός (όπως και ο Χριστός). Αντιλαμβάνονταν πως πιθανότατα ο κακοποιημένος ήταν Ιουδαίος (αφού κατέβαινε από Ιεροσόλυμα) και άρα ήταν κακός γείτονας. Ιουδαίοι και Σαμαρείτες δεν διατηρούσαν μεταξύ τους επαφές, πέρα από την αναγκαστική διάβαση βορείων και νοτίων κατοίκων της Παλαιστίνης από τη Σαμάρεια. Παρείχε ιατρική φροντίδα (οίνος και έλαιο συνιστούσαν βασικά θεραπευτικά είδη), όχι, πάντως, χωρίς αναστολές, αλλά από ανθρωπισμό («εσπλαγχνίσθη»). Έβαλε έτσι σε δεύτερη μοίρα την δική του ασφάλεια από μία νέα ληστεία και κατά συνέπεια αγάπησε τον πλησίον του όσο και την ζωή του, επιδεικνύοντας θυσία πνεύματος συντετριμμένου, σε αντίθεση με τους τυπικά τελούντες τις συμβατικές θυσίες στον Ναό των Ιεροσολύμων. Ο Σαμαρείτης ως αποδεχόμενος έστω την Πεντάτευχο, γνώριζε πως αναλαμβάνοντας το θύμα και μεταφέροντας το με το ζώο του ως παιδαγωγός (αν όχι ως ψυχοπομπός), καθιστούσε εαυτόν, το ζώο και τα κεραμικά του σκεύη ακάθαρτα. Το παρέβλεψε αυτό. Στο τέλος της παραβολής, ο νομικός κλήθηκε να απαντήσει σε ερώτηση του Ιησού, το οποίο ουσιαστικά αναλύεται ως εξής: «ποιός από τους τρείς της παραβολής είναι ο πλησίον τον οποίο πρέπει να αγαπήσουμε όπως τον εαυτό μας;».
Ένα συχνό ερμηνευτικό ερώτημα εδώ, είναι ο αλληγορικός χαρακτήρας της εν λόγω παραβολής. Αρκετοί βυζαντινοί ερμηνευτές (όπως ο Θεοφύλακτος Αχρίδος και ο Ζιγαβηνός), διείδαν στην Ιερουσαλήμ της παραβολής τον παράδεισο και άρα τον Θεό, από τον οποίο ο Αδάμ και οι απόγονοί του ως ανθρώπινο γένος απομακρύνονταν συνεχώς κατερχόμενοι. Η κάθοδος αυτή κατέστησε τον άνθρωπο έρμαιο του κακού και η πτώση του αυτή δεν μπόρεσε να ανακοπεί, ούτε από τον απόμακρο Νόμο σημαινόμενο στον ιερέα, ούτε από τον προσεγγίζοντα προφήτη, σημαινόμενο στον λευίτη.
Δεδομένο είναι πάντως πως ο Σαμαρείτης ταυτίσθηκε πρώιμα με τον Χριστό. Έτσι ερμηνεύθηκε πως φεύγοντας παρέδωσε τον διασωσμένο άνθρωπο στην Εκκλησία και χορήγησε υπέρ του δύο δηνάρια. Είναι αυτά ο Νόμος και η Αποστολική Παράδοση. η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη; Στην δυτική παλαιοχριστιανική τέχνη, όντως ο Χριστός απεικονίσθηκε ως πηγή της Συναγωγής και της Εκκλησίας, προσωποποιημένες ως γυναίκες. Από την άλλη, η απόδοση του Καλού Σαμαρείτου ως Χριστού ως παράδοση της Εκκλησίας διαφαίνεται στις σπανιότατες βυζαντινές απεικονίσεις του θέματος, όπως στην μινιατούρα του Κώδικα Rossano (6ος αιώνας) και την τοιχογραφία της Ι. Μ. Decani (1335-1350).
Η ιστορική πρόνοια του Θεού μάλλον απηχείται στον οίνο και το έλεος, ως Θεία Ευχαριστία και Ευχέλαιο, τα οποία φέρουν την ιερά σύναξη επί τω αυτώ, την ίαση, όσο και την άφεση αμαρτιών. Είναι όμως πολύ πιθανόν τα δύο νομίσματα να είναι αντίλυτρα της σωτηρίας, δηλαδή η ορθή ομολογία και το καθήκον προς τον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίοντα, αμφότερες ευχαριστιακές προϋποθέσεις. Εξίσου στην παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, η δικαίωση δεν προκύπτει ως αντιμισθία με ποσοτικά κριτήρια, αλλά με βάση την συντριβή της αυτοσυνειδησίας, την οποία επιστέφει η θεία χάρις. Ο κατά Θεόν ανθρωπισμός των ανθρώπων που έχουν το Θεό στην καρδιά τους, υπερβαίνει το Νόμο και το γράμμα του, αλλά και το φόβο του θανάτου και την κατακραυγή της κοινωνίας. Η στάση του Ιερέα και του Λευίτη, απηχεί το Ματθαίος 23:23, αφού αν και αφιερωμένοι στο νόμο, εγκατέλειψαν τα βαρύτερα του νόμου, την κρίση-διάκριση, το έλεος προς τον πλησίοντα και την πίστης. Αντίθετα ο Καλός Σαμαρείτης μπήκε σε κίνδυνο, σώζοντας άνθρωπο, με τον οποίο δεν διατηρούσε καλές σχέσεις.