Η θριαμβευτική είσοδος του Χριστού στα Ιεροσόλυμα, είναι γνωστότερη ως «Βαϊοφόρος» ή «Εορτή των Βαΐων». Συνέβη κατά την τότε Κυριακή προ του Πάσχα, ούσα η 29η Μαρτίου του 33 μ.Χ. Ο Ιωάννης ο οποίος κάνει λόγο για 5 ημέρες πριν το Πάσχα, μετράει από την παραμονή, είτε ως ημέρα και αυτή των Αζύμων, είτε γιατί οι Απόστολοι κατά την παραμονή με το Μυστικό Δείπνο και τον Χριστό παρόντα, είχαν εορτάσει το Καινό Πάσχα. Εκείνη την χρονιά το Πάσχα, συνέπεσε σε ημέρα Σάββατο (5 Απριλίου), αφού στους Ιουδαίους δεν τελείται σε σταθερή ημέρα,. Για το έτος υπάρχει βεβαιότητα παρά τα διάφορα θεολογούμενα: το πάθος του Χριστού εξαρτάται από τη γέννηση του και αυτή από τον θάνατο του Ηρώδη, ο οποίος συνέβη μετά από έκλειψη σελήνης (Φλάβιος Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΖ΄, 167). Τέτοια, ολική και ορατή στην Ιεριχώ, είχαμε στις 9/10-01-1 π.Χ.
Το ταξίδι προς τα Ιεροσόλυμα, είχε ειδικά προς το τέλος του ένα χαρακτήρα ανάτασης, ούτως ή άλλως ανηφορικό, αφού το υψόμετρο της πόλης κυμαίνεται γύρω στα 750 μ. Στην πράξη σήμαινε και την αρχή της εκπλήρωσης ενός ερμηνευτικού τύπου, αφού ο ίδιος ο Χριστός είχε προαναγγείλει την άνοδο στα Ιεροσόλυμα, ως την παράδοση και καταδίκη του από τους Ιουδαίους, το βασανισμό, εμπαιγμό και τη σταύρωσή του από τους Ρωμαίους, έως την τελική ανάσταση (Ματθαίος 20:18-19).
Η παρουσία των ζώων, της όνου και του πώλου (Ματθαίος, 21:2), είναι λίαν ενδιαφέρουσα. Συνδέεται με χωρία και περιστατικά της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ έχουμε και αρχαιοελληνικά παράλληλα. Ο Χριστός, όταν προσέγγισαν ή έφτασαν στην κώμη Βηθσφαγή, στους πρόποδες του Όρους των Ελαιών, έστειλε τους μαθητές του σε απέναντι κώμη να παραλάβουν μια θηλυκή όνο / γαϊδούρα και ένα πώλο / πουλάρι (Ματθαίος 21:2). Αντίθετα στον Ιωάννη γίνεται λόγος για επίβαση του Χριστού σε ονάριο / γαϊδουράκι (12:14). Στον Μάρκο αυτό είναι πώλος, το οποίο μπορεί να σημαίνει και πουλάρι και πώλος όνου. Ζητήθηκε, μάλιστα, λόγος από τους Αποστόλους, γιατί πήραν το ζώο (11:5-6).
Ο πώλος δεν είχε υποστεί εξημέρωση και δέχθηκε τον Χριστό, ενώ οι κύριοι αυτού, δεν εκδήλωσαν καμιά περαιτέρω αντίδραση. Γεγονός το οποίο οδήγησε τον Ιωάννη Χρυσόστομο να το δεχθεί ως ένα μήνυμα: ο Χριστός μπορούσε να επιβληθεί χωρίς να οδηγηθεί και υποστεί το πάθος, δεχόμενος αυτό εκούσια. Γενικότερα η όνος έχει διάφορες συνδέσεις, οι οποίες υποδηλώνουν στον Χριστό την ιδιότητα του Δημιουργού και Κύριου της φύσεως. Μια άλλη περίπτωση όπου όνος παρακούει το ανθρώπινο αφεντικό του υπέρ του Θεού, ήταν η περίπτωση του Βαρλαάμ του μάγου (Αριθμοί, 22:23). Από την άλλη, στην αρχαία μυθολογία και θεολογία, ο / η όνος και ο / η πώλος, σχετίζεται με τον Ήφαιστο. Με τέτοιο ζώο επανήλθε, όχι εκούσια, στον Όλυμπο, όντας εκ των θεοτήτων της δημιουργίας, ενώ ήταν και χωλός. Εξαιρετικές διαλεκτικές προς τον Χριστό, των οποίων η ανάπτυξή δεν είναι της παρούσης.
Η κύρια προφητεία με την οποία συνδέουν το γεγονός δύο ευαγγελιστές, ο Ματθαίος και ο Ιωάννης, είναι αυτή του Ζαχαρίου: «…ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι δίκαιος και σώζων αυτός πραΰς και επιβεβηκώς επί υπόζυγιον και πώλον νέον…» (9:9-10 κ.ε.). Κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο, η προφητεία πέρα από την Είσοδο στα Ιεροσόλυμα, δηλώνει πως ο Θεός θα βρει ανάπαυση στα «ακάθαρτα» Έθνη. Έτσι η όνος είναι ο «ακάθαρτος» λαός, τον οποίο ο Χριστός καθάρισε. Οι δε απόστολοι, έλυσαν τα υποζύγια του, τα σύμβολα δηλαδή της σκλαβιάς. Αυτό, βέβαια, διαβάζεται και αντίστροφα: το πουλάρι ήταν αδάμαστο από χαλινάρι, ενώ η αποστολική παρέμβαση (τα ιμάτια τα οποία έστρωσαν επάνω στο ζώο), θα δρομολογούσαν τον ερχομό του Χριστού προς τα έθνη ως εκκλησιαστική μυστηριακή κεφαλή. Παράλληλα η όνος θα μπορούσα να είναι ο Ισραήλ, είτε ως ο λαός ο οποίος πραγματικά ακολουθούσε ήδη τον Θεό, είτε ως τα χαρίσματα του Θεού, τα οποία ανόητα οι Ιουδαίοι της Παλαιστίνης θεωρούσαν ότι τους ανήκαν αξιωματικά. Χαρίσματα και ευλογίες τα οποία ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να αρθούν από τον Θεό (Ησαΐας 5:1-7). Οι μαθητές πάντως κατάλαβαν την εκπλήρωση αργότερα (Ιωάννης, 12:16).
Η είσοδος στα Ιεροσόλυμα, γινόταν από διάφορες και ονομαστές πύλες. Οι ευαγγελιστές δεν παραδίδουν το όνομα της, ωστόσο η σχετική παράδοση θεωρούσε πάντα την ανατολική Χρυσή Πύλη, ως αυτήν δια της οποίας ο Ιησούς εισήλθε στην ιερά πόλη. Ένα λογικό συμπέρασμα, αφού η εν λόγω Πύλη, όπως και το κλείσιμο αυτής, συνδέεται με συγκεκριμένη εσχατολογική προφητεία: «Και ήγαγέ με επί την πύλην την βλέπουσαν κατά ανατολάς και εξηγαγέ με…και είπε Κύριος προς με ‘‘η πύλη αύτη κεκλεισμένη έσται ουκ ανοιχθήσεται και ουδείς μη διέλθη δι΄αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι΄αυτής και έσται κεκλεισμένη’’», (Ιεζεκιήλ, 43:1 και 44:2). Μετά το 629 και την επαναφορά εκ των Περσών του Τιμίου Σταυρού από τον Ηράκλειτο, η Χρυσή Πύλη έκλεισε. Άνοιγε, μόνο, κατά την ημέρα των Βαΐων, οπότε και διέρχονταν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Γενικά το κλείσιμο της Πύλης έγινε πολύ πρώιμα από τον Ομάρ Χαττάπ, μετά το 637 και την άλωση των Ιεροσολύμων. Ασφαλώς ως πύλη αδιόδευτος η οποία οδηγεί στην εσχατολογική ανατολική λύτρωση (ας θυμηθούμε τον προσανατολισμό των νεκρών προς την ανατολή κατά την ταφή), θεωρήθηκε η Θεοτόκος, όντας Χώρα του Αχωρήτου και φορέας της θείας ενανθρωπίσεως. Όπως αντίστοιχα, το στρώσιμο της οδού με τα ατομικά ιμάτια ώστε να περάσει ο Χριστός, δύναται να σχετισθεί ως μια χριστολογική αλληγορία της σωτηρίας: «Εγώ είμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή · ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι΄εμού» (Ιωάννης, 14:6).
Η ρηχή πίστη των τότε Ιουδαίων κατά τον Χρυσόστομο, φαίνεται από το γεγονός ότι θαύμασαν το γεγονός από την μεγαλειώδη υποδοχή και όχι τα τόσα σημεία των οποίων η φήμη περιέβαλε τον Χριστό. Μάλιστα είχε προηγηθεί η έγερση του Λαζάρου και ένας ευτελής λόγος της υποδοχής του Χριστού, ήταν για να δουν τον αναστηθέντα Λάζαρο (Ιωάννης, 12:9). Ασφαλώς και υπό ρωμαϊκή κατοχή, ο Ιησούς αντιμετωπίζονταν, εσφαλμένα, ως ένας κοσμικός Μεσσίας, ο οποίος θα αποκαθιστούσε το κοσμικό κράτος. Η περιώνυμη χρήση βαΐων εκ φοινίκων, υποδηλώνει είτε την αναμονή δικαιοσύνης (Ψαλμοί, 91:13), είτε έναν θρίαμβο πολεμικό, για τον οποίο υπήρχε προφητεία ή χρησμός (Πρβλ. Θεογνίς, Ελεγαίαι, 4-5).
Τέλος, ιδιαίτερα στον Λουκά, τονίσθηκε η ομολογία της θεότητας του Χριστού, είτε με τον ύμνο των Αποστόλων «Ευλογημένος ο ερχόμενος Βασιλεύς εν ονόματι Κυρίου· ειρήνη εν ουρανώ και δόξα εν υψίστοις» και την αντίδραση των Φαρισαίων, είτε με την απάντηση του Χριστού «εάν ούτοι σιωπήσωσι και οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκάς, 19:38-40). Δεν είναι τυχαία η αναφορά στο θρήνο για την καταστροφή των Ιεροσολύμων (Λουκάς, 19:41-44), ο οποίος μπορεί, βέβαια, να σχετισθεί και με τον Ησαΐα «Έγνω βους και όνος…Ισραήλ δε με ούκ έγνω» (1:3). Η ορθή ομολογία προς τον Χριστό, συνιστά ευχαριστιακή προϋπόθεση.