Σήμερα, η Ελλάδα είναι τρίτη στη λίστα με τα κράτη-μέλη της Ε.Ε με τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές. Οι ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα είναι στο 35,5% (κατά μέσο όρο), αυτό είναι υψηλό ποσοστό, σε αντίθεση με την διεθνή τάση για μείωση των ασφαλιστικών συντελεστών. Η εξαντλητική φορολόγηση σε συνδυασμό με ένα προβληματικό σύστημα κοινωνικών παροχών και την περιορισμένη ανταποδοτικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος ωθούν τους εργοδότες και τους εργαζόμενους στην παρανομία. Η παράνομη πρακτική της αδήλωτης ή μερικώς δηλωμένης εργασίας δυστυχώς είναι συνήθης. Οι εργαζόμενοι αλλά και οι εργοδότες δεν έχουν κίνητρο να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους προς το κράτος. Επιλέγεται, έτσι ένα άτυπο συμβόλαιο μεταξύ τους, αμοιβαίας μη συμμόρφωσης με το νόμο. Ο εργαζόμενος δεν έχει κίνητρο να «δείχνει» τα πραγματικά του εισοδήματα και ο εργοδότης απλώς δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο σύνολο των υποχρεώσεών του προς το κράτος.
Οι κρατικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί δυστυχώς υπολειτουργούν, εξαιτίας της ελλιπούς στελέχωσης, αφού το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων της φορολογικής διοίκησης απασχολούνται σε διοικητικές υπηρεσίες και όχι σε ελέγχους και σε πληροφοριακά συστήματα ελέγχων. Έτσι το κράτος αδυνατεί να συλλέξει πόρους, αδυνατεί να κλείσει τις τρύπες, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση των εργοδοτικών εισφορών. Φαύλος κύκλος που συντηρεί αυτή την διαστρεβλωμένη πραγματικότητα.
Όλα αυτά δημιουργούν σημαντικές δυσκολίες στους εργαζόμενους και στους εργοδότες. Οι εργαζόμενοι δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν τα δικαιώματά τους και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και οι εργοδότες να έχουν μια βιώσιμη επιχείρηση που να σέβεται τη νομοθεσία και τους εργαζόμενους. Μονόδρομος, λοιπόν, η άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών προς όφελος όλων για την ομαλοποίηση της πραγματικότητας στο μέτρο του δυνατού.