Την έντονη ανησυχία τους για τη διασφάλιση λειτουργίας του Λιγνιτωρυχείου Αχλάδας εγείρουν οι εργαζόμενοι, με αφορμή τις αντιδράσεις που υπάρχουν από μειοψηφία κατοίκων, που οδηγούν στο να ακούγονται στο δημόσιο διάλογο προτάσεις περί «διακοπής λειτουργίας» των εργασιών του λιγνιτωρυχείου, έως ότου υπάρξει συνολική συμβιβαστική λύση.
Ειδικότερα, το Εργοταξιακό Σωματείο Εργαζομένων Εργατοτεχνιτών, Μεταλλεργατών και Μεταλλικών κατασκευών στα Λιγνιτωρυχεία Αχλάδας, με ανακοίνωσή του αναφέρεται στο θέμα, σημειώνοντας με έμφαση ότι το λιγνιτωρυχείο παραμένει ένας κρίσιμος πυλώνας οικονομικής δραστηριότητας για την περιοχή.
Επίσης, καλούν τους εμπλεκόμενους φορείς και εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης να σταθούν με υπευθυνότητα απέναντι στην πραγματικότητα, ζητώντας, όπως τονίζουν, το αυτονόητο: «Να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε με ασφάλεια, αξιοπρέπεια και σταθερότητα, στηρίζοντας παράλληλα την τοπική κοινωνία με την οποία είμαστε άρρηκτα δεμένοι».
διαβάστε σχετικά: Στην Αχλάδα ο Ευάγγελος Μυτιληναίος- Κοντά σε συμφωνία με τους κατοίκους
Νέα βήματα για την οριστική λύση στην Αχλάδα- Κοινά αποδεκτή πρόταση επεξεργάζεται ο Περιφερειάρχης μετά και την επίσκεψη Μυτιληναίου
Σε αδιέξοδο η « συνολική λύση» για την Αχλάδα- Διαιρεμένο εμφανίζεται το χωριό στην πρόταση της Metlen
Το Σωματείο εκπροσωπεί περίπου 200 εργαζόμενους στο Λιγνιτωρυχείο Αχλάδας, σημειώνοντας πως τοποθετούνται με υπευθυνότητα και νηφαλιότητα στ ζήτημα που έχει ανακύψει με τις ενστάσεις ορισμένων κατοίκων της περιοχής για θέματα εκσκαφών και απαλλοτριώσεων.
«Κατανοούμε πλήρως τη σημασία της διαβούλευσης και του σεβασμού στις τοπικές κοινωνίες, όπως επίσης και την ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη όλες οι φωνές. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής έχει ήδη συμφωνήσει με τη συνέχιση της λειτουργίας του λιγνιτωρυχείου, ενώ και το τοπικό συμβούλιο έχει ταχθεί με σαφήνεια υπέρ αυτής της κατεύθυνσης. Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων είναι κάτοικοι της Αχλάδας, γεγονός που καθιστά σαφές ότι το ζήτημα δεν είναι «εξωτερικό», αλλά αφορά άμεσα την ίδια την τοπική κοινωνία».
Θα πρέπει να τονιστεί εδώ πως το ζήτημα συζητήθηκε στο πρόσφατο περιφερειακό συμβούλιο Δ. Μακεδονίας την Τρίτη 29/7, όπου μειοψηφία κατοίκων που αντιδρούν έδωσαν το «παρών», για να διαμαρτυρηθούν για ζητήματα που άπτονται των εκσκαφών και των απαλλοτριώσεων, εκφράζοντας σειρά ενστάσεων για διάφορα ζητήματα.
Όπως τόνισε ο Περιφερειάρχης Γ. Αμανατίδης στη συνεδρίαση και είναι άλλωστε γνωστό, στην πρόταση της εταιρείας συμφερόντων Μυτιληναίου συναινούν και έχουν υπογράψει 85 από τους 100 κατοίκους, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία. Ο περιφερειάρχης επανέλαβε την πρόθεσή του να αναλάβει πρωτοβουλία ώστε να γίνει πράξη η πρόταση της εταιρείας για την Αχλάδα, ώστε όπως είπε: «Να κάνουμε πράξη όσα είπε ο Μυτιληναίος στο χωριό, να έρθει δηλαδή προς την πλευρά των κατοίκων, ώστε να αντιμετωπιστεί ο οικισμός στο σύνολό του», αναφερόμενος για ίση μεταχείριση και συνολική αποζημίωση.
Ωστόσο, τα όσα ακούστηκαν στο περιφερειακό συμβούλιο για πρόταση παύσης εργασιών στο ορυχείο μέχρι να βρεθεί λύση (πρόταση που ακούστηκε από μείζονα και ελάσσονα αντιπολίτευση, κ.κ. Ζεμπιλιάδου – Κασαπίδη), ανησύχησαν στους εργαζόμενους, με τους ίδιους να θέτουν τις άμεσες αρνητικές συνέπειες που θα είχε μια τέτοια πρόταση:
«Η πρόταση για παύση των εργασιών στο λιγνιτωρυχείο, η οποία κατατέθηκε στο πρόσφατο Περιφερειακό Συμβούλιο, μας προκαλεί έντονη ανησυχία. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε άμεσες συνέπειες για εκατοντάδες οικογένειες, οδηγώντας ενδεχομένως σε απώλεια θέσεων εργασίας, οικονομική ανασφάλεια και κοινωνική αποσταθεροποίηση. Ως περιοχή με υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν μπορούμε – και πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται – να οδηγήσουμε ούτε μία θέση εργασίας στην ανεργία».
Ακόμη, οι εργαζόμενοι καλούν τους εμπλεκόμενους φορείς και εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης να «σταθούν με υπευθυνότητα απέναντι στην πραγματικότητα», όπως λένε, καθώς σημειώνουν ότι το λιγνιτωρυχείο «παραμένει ένας κρίσιμος πυλώνας οικονομικής δραστηριότητας για την περιοχή. Ο διάλογος είναι απαραίτητος και ευπρόσδεκτος, αλλά θα πρέπει να βασίζεται στην κοινή λογική, στον σεβασμό των θεσμών και στη στήριξη της κοινωνικής συνοχής».
Καταλήγουν ζητώντας όπως λένε το αυτονόητο: «Να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε με ασφάλεια, αξιοπρέπεια και σταθερότητα, στηρίζοντας παράλληλα την τοπική κοινωνία με την οποία είμαστε άρρηκτα δεμένοι».