Η καθιέρωση της εορτής του Ευαγγελισμού έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά τον χρονικό προσδιορισμό του περί την εαρινή ισημερία. Την αντίληψη αυτή ανιχνεύουμε το αργότερο το 249 και τουλάχιστον ως προς την Δύση και την Βόρεια Αφρική, στο έργο «De Pascha Computus». Την άποψη αυτή, ως κοινή παράδοση της Εκκλησίας, μαρτυρεί αργότερα και ο ιερός Αυγουστίνος (354-430) στο έργο του De Trinitate (PL 42, V, 894). Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερης σημασίας, αφού δείχνει πως πρώτα καθορίσθηκε ο χρόνος του Ευαγγελισμού (και όχι η εορτή) και αργότερα καθιερώθηκε, με αρχή την Δύση, εορτή των Χριστουγέννων αυτόνομη των Θεοφανείων. Έτσι η θέσπιση των Χριστουγέννων προέκυψε από την αναγκαστική πρόσθεση 9 μηνών μετά την 25η Μαρτίου και τον Ευαγγελισμό, όσο δηλαδή, μια φυσιολογική κύηση. Άποψη την οποία δέχεται και ο Ιωάννης Χρυσόστομος.
Η δεύτερη διάσταση έχει να κάνει με το πότε έχουμε εορτή του Ευαγγελισμού, είτε εντασσόμενη σε άλλη μεγάλη εορτή ή αυτόνομη κατά την 25η Μαρτίου. Εδώ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Υπάρχουν ερευνητές οι οποίοι δέχθηκαν μια ύπαρξη της εορτής κατά τον 3ο αιώνα. Κατά τον 4ο αιώνα γνωρίζουμε πως η αγία Ελένη υπήρξε κτίτωρ ναού της Ναζαρέτ, όπου και ο οίκος του Ευαγγελισμού. Από ένα ανώνυμο λατινικό κείμενο, διαπιστώνουμε πως υπήρχε μια μορφή της εορτής, ως πρώτης του λειτουργικού έτους. Το κείμενο προϋποθέτει τον μη αυτόνομο, ακόμα, εορτασμό των Χριστουγέννων και άρα χρονολογείται όχι αργότερα από το 335-336 για τη Δύση και το β΄ ήμισυ του 4ου αιώνα για την Ανατολή (βλ. Analecta Sacra, τ. IV, σ. 12, 292). Κατά τον Ε΄ αιώνα έχουμε διάφορες ενδείξεις για τέλεση εορτής της Θεοτόκου, πιθανόν στα Ιεροσόλυμα ή την Παλαιστίνη, χωρίς να είμαστε βέβαιοι αν ήταν, όντως, ο Ευαγγελισμός και αν τελούνταν την 25η Μαρτίου, πρίν τα Χριστούγεννα (όπου σήμερα οι Προπάτορες και διαβάζεται η σχετική γενεαλογία) ή στις 26 Δεκεμβρίου (όπου η Σύναξις της Θεοτόκου). Πάντως το αργότερο το 560, η 25η Μαρτίου ως εορτή του Ευαγγελισμού, έστω για τα Ιεροσόλυμα, μαρτυρείται σε επιστολή του Ιουστινιανού. Γενικευμένη διάδοση της εορτής, φαίνεται στο «Ημερολόγιο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως (αρχές του 7ου αιώνα), ήδη το 624 στο «Πασχάλιον Χρονικόν» (PG 92, 1001B), στην εν Τολέδω Σύνοδο του 656, σε επιστολή του Πάπα Σεργίου (687-701) κ.α.
Εικονογραφικά το θέμα εξιστορήθηκε το αργότερο στο α΄ ήμισυ του 3ου αιώνα στις Κατακόμβες της Πρισκίλλης στη Ρώμη. Εκεί η κεχαριτωμένη φιλοτεχνήθηκε ένθρονη, ακολουθώντας την εικονογραφία της Ρέας / Κυβέλης και άρα ως Μητέρα Του Υψίστου Θεού, αλλά και τους Ψαλμούς. Δεν φέρει πέπλο, υποδηλώνοντας την παρθενία και την ιστορικότητα και όχι την εσχατολογία.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου/ Σύλληψη του Χριστού, περιγράφεται ευαγγελικά μόνο στον Λουκά (1:26-38). Στα απόκρυφα υπάρχει στο «Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου» (11, 1-3), τις «Πράξεις Βαρθολομαίου» (2, 15-22), τον «Ψευδο-Ματθαίο» (Κεφ. 9) κ.α. Προφητικά, ιδιαίτερη μνεία αξίζει ο Ησαΐας (7:14), όπου το «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει» αναφέρεται στον Ευαγγελισμό, ενώ το «και τέξεται υιόν» στην Γέννηση. Αυτό, ίσως, δικαιολογεί την όχι πρώιμη διάδοση της εορτής, ως συσχετισμένης, λειτουργικά, με την περίοδο της Γεννήσεως.
Στον Λουκά πληροφορούμαστε, αρχικά, την 6μηνη διαφορά του Χριστού από τον Ιωάννη Πρόδρομο και την Ναζαρέτ ως τον τόπο όπου το γεγονός λαμβάνει χώρα, κατά την περίοδο της λευκής μνηστείας της Θεοτόκου με τον δίκαιο Ιωσήφ. Οι μνηστείες επισημοποιούνταν με ειδικό συμβόλαιο και η μνηστή μετακόμιζε στο σπίτι του μνήστορος, χωρίς να έχει ολοκληρωμένες σχέσεις έως τον Γάμο. Η απάντηση προς τον Αρχάγγελο «άνδρα ού γινώσκω», είναι χαρακτηριστικό του ρόλου του Ιωσήφ ως προστάτη και μόνο: ο Ιωσήφ δεν ήταν, ούτε προορίζονταν για άνδρας της.
Αντίθετα το απόκρυφο του «Βαρθολομαίου», δεν περιγράφει τον Ευαγγελισμό, αλλά την προαναγγελία του, 3 χρόνια πριν, όταν ακόμα η Θεοτόκος ήταν στο Ναό. Να τονίσουμε, πως ρητά με καταγωγή από Δαυίδ, άρα και Ιούδα, αναφέρεται ο Ιωσήφ και όχι η Θεοτόκος, η οποία ήταν Λευίτισα ως συγγενίδα του Ζαχαρίου και της Ελισάβετ. Η Μαρία ως γυναίκα, δεν υπολογίζονταν στη γενεαλογία και την εκπλήρωση ως προς τον ερχόμενο Μεσσία, αφού ο άντρας κάνει την γενιά.
Η βιβλική διήγηση δίνει μια εντύπωση πως προς στιγμήν η Παναγία δεν έβλεπε τον Γαβριήλ, παρότι άκουσε την φωνή του και την κυρίευσε φόβος («η δέ ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, καί διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος»). Εντούτοις, αρκετοί στην πατερική γραμματεία δέχθηκαν πως υπήρξε από την αρχή θεωρία του Αγγέλου. Την αρχική αδυναμία θέασης του Αρχαγγέλου και μάλιστα σε στιγμή που αντλούσε νερό, υποστήριξε τόσο το Πρωτευαγγέλιο», όσο και ο «Ψευδο-Ματθαίος». Αμφότερα ενσωμάτωσαν στα κείμενά τους θέαση του Αγγέλου αργότερα, μέσα στην οικία, κατά την ώρα της επεξεργασίας της πορφύρας. Η ερμηνευτική αυτή, παρέχει μια εναλλακτική εξήγηση για το γεγονός πως πολλοί «Ευαγγελισμοί» φιλοτεχνούνται σε ξεχωριστά και απέναντι σημεία του τοίχου.
Στην κεχαριτωμένη («Εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ»), όπως και στην περίπτωση του Προδρόμου, υπαγορεύεται το όνομα του Αχωρήτου: Ιησούς. Έτσι σημαίνεται η παρέμβαση του Θεού στη γέννα: υπό στειρότητα στον Ιωάννη, υπό παρθενία στον Χριστό, ο οποίος είναι υιός Υψίστου και όχι κτιστής θεότητος (σαφής αντιπαραβολή προς τα κλασσικά σπερματικά γενέσια, ειδικά του Διός Υψίστου).
Ο «θρόνος Δαυίδ» δεν έχει κοσμικό χαρακτήρα, παρότι αυτή ήταν κυρίαρχη ερμηνεία (Πράξεις 1:6-7). Εκπληρώνει τον Μιχαία «και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα. εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος» (5:1), αλλά και τους Ψαλμούς: «Ένεκεν Δαυίδ του δούλου σου, μη αποστρέψεις το πρόσωπο του χριστού σου. Ώμοσε Κύριος τω Δαυίδ αλήθεια και ού μη αθετήσει αυτήν: «Εκ καρπού της κοιλίας σου θήσομαι επί του θρόνου σου. Εάν φυλάξωνται οι υιοί σου την διαθήκην μου και τα μαρτύριά Μου ταύτα α διδάξω αυτούς και οι υιοί αυτών έως του αιώνος καθιούνται επί του θρόνου σου» (131:10-12).
Όπως και η Γη, η «αόρατος και ακατασκεύαστος», γονιμοποιήθηκε από το επιφερόμενο του ύδατος Πνεύμα Άγιο, όταν ευδόκησε ο Θεός (Γέννηση 1:2), έτσι και ο Αρχάγγελος χρησιμοποιεί παρόμοια φράση, ταυτίζοντας ως υπεύθυνο του Ευαγγελισμού τον Θεό της Δημιουργίας, στο ορισμένο πλήρωμα του χρόνου. Σε αντίθεση με τον Ζαχαρία, ο οποίος αμφισβήτησε κάτι το οποίο θεωρητικά θα μπορούσε να υπερκεραστεί (μια στειρότητα), η Μαρία αποδέχεται τον θείο ρόλο της ως φέρουσα το Πανάγιον, το οποίο εκτός από αδιανόητο, θα την έφερνε κατηγορούμενη, ως μοιχαλίδα επί ποινή λιθοβολισμού (Δευτερονόμιο, 22:20-21).