Για μένα ο Χρήστος Σαρτζετάκης δεν θα μείνει στην ιστορία και τη μνήμη ως ένας ακόμη Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, αλλά ως ένας Δικαστής που έκανε στο ακέραιο το καθήκον του : Συνταγματικό, ανθρώπινο, ηθικό, δημοκρατικό και πατριωτικό, αρνούμενος να υποκύψει στις πιέσεις και να αθωώσει τους δολοφόνους και τους πατριδοκάπηλους που εμφανίστηκαν στην υπόθεση Λαμπράκη.
Στην ίδια υπόθεση ο Χρήστος Σαρτζετάκης είχε άμεσο συνεργάτη τον Εισαγγελέα Παύλο Δελαπόρτα. Αυτός που χαρακτήρισε τους κατηγορούμενους δήθεν πατριώτες και εμπόρους της Ελλάδας «υποπροϊόντα του Χίτλερ και γιγαντοκύτταρα δοσιλογισμού που δυστυχώς κυκλοφορούν ακόμη στο ελληνικό αίμα(… ) ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, που εμφανίζεται (προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς) ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης(….) κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας»!
Χαίρομαι που γνώρισα τέτοιους ανθρώπους, πατριώτες και δημοκράτες, είμαι ευγνώμων που συνάντησα τέτοιες προσωπικότητες, έντιμες, ανιδιοτελείς, ασυμβίβαστες, Ελληνικές!
Ώρα καλή σου Χρήστο Σαρτζετάκη!
Η αγόρευση του εισαγγελέα Παύλου Δελαπόρτα
Το Δεκέμβριο του 1966, λίγους μήνες πριν η χώρα μπει στο γύψο των συνταγματαρχών, η δίκη για τη δολοφονία Λαμπράκη βρίσκεται στην τελική της ευθεία.
Ο Εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας είναι καταπέλτης κατά των κατηγορουμένων, ζητώντας την καταδίκη τους βάσει του κατηγορητηρίου.
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελικός λειτουργός βάλλει κατά του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας ενώ χαρακτηρίζει τους κατηγορούμενους ως «υποπροϊόντα του Χίτλερ και γιγαντοκύτταρα δοσιλογισμού που δυστυχώς κυκλοφορούν ακόμη στο ελληνικό αίμα»:
«Οι άνθρωποι που κλήθηκαν δύο μέρες πριν (από τη δολοφονία του Λαμπράκη) και βοήθησαν τους «Γορίλες» της προσωπικής ασφάλειας του στρατηγού Ντε Γκολ στο έργο τους, εκαλούντο για να παίξουν το βράδυ της 22ης Μαΐου 1963 τους Ρινόκερους του Ιονέσκο, εκ του φυσικού. Και πράγματι το έπαιξαν με μεγάλη επιτυχία.
Αποτελεί δεινή ύβρη και μείωση του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας, η καταφυγή προς ενίσχυσή τους στην ιδιωτική οργάνωση οιουδήποτε που αποτελείται από κατάλοιπα υποπροϊόντων του Χίτλερ, από γιγαντοκύτταρα δοσιλογικής λευχαιμίας που κυκλοφορούν δυστυχώς ακόμη στο ελληνικό αίμα, από κακοποιούς διαφόρων βαθμών και ειδών, από ιδεολογικούς σκηνίτες τους οποίους μνημόνευσα πιο πάνω, και από άλλους φτωχούς διαβόλους που, σε κάθε περίσταση και ευκαιρία, «ζητούν οι ταλαίπωροι να μπαλωθούν» (κατά τον ποιητή)…
Από τέτοια κοινωνικά βυθοκορήματα αναμενόταν βοήθεια και σ’ αυτά θα ανατιθόταν σε ώρα κρίσης, η ενίσχυση των Σωμάτων Ασφαλείας και η μεγάλη και άγια υπόθεση «της υπερασπίσεως της Πατρίδος και του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού παντού, πάντοτε και δι’ όλων των μέσων», κατά τους σκοπούς της οργάνωσης του Γιοσμά που αναγράφονται πίσω από την ταυτότητα του Γκοτζαμάνη.
Άλλοτε, εκείνοι που καταδικάζονταν για ζωοκλοπή, στερούνταν της τιμής να υπηρετούν στο Στράτευμα, με τη σκέψη ότι η υπεράσπιση της Πατρίδας είναι έργο των αγνών, των τιμίων, των ανιδιοτελών και των ενάρετων ανθρώπων, με κορωνίδα μεταξύ αυτών των αρετών τη φιλοπατρία.
Σήμερα, εδώ, ένα σύμφυρμα κλεφτών, βιαστών, δοσίλογων και κάθε είδους κακοποιών, εμφανίζεται (προς εθνοκαπηλεία και ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς) ως προστάτης κοινωνικών καθεστώτων, ως φύλακας ιερών και οσίων και ως Κέρβερος του νόμου και της τάξης.
Τι άλλο έπρεπε να περιμένει κανείς απ’ αυτό πλην του ότι θα εξελισσόταν σε κακοήθη νεοπλασία της κοινωνίας;»