Κάθε φορά, που το κοινό μας αισθητήριο για τη ζωή διακόπτεται από το θάνατο κάποιου προσφιλούς μας προσώπου ο θάνατος συμπλέκεται αχώριστα με τη ζωή.
Είναι η στιγμή που πρέπει να εκφράσουμε τα ζώντα συναισθήματα μας έτσι όπως αναδύονται από τα κατάβαθα της ψυχής μας.
Ο Γιάννης Τσαρδακλίδης έφυγε από τη ζωή ξαφνικά το πρωί του Σαββάτου, στις 8 Αυγούστου 2015.
Στο άκουσμα του θανάτου του, όλοι όσοι τον γνώριζαν, ένιωσαν ένα σφίξιμο στην καρδιά τους.
Ήταν ο άνθρωπος στον οποίο φώλιαζε η ανατολίτικη ρωμαίικη λεβεντιά. Πρόσχαρος , ευπροσήγορος, καταδεχτικός, επικοινωνιακός, ανθρωπιστής και ευσυγκίνητος, υπεύθυνος και συνεπής και ιδιαίτερα δίκαιος μα πάνω απ’ όλα αλτρουιστής και πονόψυχος.
Ο Γιάννης πρότασσε τελευταία την επαγγελματική του ιδιότητα του γιατρού, όπως θα έκανε κάθε σεμνός και ταπεινός άνθρωπος.
Η συμμετοχή του στα κοινά ήταν συνυφασμένη με την προσπάθειά του να συμβάλει στην κοινωνική και πνευματική πρόοδο του τόπου και της πατρίδας.
Το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα του με το ψέμα και την υποκρισία τον έκανε ιδιαίτερα συμπαθή σε εχθρούς και φίλους.
Η ενασχόλησή του με τα ποντιακά δρώμενα ήταν η ψυχή και η ζωή του. Ο Γιάννης συμβάλλοντας στη διατήρηση του ποντιακού πολιτισμού ένιωθε, πως εκπληρώνει ένα ηθικό τάμα στην πατρίδα και τον ελληνισμό.
Οι αρχές και τα πιστεύω του για την στενή και ευρύτερη ενότητα του ποντιακών οργανώσεων τον έκανε να συμβάλει στη συνένωση των ποντιακών συλλόγων της Πτολεμαΐδας, στον οποίο, αφού χρημάτισε για μία τριετία πρόεδρος, έβαλε τα θεμέλια για την ανοικοδόμηση του ποντιακού εντευκτηρίου και στη συνέχεια όπως είχε δεσμευθεί, αποχώρησε από την προεδρία .
Η δημοκρατία έλεγε κάθε φορά, που εξέφραζε τις απόψεις του,
” δεν είναι λέξεις, είναι πράξη ζωής…”
Στις προσωπικές του εξομολογήσεις δεν παρέλειπε να ομολογεί:
“Δεν κρατώ κακία σε κανέναν ούτε και σ’ αυτούς που μου έκαναν κακό”.
Στην Ελλάδα της κρίσης αποσύρθηκε απογοητευμένος από την πολιτική χαρακτηρίζοντας το κομματικό κράτος υπεύθυνο για τα δεινά του λαού και του τόπου . Οι απόψεις του για το μέλλον του τόπου και τις εξελίξεις ήταν η ανάγκη μιας καθολικής συνεργασίας των κομμάτων, και η κάθαρση της κοινωνίας από τους ληστές και καταχραστές του δημοσίου χρήματος.
Πίστευε ,πως η πολιτική ήταν το εφαλτήριο, όπου δοκιμάζεται η ηθική και διοικητική ανιδιοτέλεια καθενός, προσπαθώντας να το κάνει πράξη.
Ήταν ευθυκρινής και είχε το θάρρος της γνώμης του διατυπώνοντας ελεύθερα και ανεπηρέαστα τις απόψεις του.
Ακόμα και αυτοί, που τον πίκραναν κατά καιρούς μέσα στο πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης, ομονοούν το σπάνιο του χαρακτήρα και της ακριβοδίκαιης συμπεριφοράς του.
Ο γιατρός της ΔΕΗ τα τελευταία χρόνια απέδειξε στους συναδέλφους του, ότι η πολυνομία και η γραφειοκρατία μπορούν να αντιμετωπισθούν με την ανθρώπινη θέληση και διάθεση για προσφορά.
Έτσι με την αγωνία για προσφορά στην οικογένεια και στην κοινωνία έφυγε ο φίλος Γιάννης, που η εκλιπούσα αγαπημένη του σύντροφος καθώς και στενοί του φίλοι τον αποκαλούσαν Γιάννο.
Το τελευταίο βράδυ λίγες ώρες πριν μας αποχωριστεί οριστικά ήπιαμε το τελευταίο ποτήρι μαζί. Ήταν χειμαρρώδης εξομολογητικός διαισθανόμενος ίσως το επερχόμενο τέλος . Αυτός ήταν ο πρόεδρος των Ποντίων, ο πατέρας των παιδιών του συλλόγου, όπως μου έλεγε πάντα: “Παναγιώτη, αυτά τα παιδιά τα θεωρώ παιδιά μου”.
Τα ίδια αισθήματα έτρεφαν και τα παιδιά στο πρόσωπό του, γι αυτό δεν παρέλειψαν να τον τιμήσουν μ’ έναν πυρρίχιο χορό πριν την ταφή του.
Η σκέψη του και το λεπτό του χιούμορ θα παραμένουν ζωντανά στη μνήμη και στη θύμηση όλων αυτών, που είχαν τη χαρά να τον γνωρίσουν…
Στη μνήμη του αφιερώνω ένα ομηρικό κατευόδιο σαν ελάχιστο φόρο τιμής στον τραντέλλενα φίλο, Γιάννη Τσαρδακλίδη:
Όλεν τη γην κατέσκισεν
το μαύρον το χαπάρι σ’
΄ς σην ξενητείαν ‘ς σα μακρά,
‘ς ση γης τ’ απαδαμέριν..
Ο Γιάννες, ο μονόγιαννες
και τη Τσαρδάκ’ ο Γιάννες,
ο Γιάννες επεπίρνιξεν
και ‘ς σον παρχάρ’ επήεν…!
Γιάννε μ’, ντο είδες ‘κ’ εσκώθες;
Ντ’ εχτέθες και θα πας ι;
Εσύ, τη γης το παλικάρ’,
γιαμ’ εκακοκαρδέθες.
Ατσά ντό οροματίουσνε
‘ς σ’ αποψεσνόν τη νύχταν;
Γιάμ’ με τ’ αγγέλτς εκάθουσνε
και παρακάθ’ εποίνες;
Ντο είδες κ’ εχαρόπαθες,
ντο έκσες κ’ εχπαράες;
και σύσκοτα εγνέφιξες,
΄ς ση παραδείσ’ επήες.
Γιάμ οι χαρέντ’ εκόμπωσαν
τα άβλαβα, τα ψύα σ’,
κ’ εντόκαν κ’ ετογράεψαν
το χαμνόν την καρδία σ’;
Γιάμ’ η Χρυσάνα εμένεσεν
κ’ εν έστειλεν χαπάρια
κ’ επήες αέτς σύναυγα
με τα πετεινολάλια..
Πολλά πουλία ‘κ’ επορούν
να ζούν ‘ς σην χωρισίαν,
άμον ατά πας κ’ έσανε
Γιάννε, τ’ εσά τα ψύα;
Τοι μαύρους, ντ’ εκαβάλκεψες,
παστάν εσυνεφτύρθαν..
κι ο χάρον εδειλίασεν
και οι αγγέλ’ εσύρθαν..
Επέρες στράταν και δρομίν ,
δέβαν και δεβασέαν,
να πας ευρήκς την κάλη σου ,
τη ρίζα σ’, τη στερέα σ’…
Έτρεξες κ’ εν εκόνεψες
‘ς ση παραδείσ’ τα πόρτας,
τα πόρτας, τα καστρόπορτας,
τα διπλοκλειδωμένα.
Εντόκες κ’ εν εβρόντεξες
τα πόρτας όλα ενοίγαν..
και οι αδέντ’ οι πονεμέν’
αναφουσφουντουρίγαν…
Τον άδην εκατέσκισες,
τον δεισοσκεπαμένον…
κ’ εύρες την χρυσανάλλαχτο σ’
με το τραπέζ’ στρωμένον..
Γιαννε, τη στράταν, ντ’ επήρες
‘κι ακούς μοιρολοϊας
άντσαχ’ πουλόπα κελαηδούν
λύρας και τραγωδίας..!
‘Σύ έσ’νε κάρδιας μάλαμαν
και ψύς παρηγορίαν,
πατρίδας έσνε τσαβαϊρ’,
τη κόσμι ευλοϊα…
‘Συ έσ’νε πρωτολάλετος
και πρωτοτιμημένος,
‘ς σο μωχαπέτ’, ‘ς σην εγλεντζέν
εμπρού ‘κες σταλιμένος..
‘Συ έσ’νε τη κοσμί στουλάρ’
και χέρ’ τ’ ανεχετείας,
‘ς σον πόνον και ‘ς σο βαϊνασίν
ελύουσαν τα ψύα σ’…
‘Συ έσ’νε ψύ ανεύρετον,
κάρδιας παρηγορία,
‘σύ έσ’νε τη κραμάτ νερόν ,
και κεμεντζές λαλία…!
Τα μασχαρία σ’ πλέτερα ,
τα μωχαπέτια σ’ πλέα,
η Ρωμανία για τ’ εσέν,
τη ψύ σ’ η συντελέα..
Γιάννε ,πατρίδας μάλαμαν
και Ρωμανίας γαίμαν,
Του Πόντου έσ’νε αγκωνάρ’
και τ’ εγλεντσές το στέμμαν.
‘Σ σ’ όλια τικές παρέστεκες
με την καλοκαρδίαν,
αρρωστικά και βάλσαμα,
λόγια παρηγορίας..!
Η λαλία σ’ σον ουρανόν
μαχαίρ’ ‘ς σην αδικίαν..
αέτς σαγλάμς κι ασύγλιστος,
στουλάρ ‘ς σην κοινωνίαν….!
Γιοσμάς και ατεβίρευτος
κι αφόβετος ‘ς σον φόβον,
τον πιστεμένον έκλωθες
με τον ορθόν τον λόγον…
Έζησες με τ’ ορόματα
τα βαθυστοχασίας!
Ανθρώπ’ να ζουν και χαίρουνταν
χωρίς τα αδικίας…
‘Σ σ’ αβού τον κόσμον, τ’ άκλερον,
απλέρωτα μουράτια,
απέσ’ ‘ς σα πλούτια οι ολίγ’
κι πλέοι με τα βαχάτια..
Γιάμ’ οι αγγέλ’ εζέλεψαν
κ’ έκοψαν τ’ εχτιπάρ ισ’
κ’ επέραν τα μουράτια σου
κι όλια τη ψύ σ’ τα χάρεις;
Γιάννε, τ’ εσά τ’ ομνύσματα
και τ’ εσά τα μουράτια,
απίταγμαν να ίντανε
‘ς σ όλα τη γης τα πλάτια .
Επαρεδέβες τον κόσμον,
τη γης τα λειφτασέας,
κ’ εδέβες ‘ς σον παράδεισον
ν’ ευρήκς ζεστά φωλέας…!
‘Σ σ’ αβού τη γην, ντο έζησες,
κ’ εν όλια, ντο ετάες,
΄΄προζύμ΄΄ εφέκες κ’ έφυες,
κι αρ’ άντσαχ ενεπάες…
Πάντα οροματίουσνε,
για τ’ έναν κοινωνίαν
ανθρώπ’ ντο ζούν άμον ανθρώπ’
με την χαραδοξίαν..
Να τραγωδούνε την εγάπ’
και χαίρουνταν εντάμαν
με την εγάπ’, με την φιλιάν,
με τον κύρ’ και τη μάναν.
Όθεν εποίες άνοιξης
Τσιτσεκοφορτωμένα,
και τα πουλόπα του Θεού
κι ατά είν’ χαρεμένα.
Εγένουσνε χρυσάγγελος
και χρυσαναλλαγμένος
‘ς σο μεσοδώμ’ τη παραδείσ’
με τ’ Ά’ιοις συνεταγμένος…
Σ’ σ’ έναν λιβάδ’, ‘ς σ’ έναν ομάλ,
‘ς σ’ έναν πιδέξιον τόπον..
εκές να συνορθιάεσαι
χωρίς πόνια και κόπον..
Κι ατώρα ανθοφόρετος
κι ανθρωποτιμημένος,
εσυνδρομιάες τον Θεόν
να είσαι σ’χωρεμένος…
Γιάννε, μη τσατινεύκεσαι,
εκές ‘κ’ ευρίουν πόνια,
με την υίαν και την χαράν
εφτάν’ τα παραμόνια…
Εκές χορεύνε και γελούν
εφτάνε μωχαπέτια,
με τη λύραν, με το τουλούμ’
και με χορόντας σέρτια..
Έρθα μ ΄ς σο συναπάντεμα σ’,
‘ς σ’ εσόναν την παρεύγαν,
‘ς σο αποψάλλ’μ, το υστερνό σ’,
και ‘ς ση δρομί σ’ το τέρμαν..
‘Σ σ’ατό τ’ εσόν το δεβασίρ
κι ιεύν’ μοιρολοίας,
‘κι ιεύνε φτυλακίματα,
Δάκρυα, χοντρολαλίας…
‘Σ σ’ εσέν ιεύ το δοξοστάρ’
και τα δοξολοϊας,
‘ς σ’ εσέν ιεύ’ πυρρίχιος
και χαράς τραγωδίας…
‘Σ σ’ ατό τη στράτα σ’, το μακρύν
και τ’ ανθοφορεμένον
πουλιά να συντροφεύνε ‘σεν ,
κι ανθένια μυριχτέρια..
Τσιτσέκια αναμάραντα,
ζιμπίλια, μανουσάκια,
κι όθεν ‘κεικά διψάσκεσαι
αυγής πεγαδομάτια,
να τρέχνε και σορσοταρούν
και ίνταν δροσεμάτια…
Εσέν ‘κι θ’ ανασπάλουμε,
εσέναν θα τιμούμε,
εσέν, τον δικαιόκριτον
και τον ανθρωπεμένον.
Να είσαι αγγελοτίμετος
και θεοφωταγμένος..
‘Σ ση παραδείσι την οτάν,
πάντα αναλλαγμένος..!