«Αίμα, δάκρυα κ’ ιδρώτας» τη Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014 στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» όπου πραγματοποιήθηκε η τελετή απονομής των βραβείων «Κάρολος Κουν» και των βραβείων «Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής 2013-14» της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών.
Αφορμή για την ένταση που προκλήθηκε στάθηκε η απονομή του βραβείου αρχαίου δράματος στον Σάκη Ρουβά για τον ρόλο του Διονύσου στην τραγωδία «Βάκχες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη. Η ηθοποιός Χρυσούλα Διαβάτη πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από την βράβευση αυτή, λέγοντας πως πρέπει να υπάρξει αστυνομία θεάτρου, λόγω της γενικότερης κατάντιας στην οποία έχει περιέλθει το θέατρο στον τόπο μας.
Πολλά θεμελιώδη ερωτήματα, φιλοσοφικού χαρακτήρα, προκύπτουν από τα παραπάνω συμβάντα. Ένα από αυτά που τέθηκαν είναι το ποιος δικαιούται να αποκαλείται ηθοποιός. Μια από τις προϋποθέσεις που τίθενται από κάποιους είναι η φοίτηση σε μια δραματική σχολή. Άραγε επειδή κάποιος τελειώνει μια δραματική σχολή αυτομάτως αποκτά την ιδιότητα και τον τίτλο του ηθοποιού; Σαφέστατα και όχι. Κατ΄ αντιστοιχία κάποιος που πήρε ένα πτυχίο δε σημαίνει πως έγινε και επιστήμονας. Αδιαμφισβήτητα είναι σημαντική η διαδικασία της θεσμικής εκπαίδευσης πάνω σ’ ένα αντικείμενο ωστόσο δεν αποτελεί μοναδική προϋπόθεση για την κατάκτηση της γνώσης.
Το αν ο Σάκης Ρουβάς ήταν καλός ή όχι στο ρόλο του Διονύσου ή αν σπούδασε ή όχι σε μια δραματική σχολή είναι ζητήματα ελάσσονος σημασίας. Παρακάμπτοντας την εξορισμού προβληματική ύπαρξη κάθε είδους «καλλιτεχνικών» διαγωνισμών το ζήτημα που υπεισέρχεται στο προσκήνιο είναι αυτό του πολιτισμικού πλουραλισμού των τελευταίων δεκαετιών.Η φιλοξενία ή και συνύπαρξη καλλιτεχνών και παραστάσεων αισθητικά ετερόκλητων μεταξύ τους, σε χώρους που παραδοσιακά παρουσιάζονται έργα «υψηλής» τέχνης είναι φαινόμενο των μεταπολιτευτικών χρόνων.Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Ηρωδείου και του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών όπου τα τελευταία χρόνια διατίθενται για κάθε είδους παραστάσεις και «κοινωνικές εκδηλώσεις».
Ενόχλησε πολλούς η βράβευση του Ρουβά αλλά κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε για παράδειγμα για την παραχώρηση του Ηρωδείου στη Μόνικα τον Ιούλιο που μας πέρασε. Πλέον οι θεσμοί προωθούν μια κακώς εννοούμενη «εκδημοκρατικοποίηση» του πολιτισμού. Πράγματι κάτι τέτοιο ιδεολογικά φαίνεται θεμιτό και δημοκρατικό όμως ενέχει πολλούς αισθητικούς «κινδύνους». Το πρόβλημα προκύπτει όταν οι καλλιτέχνες και τα κάθε είδους θεάματα εξομοιώνονται.Τα τελευταία χρόνια η διοργάνωση συναυλιών λαϊκής ή γενικότερα δημοφιλούς μουσικής, όπως είναι ο δόκιμος όρος, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αποτελεί τον κανόνα. Μεγάλο πλήθος μουσικών – συνθετών δημοφιλούς μουσικής (λαϊκοί, ποπ, κ.α.) έχουν πραγματοποιήσει έστω μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής. Το πρόβλημα είναι πως οι μουσικές αυτές επειδή είναι αποκομμένες από το περιβάλλον στο οποίο και για το οποίο γράφτηκαν φαντάζουν αταίριαστες μ’ έναν χώρο που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε για να φιλοξενεί άλλου είδους παραστάσεις. Άρα το αποτέλεσμα τέτοιων πρακτικών μπορεί να φαντάζει ιδεολογικά δημοκρατικό στην πράξη όμως αισθητικά είναι από επισφαλές μέχρι και κακόγουστο.
Το ζήτημα δεν είναι αν ήταν ορθή ή όχι η βράβευση του Ρουβά αλλά το πότε και το γιατί έγινε. Επίσης πολύ ενδιαφέρον έχει ν’ αναλογιστεί κανείς τι σημαίνει μια τέτοια βράβευση για το μέχρι πρότινος popidolκαι αντίστοιχα για τον κλάδο του θεάτρου. Σίγουρα η επιτροπή είχε πλήρη επίγνωση του τι έκανε. Η βράβευση του Ρουβά αλλά και η επιλογή του για τον ρόλο θα μπορούσαν ν’ αποτελούν ένα τέχνασμα ώστε να μετατραπούνοι απανταχού και πάλαι ποτέ πιστές «Ρουβίτσες» σε θεατρικό κοινό και μάλιστα σε μια εποχή που στέρεψαν οι κρατικές επιχορηγήσεις.Από την άλλη η βράβευση αυτή αποτελεί για τον Ρουβά μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ από την οποία βγαίνει με μια καινούρια καλλιτεχνική «ταυτότητα», ώστε να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα όπως ανήγγειλε από το βήμα της βράβευσης.