Το ασαφές θεσμικό πλαίσιο για την ευθύνη διαχείρισης, αλλά και η έλλειψη πολιτικής βούλησης με τις μελέτες επί μελετών να παραμένουν επί χρόνια στα συρτάρια, είναι οι βασικές αιτίας που κρατούν αναξιοποίητη τη λίμνη Πολυφύτου και επιταχύνουν την υποβάθμιση της παραλίμνιας περιοχής.
Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της ημερίδας για τις «προοπτικές και δυνατότητες ολοκληρωμένης αξιοποίησης της λίμνης Πολυφύτου», την οποία διοργάνωσαν την Κυριακή 21 Οκτωβρίου στην Αιανή, οι αυτοδιοικητικές κινήσεις «Αλλάζουμε Εποχή» της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας, «Κοζάνη – Τόπος να Ζεις» του Δήμου Κοζάνης και ΑΝΤΑΜΑ του Δήμου Σερβίων – Βελβεντού, παρουσία του αναπληρωτή υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Μάρκου Μπόλαρη και του γενικού γραμματέα Ενέργειας Μιχάλη Βερροιόπουλου.
Άλλωστε, ο τελευταίος παραδέχτηκε την προβληματικότητα του θεσμικού πλαισίου, ως προς τις ευθύνες διαχείρισης και αξιοποίησης της παράκτιας περιοχής, γι’ αυτό και υποσχέθηκε να δώσει λύση στο θέμα. Αποκαλυπτικός ως προς την ομολογία του προβλήματος ήταν και ο διευθυντής Υδροηλεκτρικής Παραγωγής ΔΕΗ. Ο Γιάννης Αργυράκης τόνισε την ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης στον υφιστάμενο νόμο, ώστε για τα επενδυτικά σχέδια που θα αδειοδοτηθούν από την Διεύθυνση Υδάτων, την ευθύνη για τυχόν προβλήματα που θα προκύψουν θα την έχουν οι φορείς υλοποίησης των σχεδίων και όχι η ΔΕΗ.
Δεν υπάρχει ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο, ώστε να μπορούν να δοθούν τα νερά προς αξιοποίηση, τόνισε και ο περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας, επισημαίνοντας πως χρειάζεται νομοθετική ρύθμιση. «Αυτή τη νομοθετική ρύθμιση την έχουμε προτείνει από τον Οκτώβριο του 2015», υπογράμμισε ο Θεόδωρος Καρυπίδης.
Ο αναπληρωτής υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάρκος Μπόλαρης, τόνισε ότι «σημασία έχει ο τόπος να βγει από την κρίση. Γι’ αυτό πρέπει να ασχοληθούμε με την παραγωγική ανασυγκρότηση. Η παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου δεν είναι γράμμα κενού περιεχομένου. Είναι ένα ψηφιδωτό, όπου κάθε μια ψηφίδα είναι μια προσπάθεια που γίνεται από τους Έλληνες για να αλλάξουν τα πράγματα στον τόπο. Σήμερα στην Αιανή συζητάμε για τις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου και για την πρόκληση της λίμνης του Πολυφύτου. Στην κατεύθυνση αυτή χρειαζόμαστε συνέργειες, χρειαζόμαστε συνεργασίες: των κατοίκων γύρω από τη λίμνη, των αλιέων, του δήμου, των συνεταιρισμών, της Περιφέρειας, έτσι ώστε με στρατηγικό σχεδιασμό και με ισχυρή βούληση να αξιοποιήσουμε τις πραγματικά προκλητικές δυνατότητες που έχει η λίμνη του Πολυφύτου. Γι’ αυτό είμαστε εδώ, για να πάρουμε την υπόθεση του σήμερα και του αύριο της πατρίδας μας στα χέρια μας».
Για το βόρειο αρδευτικό, ένα αίτημα δεκαετιών των κατοίκων της παραλίμνιας περιοχής, σημείωσε: «Υπάρχουν δυνατότητες μία σειρά από μεγάλα έργα να ενταχθούν σε προγράμματα αναπτυξιακά, του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης. Εάν υπάρξει ο σχεδιασμός από την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση και φτάσει στο υπουργείο, μπορούμε να έχουμε αποτέλεσμα».
Ο Θ. Καρυπίδης από την πλευρά του υπογράμμισε: «Για την αξιοποίηση της λίμνης Πολυφύτου υπάρχει ένας συνολικός σχεδιασμός σε εξέλιξη, μέσα στο νερό έξω από το νερό και στις παραλίμνιες περιοχές. Για πρώτη φορά εξασφαλίσαμε για την αλιεία 14 εκ. ευρώ από το πρόγραμμα Leader, δίνοντας τη δυνατότητα στους αλιείς να εξελίξουνε την ιχθυοκαλλιέργεια και την καθετοποίηση της παραγωγής.
Για την παραλίμνια περιοχή είναι σε εξέλιξη η ολοκλήρωση της μελέτης του παραλίμνιου δρόμου, μια πολύ σημαντική εξέλιξη που θα δημιουργήσει δυνατότητες επικοινωνίας και τουριστικής αξιοποίησης.
Προϋπόθεση όλων αυτών είναι να έχουμε σταθεροποίηση της στάθμης της λίμνης, κάτι το οποίο πρέπει να γίνει σε συζήτηση με τη ΔΕΗ. Ήδη έχω καταθέσει από τον Οκτώβριο του 2015 έτοιμη νομοθετική ρύθμιση και στον υπουργό τον κ. Σκουρλέτη και στον πρόεδρο της ΔΕΗ, που είναι και το μεγάλο αγκάθι, ώστε να δοθεί λύση στην αξιοποίηση των υδάτων και να φέρει την ευθύνη του ελέγχου η Περιφέρεια. Γιατί αυτή τη στιγμή επειδή έχει την ευθύνη η ΔΕΗ υπάρχουν πάρα πολλές απαγορευτικές δραστηριότητες, για το ποιος φέρει την ευθύνη του ελέγχου. Γι’ αυτό δεν μπορούν να αξιοποιηθούν πολλές δυνατότητες.
Έχουμε τα λιμανάκια τα οποία δεν έχουν αξιοποιηθεί και καταθέσαμε πρόταση για την αξιοποίησή τους, το μεγάλο αρδευτικό της βόρειας ζώνης Πολυφύτου, το πολυσυζητημένο, χαμένο στα συρτάρια εδώ και μια δεκαετία, το ξεθάψαμε, επικαιροποιούμε, βελτιώνουμε και ολοκληρώνουμε τη μελέτη. Θα την καταθέσουμε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ώστε να είναι ενήμερος και ο υπουργός, ότι για μας είναι ένα έργο προτεραιότητας. Ταυτόχρονα, γνωρίζετε ότι αυτό το έργο μπορεί να ολοκληρωθεί σε δύο φάσεις. Η πρώτη για άρδευση με φυσική ροή 13.000 στρεμμάτων και η δεύτερη φάση για άρδευση άλλων 30.000 στρεμμάτων. Δίνουμε προτεραιότητα κατασκευής της πρώτης φάσης, που το κόστος είναι μικρό, περίπου 30 εκ. ευρώ και είναι με φυσική ροή, άρα και το λειτουργικό κόστος είναι πολύ μικρό. Το πολύ σε ένα χρόνο θα έχουμε παραδώσει όλες τις μελέτες.
Για τη δεύτερη φάση υπάρχει ένα μικρό υδροηλεκτρικό στο φράγμα του Ιλαρίωνα ισχύος 4 μεγαβάτ. Θα διεκδικήσουμε αυτό να παραχωρηθεί στην τοπική κοινωνία, για την άντληση των υδάτων με σκοπό την άρδευση.
Το συνολικό κόστος του έργου, είναι της τάξης των 70-80 εκ. ευρώ.
Οι αυτοδιοικητικές κινήσεις «Αλλάζουμε Εποχή», «Κοζάνη Τόπος να Ζεις» και ΑΝΤΑΜΑ, οι οποίες ήταν συνδιοργανωτές της ημερίδας, επισήμαναν πως «αφορμή για την πρωτοβουλία τους, είναι το γεγονός ότι 42 χρόνια μετά την κατασκευή του φράγματος και τη δημιουργία της λίμνης Πολυφύτου, η ολιγωρία Πολιτείας (κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης) σχετικά με την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων που διαμόρφωσε τη νέα πραγματικότητα, οδήγησε σε αδράνεια τις τοπικές κοινωνίες, με αποτέλεσμα η λίμνη να μην έχει ενσωματωθεί στην κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής και να παραμένει ανεκμετάλλευτη. Για το λόγο αυτό αναλάβαμε την πρωτοβουλία να ξεκινήσουμε τον διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες, τους φορείς της περιοχής, με στόχο να διαμορφωθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ορθολογικής αξιοποίησης και βιώσιμης ανάπτυξης». Εν κατακλείδι τονίζουν: «Το ζήτημα της λειτουργίας ενός νέου σχήματος διαχείρισης σήμερα τίθεται εκ νέου, με δεδομένη τη διοικητική διάρθρωση της τοπικής αυτοδιοίκησης Α΄ και Β΄ βαθμού. Ένας κοινός αναπτυξιακός φορέας ο οποίος θα μελετά, θα προτείνει έργα και θα παρακολουθεί την υλοποίησή τους, χωρίς να επηρεάζεται από τις μεταβολές των πολιτικών συσχετισμών».