Μήλα Κοζάνης από την… Πολωνία, τη Βόρεια Μακεδονία και τη Σερβία, ακτινίδια Πέλλας από το Ιράν και την Τουρκία. Και εν προκειμένω δεν αρμόζει το «τι Λωζάννη, τι Κοζάνη», διότι οι «ελληνοποιήσεις» εισαγόμενων προϊόντων όχι μόνον σημαίνει απώλεια εισοδήματος για τους Ελληνες αγρότες και εσόδων από τα κρατικά ταμεία, αλλά ενδεχομένως τίθενται και ζητήματα δημόσιας υγείας.
Είναι κάποιοι κακοί «έμποροι» που φέρνουν παράνομα τα φορτία αυτά σε χαμηλές τιμές και τα πωλούν στη συνέχεια ως «ελληνικά» σε πολύ υψηλότερες τιμές; Ναι, μπορεί να υπάρχουν και τέτοιοι, αλλά δεν είναι μόνον αυτοί. Στον κλάδο των νωπών φρούτων και κηπευτικών αποτελεί κοινό μυστικό ότι αρκετές φορές στην εισαγωγή και «ελληνοποίηση» προϊόντων από τρίτες χώρες εμπλέκονται ακόμη και αγροτικοί συνεταιρισμοί, κάποιοι εκ των οποίων μπορεί να συμμετέχουν ακόμη και σε προγράμματα προώθησης ελληνικών προϊόντων, προγράμματα που σημαίνει «ζεστό» χρήμα από εθνικούς από κοινοτικούς πόρους.
Οι ενδείξεις είναι πολλές, αλλά θα πρέπει να υπάρχει η βούληση από τις αρμόδιες κρατικές αρχές, αλλά και από τους ίδιους τους αγρότες, για τον εντοπισμό τέτοιων φαινομένων. Σε εβδομαδιαία βάση, o Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών Incofruit-Hellas ενημερώνει για διάφορες εισαγωγές που γίνονται σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας, ευελπιστώντας ότι οι αρμόδιες αρχές θα κινητοποιηθούν. Για παράδειγμα, το διάστημα 1.9.2023-8.2.2024 οι εισαγωγές μήλων ήταν σχεδόν τετραπλάσιες από το αντίστοιχο διάστημα του 2022-2023, καθώς ανήλθαν σε 14.412 τόνους έναντι 3.899 πέρυσι. Από τις 14.412 τόνους, οι 8.098 εισήχθησαν από τη Βόρεια Μακεδονία, 2.003 από τη Σερβία και 2.173 από Πολωνία, με τους προορισμούς να είναι η κυρίως η Πέλλα, η Λάρισα και η Κοζάνη.
Την ίδια περίοδο επίσης εισήχθησαν 1.768 τόνοι ακτινιδίων, από τους οποίους οι 1.012 κατευθύνθηκαν στην Πέλλα, έναν από τους βασικούς νομούς παραγωγής ακτινιδίων, εκ των οποίων οι 600 τόνοι ήταν προέλευσης Ιράν και 496 προέλευσης Τουρκίας. Βεβαίως και οι τελευταίοι μπορεί να ήταν επίσης προέλευσης Ιράν, που είχαν πρώτα εισαχθεί στην Τουρκία και επανεξήχθησαν ως τουρκικά ακτινίδια, κάτι που σημαίνει μηδενικούς δασμούς. Ας σημειωθεί εδώ ότι όταν η Ελλάδα εξάγει ακτινίδια στην Τουρκία, αυτά επιβαρύνονται με εισαγωγικούς δασμούς, κάτι που στοιχίζει σε ανταγωνιστικότητα. Η επανεξαγωγή με μηδενικό δασμό από Τουρκία σημαίνει ότι τα ακτινίδια αυτά έρχονται στην ελληνική αγορά στην τιμή των 47-50 λεπτών/κιλό, όταν τα ελληνικά φεύγουν από το δέντρο με τιμή γύρω στα 85 λεπτά.
Η «ελληνοποίηση» εισαγόμενων από τρίτες χώρες προϊόντων είναι ο ένας τρόπος που τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα χάνουν αξία και οι παραγωγοί τους, αλλά και η εθνική οικονομία, στερούνται κρίσιμων πόρων. Υπάρχει, ωστόσο, και ο ακριβώς αντίστροφος τρόπος: η εξαγωγή χύμα ελληνικών προϊόντων σε γειτονικές χώρες, κυρίως στην Ιταλία και δευτερευόντως στη Βουλγαρία, τα οποία στη συνέχεια οι Ιταλοί τυποποιούν, τα εξάγουν ως «ιταλικά» και καρπώνονται την προστιθέμενη αξία. Η περίπτωση του ελαιολάδου είναι η πιο χαρακτηριστική, αλλά δεν είναι μόνον αυτή. Σημειωτέον, το 2023, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η Ελλάδα εξήγαγε στην Ιταλία σχεδόν 133.000 τόνους ελαιολάδου, με την αξία των εξαγωγών να διαμορφώνεται σε 760,632 εκατ. ευρώ.
Τι άλλο αγοράζουν οι Ιταλοί κατευθείαν από το χωράφι ή το δέντρο και το «ιταλοποιούν»; Ακτινίδια, φράουλες, μανταρίνια, πορτοκάλια, αλλά και καρπούζια. Η Ιταλία, η οποία είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα ακτινιδίων στην Ευρώπη και δεύτερη μεγαλύτερη στον κόσμο, μετά τη Νέα Ζηλανδία, έχει μειωμένη παραγωγή φέτος, όπως και η Ισπανία. Αντί ο κοινός στόχος να είναι η αύξηση της διείσδυσης των ελληνικών ακτινιδίων, κάποιοι επιτήδειοι τι κάνουν; Πωλούν τα ελληνικά ακτινίδια προς 1 ευρώ/κιλό στους Ιταλούς οι οποίοι τα συσκευάζουν και τα τυποποιούν και στη συνέχεια τα εξάγουν (ως ιταλικά) προς 1,70 ευρώ.
Τα φορτία που φεύγουν προς τη γείτονα για τον παραπάνω σκοπό πληρώνονται συνήθως τοις μετρητοίς, ενώ ακόμη και αν συνοδεύονται από δελτίο αποστολής, σε αυτό αναγράφεται διαφορετική ποσότητα από την πραγματική. Συχνά δε συσκευάζονται με άλλα προϊόντα, για παράδειγμα με ροδάκινα, σε μια προσπάθεια παραπλάνησης των Αρχών.
Mικρός κλήρος, γερασμένοι αγρότες
Μπορεί στα χρόνια της οικονομικής κρίσης κάποιοι νέοι να εγκατέλειψαν την Αθήνα και τα άλλα αστικά κέντρα για την αναζήτηση καλύτερης τύχης στην ελληνική περιφέρεια, αλλά αυτός δεν είναι ο κανόνας. Η ελληνική ύπαιθρος, η οποία εδώ και δεκαετίες έχει ανεπαρκείς δομές, ειδικά σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση και την υγεία, όχι μόνο δεν προσελκύει νέους κατοίκους, αλλά διώχνει και πολλούς από αυτούς που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει εκεί. Αποτέλεσμα; Ο αγροτικός πληθυσμός είναι στη συντριπτική του πλειονότητα γερασμένος και εκ των πραγμάτων με χαμηλότερο επίπεδο κατάρτισης και με περιορισμένες δυνατότητες προσαρμογής στις νέες τεχνολογίες που στοχεύουν στην καλύτερη διαχείριση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και στη μεγιστοποίηση του παραγόμενου πλούτου.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat (2020) είναι αποκαλυπτικά. Σχεδόν 4 στους 10 επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων είναι ηλικίας από 65 ετών και άνω, ενώ οι λεγόμενοι νέοι αγρότες (ηλικίας κάτω των 40 ετών) είναι μόλις το 7,2% των επικεφαλής των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ενωση το ποσοστό των επικεφαλής αγροτικών εκμεταλλεύσεων ηλικίας άνω των 65 ετών είναι 33,2%, ενώ οι νέοι αγρότες αποτελούν το 11,9%.
Το άλλο βασικό χαρακτηριστικό του γεωργικού τομέα στην Ελλάδα είναι ο μικρός κλήρος, χαρακτηριστικό που, ελλείψει του απαιτούμενου εκσυγχρονισμού, αποτελεί στην πραγματικότητα μία από τις κύριες αιτίες υστέρησης του τομέα. Το 74,05% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα –σχεδόν δηλαδή τρεις στις τέσσερις– είναι κάτω από 50 στρέμματα, ενώ το μέσο μέγεθος αγροτικής εκμετάλλευσης στην Ε.Ε. είναι 170 στρέμματα. Από 50 έως 99 στρέμματα είναι το 13,39% των εκμεταλλεύσεων, ενώ από 100 έως 199 στρέμματα είναι το 7%, περίπου, των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μη οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα, οι οποίες αποτελούν ισχνή μειοψηφία, μόλις 2% του συνόλου, έχουν υπερδιπλάσιο μέγεθος από τις οικογενειακές: το μέσο μέγεθός τους είναι 120 στρέμματα ενώ των οικογενειακών εκμεταλλεύσεων 50 στρέμματα.