Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης διοργανώνει δράση έως την Κυριακή 29 Μαΐου, “Πράσινες Πολιτιστικές Διαδρομές” στον Μακεδονικό Τάφο Σπηλιάς Εορδαίας, στην Επισκοπική Βασιλική Σισανίου Βοΐου και την παρακείμενη στο ναό Ι. Μονή Κοίμησης της Θεοτόκου. Αναλυτικά το δελτίο τύπου:
«Πέμπτη έως Κυριακή, 26 έως 29 Μαΐου 2022, κατά τις ώρες 10:00 έως 14:00 μπορείτε να επισκεφθείτε τον Μακεδονικό Τάφο Σπηλιάς Εορδαίας και την Επισκοπική Βασιλική Σισανίου Βοΐου, καθώς και την παρακείμενη στο ναό Ι. Μονή Κοίμησης της Θεοτόκου.
Φυλακτικό προσωπικό και αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κοζάνης, θα είναι εκεί και θα σας περιμένουν!
Στους επισκέπτες θα διανεμηθεί σχετικό εποπτικό υλικό της Εφορείας και του Τμήματος Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων και Επικοινωνίας της Διεύθυνσης Αρχαιολογικών Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, που διοργανώνει τη δράση.
Μην παραλείψετε να επισκεφθείτε επίσης τη σελίδα της εκδήλωσής:
https://prasinespolitistikesdiadromes2022.wordpress.com/
Την εκδήλωση στηρίζουν ως συνεργαζόμενοι φορείς οι Δήμοι Βοΐου και Εορδαίας, καθώς και η Ιερά Μητρόπολη Σισανίου και Σιατίστης.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ της ΣΠΗΛΙΑΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ ανασκάφηκε το 1987, ενώ αποκαταστάθηκε από την Διεύθυνση Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων και την Εφορεία, στο Γ΄ ΚΠΣ.
Ο τάφος δεν καλύπτεται με τύμβο, είναι διθάλαμος, με μνημειακή πρόσοψη δωρικού ρυθμού και ελεύθερο αέτωμα. Οι νεκροί που θάφτηκαν σ’ αυτόν, που αριθμούν τους επτά ή οκτώ, συνοδεύονταν από κτερίσματα, τα οποία τοποθετούν τη χρήση του στον 2ο-1ο αι. π.Χ. Το εν λόγω μνημείο όπως και ο πρωιμότερος διαφορετικού τύπου μακεδονικός τάφος των Πύργων Εορδαίας, που ανασκάφηκε αργότερα, επιβεβαιώνει την κοινή ταυτότητα ταφικών εθίμων και πρακτικών μεταξύ Κάτω και Άνω Μακεδονίας. Επιπλέον, προσθέτει δύο ακόμη δείγματα στην ποικιλία της αρχιτεκτονικής μορφής, που παρουσιάζει το είδος των μνημείων αυτών.
O ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΣΙΣΑΝΙΟΥ, ανασκάφηκε από την 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κατά το διάστημα 1992-1996 και αποκαταστάθηκε στο πλαίσιο έργου ενταγμένου στο Γ΄ ΚΠΣ.
Βρίσκεται σε μικρή απόσταση δυτικά του σύγχρονου οικισμού του Σισανίου, Δήμου Βοΐου και εντάσσεται στη σειρά των μεγάλων επισκοπικών ναών, που κτίσθηκαν στο χώρο της Μακεδονίας τον 11ο αι., όπως η Παλαιά Μητρόπολη Βέροιας, η Μητρόπολη Σερρών, η βασιλική των Σερβίων κ.α. Ο ναός ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης, πιθανότατα τρουλαίας βασιλικής με διμερή παραβήματα, νάρθηκα και εξωνάρθηκα. Τα τυπολογικά και τεχνικά χαρακτηριστικά, ο σωζόμενος ζωγραφικός διάκοσμος, η κεραμική και τα πολύχρωμα εφυαλωμένα πλακίδια που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή, ανάγουν χρονικά το ναό στη μεσοβυζαντινή περίοδο και συγκεκριμένα στον 11ο -12ο αι.
Καταστράφηκε πιθανόν από σεισμό το αργότερο στο α΄ μισό του 13ου αι, ανακατασκευάζεται όμως και διαμορφώνεται σε σταυρόσχημο εγγεγραμμένο. Στα τέλη του 14ου αι., όταν οι περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας κατακτήθηκαν από τους Οθωμανούς, έπαυσε η λειτουργία του ναού. Το βυζαντινό όνομα του ναού, παραμένει άγνωστο. Ωστόσο, το τμήμα της κτητορικής σύνθεσης στη δυτική στενή παρειά του νότιου πεσσού του Ιερού, όπου απεικονίζεται η Θεοτόκος με γονυπετή τον κτήτορα -επίσκοπο αποδεικνύει ότι ήταν επισκοπικός και μάλιστα αφιερωμένος στην Παναγία. Υπό την επίβλεψη της Δ/νσης Αναστήλωσης του ΥΠ.ΠΟ κατασκευάστηκε στέγαστρο στον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο, ενώ ολοκληρώθηκε η συντήρηση των ευρημάτων (τοιχοποιίες, ζωγραφικός διάκοσμος) και διαμορφώθηκε ο περιβάλλοντας χώρος με φορέα υλοποίησης την 11η ΕΒΑ.
Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΙΣΑΝΙΟΥ, που βρίσκεται παραπλεύρως της επισκοπικής βασιλικής, έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Ακριβή στοιχεία δεν υπάρχουν σχετικά με το έτος ίδρυσης του μοναστηριού όμως σίγουρα αυτό λειτουργούσε το 1797, χρονολογία κατά την οποία ο Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Νεόφυτος κάνει αναφορά στο μοναστήρι στον κατάλογο των χωριών της δικαιοδοσίας του. Η μονή είναι χτισμένη σε μια περιοχή με ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, γεγονός που πιστοποιείται και από την χρήση μαρμάρινων τμημάτων από κίονες για την στήριξη της Αγίας Τράπεζας στο καθολικό του μοναστηριού αλλά και από την επιγραφή του 2ου μ.Χ αι. σε μαρμάρινη πλάκα που έχει εντοιχιστεί δεξιά της κύριας εισόδου του ναού. Το καθολικό της μονής είναι ένα απλό δρομικό κτίσμα με ενιαία δίρριχτη στέγη με τις γνωστές στα ανατολικά και δυτικά απολήξεις των ναών της τουρκοκρατίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοιχογράφηση του ναού, που συνοδεύεται από κτητορική επιγραφή στην οποία δεν είναι ευδιάκριτο το έτος ιστόρησης, αλλά και το εξαιρετικό ξύλινο τέμπλο με γραπτή διακόσμηση και εικόνες του 1821, έργο του γνωστού ζωγράφου της περιοχής Γεωργίου Mανουήλ εκ Σελίτσης (Εράτυρας)».