Τι είναι οι έφηβοι λόγοι; Είναι οι σκέψεις και τα όνειρα των εφήβων του σήμερα, όσα τους πληγώνουν κι όσα τους γεμίζουν ελπίδα. Είναι οι στίχοι, τα πεζά κείμενα και τα σκίτσα τους. Σ’ αυτήν εδώ τη στήλη, λοιπόν, οι μαθητές του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας τολμούν και τα παρουσιάζουν.
Μια μάνα ήτανε. Μια απλή μάνα, που με νύχια και με δόντια έβγαζε τα προς το ζην για τα δυο της παιδιά, την Ευγενία και τον Αλέκο. Ο πατέρας τους πέθανε, όταν ήταν τόσο δα μικρά, από καρκίνο. Όλοι στη γειτονιά τον κακολογούσανε. Βλέπεις, ήταν Αλβανός και στήριζαν τη γνώμη τους για κείνον σε στερεότυπα. Κι αυτή η δόλια η μάνα, μετά τον θάνατο του άντρα της, τα κουβαλούσε όλα πάνω στα στήθια της.
Πότε σερνόταν η καρδιά της απ’ τον πόνο στο σταυροδρόμι του μυαλού και άλλοτε το μυαλό της τρελαινότανε. Ήθελε να βρει τρόπο να γλυτώσει. Βλέποντας τόσες πληγές σε μια καρδιά, έκλαιγε κι εκείνο. Κι όταν τα δάκρυα του νου πότιζαν την ψυχή της, ο πόνος έτρεχε ασταμάτητα ουρλιάζοντας μέσα στ’ αυτιά της. Τι έφταιγε κι εκείνη; Μια μάνα ήτανε.
Κάθε πρωί έβγαινε στο κέντρο της Αθήνας και ζητιάνευε, όταν τα παιδιά της ήταν στο σχολείο. Μάζευε πέντε ευρώ με το ζόρι. Άλλοι περνούσανε αδιάφοροι και άλλοι ντρεπόντουσαν που δεν είχανε λεφτά να της δώσουν. Τις τελευταίες μέρες όμως, δεν μπορούσε η καημένη να βγει να ζητιανέψει. Είχανε συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, άκουσε στο ραδιόφωνο. Φοβήθηκε η καψερή, μη γίνει κανένα επεισόδιο κι αφήσει τα παιδιά της ορφανά. Μέσα σε τόσους παθιασμένους ανθρώπους, δεν μπορούσε να ’ναι σίγουρη. Τι να ’κανε κι αυτή; Μια μονάχη μάνα ήτανε.
Τ’ απογεύματα δούλευε καθαρίστρια σ’ ένα σχολείο κοντά στη γειτονιά της. Μα ό,τι έβγαζε από τη δουλειά, όλα πήγαιναν στα έξοδα του σπιτιού. Για τα έρμα τα παιδιά, τίποτε. Είχαμε μιλήσει πολλές φορές, κάθε φορά φορώντας το ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Τα μάτια όμως, διάολε, δε με ξεγελούσαν. Δυο μικρά καστανά μάτια ήτανε, κι όμως γεμάτα απόγνωση γέμιζαν τον κόσμο με τη θλίψη της. Όποτε κοιτούσε κάποιος τα μίζερα αυτά μάτια, πνιγότανε από λύπη.
Μέρες μετά την είδα απ’ το παράθυρο να ατενίζει στο μπαλκόνι της το ηλιοβασίλεμα πίσω από τις γκρίζες πολυκατοικίες. Με ένα πρόσωπο μούσκεμα από δάκρυα την έβλεπα να τραγουδάει. Κι όσο πιο κοντά έφθανε στο τέλος του τραγουδιού, όλο και πιο πολύ φώναζε. Ούρλιαζε σαν τρελή. Τα χέρια της τύλιγαν το σώμα της στοργικά κι έπειτα με μίσος έσχιζαν τα ρούχα. Τραβούσε τα μαλλιά της, δάγκωνε το κορμί της σαν λυσσασμένη. Σπάραξε η ψυχή μου. Χρόνια είχα να κλάψω, απ’ τα σαράντα μου που πέθανε ο δικός μου ο άντρας.
Φώναξα έναν γιατρό να έρθει να την κοιτάξουνε. Την πήρανε. Τρελάθηκε η δόλια, τρελάθηκε. Τα δυο της τα παιδιά τα πήγαν σε ορφανοτροφείο. Πώς να μην τρελαινότανε κι αυτή η δύστυχη; Μια μονάχη μάνα ήταν άλλωστε. Τι να ’κανε η πικραμένη η μάνα!
Ελένη Παπαστεργίου
μαθήτρια της Γ΄ τάξης
του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας