Τι είναι οι έφηβοι λόγοι; Είναι οι σκέψεις και τα όνειρα των εφήβων του σήμερα, όσα τους πληγώνουν κι όσα τους γεμίζουν ελπίδα. Είναι οι στίχοι, τα πεζά κείμενα, τα σκίτσα και τα συνθήματα τους. Σ’ αυτήν εδώ τη στήλη, λοιπόν, οι μαθητές του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας τολμούν και τα παρουσιάζουν.
Ο λαχειοπώλης διαλαλεί πλούτη και… αυταπάτες
(Ο παραπάνω στίχος προέρχεται από την ποιητική συλλογή του Χρήστου Τουμανίδη, Πάνω σε μια χορδή. Το κείμενο που ακολουθεί είναι εμπνευσμένο από τον συγκεκριμένο στίχο)
Ήταν Σάββατο. Εκείνο το ήρεμο απόγευμα ο κυρ Γιώργος καθόταν ως συνήθως μόνος στο κεντρικό καφενείο του χωριού. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία για αρκετή ώρα, μιας κι ακόμη τα παιδιά δεν είχαν μαζευτεί στην πλατεία για να παίξουν, όπως τις άλλες φορές.
Τη σιωπή διέκοψε ένας λαχειοπώλης με τη δυνατή φωνή του. Ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα. Τα άσπρα μαλλιά, οι ρυτίδες στο πρόσωπο και οι ρόζοι στα χέρια του έδειχναν τη σκληρή καθημερινότητα που βίωνε, για να τα βγάλει πέρα. «Έλα, πάρε ένα λαχείο. Ποτέ δεν ξέρει κανείς την τύχη του», φώναζε χαρακτηριστικά στους περαστικούς.
Ο κυρ Γιώργος παρατηρούσε τον πλανόδιο λαχειοπώλη με προσοχή και συλλογιζόταν τις μηδαμινές ελπίδες που εμπορευόταν αυτός ο άνθρωπος για μια ζωή πλουσιοπάροχη, χωρίς κόπο και ιδρώτα από τη μια στιγμή στην άλλη.
Σ’ αυτές τις σκέψεις βυθισμένος καθώς ήταν, ο λαχειοπώλης τον πλησίασε και του είπε: «Ελάτε κύριέ μου, πάρτε κι εσείς ένα λαχείο. Δε θα χάσετε».
Ο κυρ Γιώργος του απάντησε απότομα: «Κι όμως, θα χάσω κατά πάσα πιθανότητα τα δυο ευρώ μου».
Ο λαχειοπώλης είχε έτοιμη την απάντηση: «Και τι είναι δυο ευρώ μπροστά στα δυο εκατομμύρια που μπορεί να κερδίσετε!».
«Ο σημερινός μου καφές», είπε ο κυρ Γιώργος χαμογελώντας και μετά από λίγα λεπτά χάθηκε στο μισοσκόταδο του δειλινού.
Νίκος Γαβριηλίδης
Μαθητής της Γ’ τάξης
του 1ου Γυμνασίου Πτολεμαΐδας