Αν και οι αμφιβολίες μας επισκιάζουν την καλή μας προαίρεση για τη συγχώνευση των Τριτοβάθμιων ιδρυμάτων στην περιοχή μας, θεωρούμε την εξέλιξη αυτή αναγκαία. Αλλά όχι ευκταία. Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι δεν πραγματοποιείται με ακαδημαϊκά κριτήρια, αλλά αμιγώς δημοσιονομικά, μας βρίσκει αντίθετους και μας δίνει το δικαίωμα να χαρακτηρίσουμε τη συγχώνευση πρόχειρη και συγκριτικά υποδεέστερη από τις υπόλοιπες συγχωνεύσεις ιδρυμάτων που έλαβαν χώρα το τελευταίο διάστημα.
Προκειμένου ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα να είναι βιώσιμο διαχρονικά, αφού αυτός θεωρείται ότι πρέπει να είναι ένας από τους βασικούς στόχους, πρέπει να είναι τουλάχιστον ανταγωνιστικό. Άλλωστε ποιο το νόημα όλης αυτής της αλλαγής; Ιδίως μάλιστα από τη στιγμή που άλλα ιδρύματα, κρατικά ή μη, κάνουν την εμφάνισή τους στην εκπαιδευτική κοινότητα, η ύπαρξη ενός ανταγωνιστικού Πανεπιστημίου στη Δυτική Μακεδονία πρέπει να διασφαλιστεί. Όμως τι γίνεται στην πραγματικότητα;
Αρχίζοντας με το Πολυτεχνείο, μια κρίσιμη παράμετρος είναι η δημιουργία ανταγωνιστικών τμημάτων. Αν και από τις γραμμές αυτές δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς (με ακαδημαϊκούς όρους) η πρόταση δημιουργίας νέων τμημάτων, θεωρούμε απαραίτητη την τροποποίηση κάποιων τμημάτων καθώς και τη δημιουργία νέων. Ως προς το πρώτο, και προκειμένου να είναι πιο ανταγωνιστικό το συγκεκριμένο τμήμα, θα πρέπει να επέλθει μια τροποποίηση του Τμήματος Μηχανικών Ορυκτών Πόρων, τόσο ως προς την ονομασία όσο, πρωτίστως, και ως προς το αντικείμενο σπουδών. Ένα τμήμα ανάλογο της Σχολής Μηχανικών Μεταλλείων – Μεταλλουργών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, θα μπορούσε να συμπεριλάβει και το νεοϊδρυθέν Τμήμα Μηχανικών Ορυκτών Πόρων σε ένα πιο ανταγωνιστικό τμήμα και με περισσότερες κατευθύνσεις, κατευθύνσεις πιο προσανατολισμένες στην οικονομία της περιοχής.
Η ύπαρξη ενός Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, ανάλογο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κατά την άποψή μας θα προσέδιδε στην Πολυτεχνική Σχολή ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ενώ θα υπήρχε προοπτική για τη δημιουργία, μελλοντικά, ενός Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών.
Τα τμήματα οικονομικού αντικειμένου, αν και προκύπτουν από τις ανάγκες συγχώνευσης με το ΤΕΙ Δυτικής Μακεδονίας, εκτιμάται ότι δεν θα έχουν τον αντίκτυπο που προσδοκούν οι εμπνευστές τους, κι αυτό γιατί ένα οικονομικό Πανεπιστήμιο, προκειμένου να γίνει ανταγωνιστικό, καθώς οι απόφοιτοί του συνήθως απορροφούνται στον ιδιωτικό τομέα, θα πρέπει να αποδείξει σε βάθος ετών, ότι γίνεται αποδεκτό από την «αγορά». Σε κάθε περίπτωση, από τη στιγμή που υπάρχουν πιο ανταγωνιστικά τμήματα, η ίδρυση τμημάτων οικονομικού αντικειμένου, τα οποία βρίσκονται σε αφθονία στην Ελλάδα, δεν προσδίδει στο νέο Ίδρυμα την πρέπουσα μοναδικότητα στο χαρακτήρα του.
Ακόμη και σ’ αυτόν τον πρόχειρο σχεδιασμό, υπάρχει περιθώριο για τη δημιουργία ανταγωνιστικών τμημάτων, που θα κρατούν όλους τους νεοεισαχθέντες φοιτητές στο Ίδρυμα και δεν θα τους ωθούν σε νέες προσπάθειες για να ξαναδώσουν εξετάσεις, πράγμα που γίνεται σήμερα.
Δύο τέτοια τμήματα, θα μπορούσαν να είναι ένα Τμήμα Βιοχημείας, με κάποια εξειδίκευση στην πληροφορική καθώς και ένα τμήμα Κοινωνικών επιστημών με εξειδίκευση στην κοινωνιολογία και την πληροφορική, με σκοπό αυτά τα δύο τμήματα να συνεισφέρουν στο αντικείμενο της Εγκληματολογίας με απώτερο στόχο τη δημιουργία ενός Τμήματος Εγκληματολογίας. Άλλωστε για τη δημιουργία των ανωτέρω Τμημάτων δεν απαιτούνται εργαστήρια ανάλογα των Τμημάτων Μαιευτικής, το οποίο επισημαίνουμε πως δίχως ένα ισχυρό νοσοκομειακό ίδρυμα να το υποστηρίζει, καθίσταται ελλιπές. Πόσο μάλλον η ίδρυση σχολής Επιστημών Υγείας χωρίς τις ανάλογες υποδομές, υποδομές για τις οποίες μόνο ο Συνδυασμός μας έχει συγκεκριμένη πρόταση, την άμεση ανέγερση ενός νέου Νοσοκομείου που θα στεγάσει το Μαμάτσειο Νοσοκομείο Κοζάνης.
Σε ότι έχει να κάνει με τις διοικητικές αλλαγές, κι εκεί εντοπίζονται πολλά προβλήματα, ιδίως στην εκπροσώπηση του Πρύτανη του ΤΕΙ στο μεταβατικό σχήμα αλλά κυρίως με τα δικαιώματα των εν ενεργεία φοιτητών.
Αναφορικά τέλος με τη συγχώνευση των ερευνητικών κέντρων, εκεί υπάρχουν πολλές ενστάσεις, τις οποίες θα αναπτύξουμε σε σχετική παρέμβασή μας που θα αφορά γενικότερα την Έρευνα και την Ανάπτυξη (R&D) στην περιοχή μας, κάτι στο οποίο θα δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση και προτεραιότητα στο Πρόγραμμά μας.
Αυτό που είναι βέβαιο, είναι πως η κατανομή των τμημάτων έγινε πρωτίστως με πολιτικά κριτήρια, δευτερευόντως με οικονομικά και τέλος με ακαδημαϊκά. Η Κοζάνη δεν βγαίνει κερδισμένη σε αντίθεση με άλλες Περιφερειακές Ενότητες ενώ ο αριθμός των φοιτητών στην Κοζάνη θα είναι μειωμένος (ενδεχομένως άνω των 500 φοιτητών κατ’ έτος), κάτι που προκύπτει από σχετική έρευνα που πραγματοποιήσαμε συγκρίνοντας τον αριθμό εισακτέων σε ανάλογα τμήματα.
Ένα ισχυρό, ανταγωνιστικό και βιώσιμο Πανεπιστήμιο, διακρίνεται σε βάθος πολλών ετών. Διακρίνεται επίσης για την ποιότητα των σπουδών και της έρευνας που γίνεται σ’ αυτό. Ακόμη διακρίνεται από τον αντίκτυπο που θα έχει στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας. Το ΤΕΙ της Δυτικής Μακεδονίας ήταν ένα επιτυχημένο παράδειγμα, σε αντίθεση με το σημερινό Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Προκειμένου το νέο ίδρυμα να αποκτήσει την ταυτότητα και το χαρακτήρα που επιθυμούμε, απαιτούνται αλλαγές προτού ξεκινήσει στραβά. Και τις αλλαγές αυτές, εμείς θα τις διεκδικήσουμε, ακόμη και «κατόπιν εορτής».