Εγκρίθηκε η σύναψη προγραμματικής σύμβασης για την κατάρτιση ειδικού αναπτυξιακού προγράμματος για τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου των Δήμων Καστοριάς, Άργους Ορεστικού και Βοΐου και Ολοκληρωμένου Σχέδιου Φιλοξενίας Ψηφιακών Νομάδων με την Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και το Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης Δυτικής Μακεδονίας.
Τα βασικότερα ζητήματα προς διερεύνηση είναι οι γενικές προϋποθέσεις προσέλκυσης ψηφιακών νομάδων και ειδικότερα το νομοθετικό και φορολογικό πλαίσιο που παρέχει κίνητρα για την εγκατάσταση στην Δυτική Μακεδονία και ειδικά στις παραπάνω περιοχές, η ύπαρξη υποδομών δικτύωσης και ένα ευρύτερο οικοσύστημα τεχνολογίας που να επιτρέπει την εργασία από απόσταση και η καταλληλότητα του προορισμού. Η περίοδος της πανδημίας πέρα από τις δυσκολίες που δημιούργησε έδωσε έδαφος για την δημιουργία ενός νέου τοπίου στον τρόπο εργασίας. Ως αποτέλεσμα των προκλήσεων που αντιμετώπισαν οι επιχειρήσεις, η τηλεργασία βρέθηκε στο επίκεντρο ως η πλέον ενδεδειγμένη λύση για την συνέχιση της δραστηριότητας τους αξιοποιώντας την δυνατότητα απασχόλησης των εργαζομένων εκ του μακρόθεν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι πριν την πανδημία μόνο το 7% των εργαζομένων παγκοσμίως εργαζόταν σε μόνιμη βάση από το σπίτι, ενώ μετά την πανδημία αυτό το ποσοστό ξεπερνάει το 28% και αυξάνεται περαιτέρω αν συνυπολογιστεί το καθεστώς υβριδικής εργασίας που έχει επεκταθεί σημαντικά.
Το πλαίσιο ευελιξίας που αναδύθηκε μέσω της τηλεργασίας οδήγησε στην δημιουργία νέων τάσεων στον χώρο της εργασίας. Μία τέτοια τάση είναι οι ψηφιακοί νομάδες οι οποίοι είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι μπορούν να εργάζονται απομακρυσμένα από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Επαγγελματίες που δεν χρειάζεται να έχουν απαραιτήτως φυσική παρουσία στη δουλειά τους, μπορούν να δουλεύουν απομακρυσμένα, αρκεί να έχουν πρόσβαση σε υψηλής ταχύτητας τηλεπικοινωνιακά δίκτυα. Σήμερα, η δυνατότητα να εργάζεται κάποιος από τον φορητό του υπολογιστή ταξιδεύοντας και αλλάζοντας τον τόπο διαμονής του έχει γίνει σύμβολο της παγκοσμιοποίησης και της ψηφιοποίησης που χαρακτηρίζει την τρέχουσα δεκαετία.
Οι ψηφιακοί νομάδες μπορούν να ενισχύσουν τα τουριστικά έσοδα αλλά και να λειτουργήσουν ως όχημα για να επιτευχθεί ο διαμοιρασμός των επισκεπτών σε προορισμούς της Δυτικής Μακεδονίας και να γίνουν οι καλύτεροι πρεσβευτές όταν επιστρέφουν στις χώρες τους.
Στη βάση των παραπάνω κρίθηκε σκόπιμη και επιβεβλημένη η μελέτη του φαινομένου των ψηφιακών νομάδων σε διεθνές, εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, καθώς και η διερεύνηση των ικανών και αναγκαίων συνθηκών για την προσέλκυση, υποδοχή και φιλοξενία τους σε προορισμούς της Δυτικής Μακεδονίας που κρίνονται ως κατάλληλοι βάσει απαιτούμενων κριτηρίων, με απώτερο στόχο την ενίσχυση του τοπικού και περιφερειακού εισοδήματος και την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.
Η ενεργειακή κρίση αλλάζει το παραγωγικό μοντέλο στη Δυτική Μακεδονία
Η ενεργειακή κρίση επίσπευσε την ανάγκη αναθεώρησης του ενεργειακού μοντέλου της χώρας και την απεξάρτηση από τον λιγνίτη ως βασικό καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εύκολα μπορεί κανείς να αναλογιστεί την επίδραση αυτής της εξέλιξης στην Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας που αποτελεί την πιο σημαντική λιγνιτική περιοχή της χώρας.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, οι περιοχές της Καστοριάς, του Βοΐου και του Άργους Ορεστικού αντιμετωπίζουν μία επιπλέον οικονομική πρόκληση. Ο τομέας της γούνας που για πολλές δεκαετίες αποτέλεσε τον πυρήνα της οικονομικής άνθησης των περιοχών αυτών, έχοντας υποστεί σημαντική συρρίκνωση από το 2015 και μετά, αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις που θέτουν εν αμφιβόλω τις προοπτικές βιωσιμότητάς του. Υπό αυτές τις συνθήκες, το υφιστάμενο παραγωγικό μοντέλο των περιοχών αυτών χρειάζεται να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των συντελούμενων αλλαγών και να συνυπολογισθούν τα νέα δεδομένα για τη σύνθεση ενός σχεδίου που θα οδηγήσει την ανάπτυξή τους στα επόμενα χρόνια.
Οι Δήμοι Καστοριάς, Βοΐου και Άργους Ορεστικού αξιοποίησαν επί δεκαετίες τον παραγωγικό τομέα της γούνας (μεταποίηση, εκτροφή, βυρσοδεψία, εμπόριο, κτλ.) ως βασικό μοχλό της ανάπτυξής τους. Ο κλάδος υπολογίζεται πως απασχολούσε το 1990 περισσότερους από 20.000 εργαζόμενους, κυρίως σε μικρές οικοτεχνίες. Σήμερα ο αριθμός τους υπολογίζεται σε λιγότερους από 3.000. Σύμφωνα με τη μελέτη «Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης του Κλάδου της Γούνας στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας» η από το 2015 και μετά συρρίκνωση του κλάδου αποτελεί συνέχεια της τάσης των προηγούμενων ετών και της εξελισσόμενης νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης της γούνας που αφορά κυρίως στην αλλαγή των εμπορικών σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ρωσίας ως επακόλουθο του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και δευτερευόντως στην παγκόσμια οικονομική κρίση, την πανδημία και το οικολογικό κίνημα. Αν και στην τελική της διαπίστωση η μελέτη καταλήγει πως ο κλάδος δεν αντιμετωπίζει απειλές μόνιμου χαρακτήρα (έλλειψη ζήτησης) που να απειλούν τη βιωσιμότητά του και ότι μπορεί να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά του, θέτοντας νέα ισχυρά θεμέλια που θα δημιουργήσουν σταθερότητα και θα μειώσουν την αβεβαιότητα, εντούτοις το γεγονός πως 20 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ήδη απαγορεύσει πλήρως ή εν μέρει την εκτροφή γούνας για λόγους καλής διαβίωσης των ζώων και δημόσιας υγείας, δείχνει προς μία δυσμενέστερη για τον κλάδο προοπτική.
Σε κάθε περίπτωση, η εδραιωμένη συρρίκνωση του κλάδου αφενός και οι ισχυρές τάσεις αλλαγής των παραγωγικών μοντέλων παγκοσμίως, καθιστούν τη διατύπωση μιας επικαιροποιημένης πρότασης οικονομικού μοντέλου για τις περιοχές, αναγκαίο. Η πρόταση αυτή οφείλει να περιγράψει αναλυτικά το υφιστάμενο παραγωγικό προφίλ των περιοχών (Δήμοι Καστοριάς, Βοΐου, Άργους Ορεστικού), να προχωρήσει σε μία ανάλυση των αναπτυξιακών προοπτικών λαμβάνοντας υπόψη τα τρέχοντα δεδομένα και να καταλήξει σε ένα αναλυτικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης.
Πηγή: https://www.travel.gr