Σε «κενό αέρος» βρίσκεται η Δυτική Μακεδονία, μετά το κλείσιμο των μονάδων λιγνίτη στο οποίο προχωρά άμεσα η κυβέρνηση. Αυτό επισημαίνει σε συνέντευξή του στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ ο νέος πρόεδρος του ΤΕΕ Δυτικής Μακεδονίας Στέργιος Κιάνας και τονίζει πώς το σχέδιο της κυβέρνησης αρχίζει να εφαρμόζεται χωρίς να υπάρχει έτοιμο σχέδιο για τις περιοχές που πλήττονται καίρια, αυτές που αποτελούσαν για χρόνια τον βασικό ενεργειακό τροφοδότη της χώρας.
-Πως αξιολογείται τον ενεργειακό σχεδιασμό της κυβέρνησης που προχωράει στο κλείσιμο όλων των λιγνιτικών μονάδων στη δυτική Μακεδονία.
Ο ενεργειακός σχεδιασμός της κυβέρνησης, όπως αυτός αποτυπώθηκε στο υπό διαβούλευση Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), αλλά και από τις εξαγγελίες τόσο του Πρωθυπουργού, όσο και του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας δημιουργεί, ειδικά στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, έντονη ανησυχία.
Ο λόγος είναι οι αρνητικές επιπτώσεις που θα επιφέρει στην απασχόληση και στην οικονομία της περιοχή μας το κλείσιμο όλων των λιγνιτικών μονάδων αρχής γενομένης από το 2020, άμεσα δηλαδή, και μέχρι το 2028.
Όπως ξέρετε, η Δυτική Μακεδονία είναι μια περιοχή η οποία βάσισε το παραγωγικό της μοντέλο στην ηλεκτροπαραγωγή ενέργειας από την εξόρυξη και καύση του λιγνίτη, πληρώνοντας πολύ βαρύ περιβαλλοντικό τίμημα, στηρίζοντας παράλληλα επί δεκαετίες ολόκληρη τη χώρα στην ενεργειακή παραγωγή.
Την ίδια όμως στιγμή που το ΕΣΕΚ θέτει πολύ φιλόδοξους στόχους, θεμιτούς και εν μέρει επιβεβλημένους για την Ενέργεια και το Κλίμα, είναι λυπηρό και εγείρει πολλά ερωτηματικά και εύλογους προβληματισμούς το γεγονός ότι η Περιφέρεια δεν γνωρίζει ποιος είναι ο κεντρικός σχεδιασμός για το μέλλον της, το παραγωγικό και πολύ φοβάμαι και το υπαρξιακό.
Η κυβέρνηση αναγνωρίζει μεν την ανάγκη να διαμορφωθεί ένα Master Plan για τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική εποχή, η οποία έχει ήδη ξεκινήσει για την περιοχή, εξαγγέλλοντας τη διαμόρφωση αυτού του υπερ-απαραίτητου σχεδίου δράσης για την παραγωγική ανασυγκρότηση της Δυτικής Μακεδονίας, προσδιορίζοντας όμως χρονικά την ολοκλήρωση αυτού του σχεδιασμού στο πρώτο εξάμηνο του 2020.
Μάλιστα, για το ίδιο διάστημα προσδιορίζεται και η κατάθεση της αντίστοιχης πρότασης για τη μετάβαση της οικονομίας της περιοχής που επεξεργάζεται τεχνικό κλιμάκιο εμπειρογνωμόνων της Παγκόσμιας Τράπεζας, κατά παραγγελία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήδη εδώ και έναν χρόνο.
Παρόλα αυτά, αμφότεροι οι ανωτέρω σχεδιασμοί, που μέχρι τώρα είναι είτε αδιαμόρφωτοι είτε άγνωστοι προς εμάς ως προς το περιεχόμενό τους, έπονται χρονικά του ΕΣΕΚ.
Όπως καταλαβαίνετε, η περιοχή βλέπει την χώρα να σχεδιάζει το ενεργειακό και κλιματικό της μέλλον, κοιτώντας όμως αμήχανη και ρωτώντας ανήσυχη τι θα γίνει με το δικό της μέλλον. Γιατί πώς γίνεται να σχεδιάζουμε για την ενέργεια και το κλίμα και να μην υπάρχει έτοιμο σχέδιο για τις περιοχές που πλήττονται καίρια, αυτές που αποτελούσαν για χρόνια τον βασικό ενεργειακό τροφοδότη της χώρας.
-Η προηγούμενη διοίκηση του ΤΕΕ στην περιοχή έκρινε πως η επένδυση σε φωτοβολταικά πάρκα δε θα μπορέσει αντισταθμίσει τη μεγάλη απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας από το κλείσιμο ορυχείων και λιγνιτικών μονάδων. Η δική σας θέση ποια είναι;
Μια επένδυση σε φωτοβολταικά πάρκα η οποία δεν μπορεί να ισοσκελιστεί με την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας από το κλείσιμο ορυχείων και λιγνιτικών μονάδων φυσικά μας βρίσκει αντίθετούς, εκτός και αν αυτό συνοδευτεί με τη δημιουργία μονάδας παραγωγής πάνελ για φωτοβολταικά που θα δημιουργήσει κάποιες θέσεις εργασίας. Προφανώς αυτό από μόνο του δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, αλλά κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Όμως πρέπει να διαχωρίσουμε σαφώς και με κατηγορηματικό τρόπο τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας και την προώθηση των καθαρών μορφών ενέργειας από την απώλεια θέσεων εργασίας και τις επιπτώσεις στην οικονομία και στην κοινωνία, αυτές που δεν αντιμετωπίζει από μόνο του ένα φωτοβολταϊκό πάρκο.
Από κει και πέρα εμείς σαν ΤΕΕ/ΤΔΜ πιστεύουμε πως για να αντισταθμιστεί το κλείσιμο των μονάδων και των ορυχείων σίγουρα το νέο μοντέλο δεν πρέπει να είναι μονοδιάστατο, όπως τα προηγούμενα χρόνια, αλλά να επεκταθεί σε διάφορους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας μας, αλλά και να έχει περιφερειακή διάσταση και να μην επικεντρωθεί μόνο στις περιοχές που υπάρχουν τα εργοστάσια και τα ορυχεία, αλλά στο σύνολο της περιφέρειας.
Είμαστε ενεργειακό κέντρο της χώρας και περιοχή με βιομηχανική κουλτούρα και έτσι πρέπει να παραμείνουμε. Για να γίνει σε τόσο σύντομο διάστημα η μετάβαση της οικονομίας της περιοχής θα πρέπει καταρχήν να στραφεί η νέα προγραμματική περίοδος, το νέο ΠΕΠ 2021 – 2027, προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και να δημιουργηθεί κεντρικά ένα ειδικό αναπτυξιακό πακέτο που θα τονώσει την περιοχή, παράλληλα με το Εθνικό Ταμείο Δίκαιη Μετάβασης.
Πέραν του χρηματοδοτικού σκέλους, τομείς όπως η αγροτική παραγωγή, η μεταποίηση, οι νέες ενεργειακές τεχνολογίες, η επιχειρηματικότητα αποτελούν τους βασικούς παραγωγικούς πυλώνες στους οποίους πρέπει κατά τη γνώμη μας να δοθεί βάρος. Παράλληλα, κρίσιμος είναι ο ρόλος ενός ισχυρού Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας με έμφαση στην έρευνα και στην καινοτομία.
Οι παραπάνω τομείς αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της επόμενης μέρας, που όμως ήδη ξεκίνησε κι εμείς σαν κοινωνία δείχνουμε να «τρέχουμε πίσω» της. Επιπλέον έχουμε να αντιμετωπίσουμε την ανεργία, που στη Δυτική Μακεδονία είναι πάντα η υψηλότερη στη χώρα, και με τους νέους επιστήμονες να έχουν φύγει μαζικά στο εξωτερικό κατά την τελευταία δεκαετία.
-Υπάρχει κίνδυνος να μη λειτουργήσει η τηλεθέρμανση και πως μπορεί να εξαλειφτεί αυτός ο κίνδυνος;
Η τηλεθέρμανση είναι πολύ σημαντικό ζήτημα για την Περιφέρεια και πρέπει να διασφαλιστεί με κάθε τρόπο η λειτουργία της, η οποίαστην παρούσα φάση συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία των ΑΗΣ. Προσέξτε:
Στη Φλώρινα, που είναι υπό κατασκευή τα δίκτυα της τηλεθέρμανσης, το πρόβλημα είναι τεράστιο καθώς ο ΑΗΣ Μελίτης που σχεδιάστηκε για να τροφοδοτήσει την πόλη θα κλείσειπριν καν ξεκινήσει η τροφοδοσία!!!
Από την άλλη έχουμε την περίπτωση της τηλεθέρμανσης της Πτολεμαΐδας που τροφοδοτείται από τον ΑΗΣ Καρδιάς,για τον οποίο όμως επίκειται άμεσα η αναστολή λειτουργίας του, πριν καν ξεκινήσει τη λειτουργία της η υπό κατασκευή νέα μονάδα Πτολεμαΐδα 5 που επρόκειτο να τροφοδοτήσει την τηλεθέρμανση της πόλης.
Η Κοζάνη πάλι με το κλείσιμο του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου μένει ξεκρέμαστη.
Λέγοντας όλα τα παραπάνω συμπεραίνει κανείς πόσο θολό και κυρίως αβέβαιο είναι το τοπίο γύρω από τις τηλεθερμάνσεις. Αν προσθέσει κάνεις περιβαλλοντικά και οικονομικά ζητήματα που προκύπτουν από την επιστροφή των περιοχών στον παραδοσιακό τρόπο καύσης πετρελαίου, εύκολα γίνεται αντιληπτό πόσο αναγκαία είναι η διατήρηση των τηλεθερμάνσεων, για τις οποίες όμως δεν έχει γίνει επαρκής σχεδιασμός για τη λειτουργία τους με άλλο καύσιμο. Ακόμη και στην περίπτωση του Αμυνταίου, που δημιουργείται υποδομή κατ’ αρχήν πιλοτική για την αξιοποίηση βιομάζας, αυτή η ίδια η «πρώτη ύλη» δεν είναι διασφαλισμένη.
-Υπάρχει πρόταση από το ΤΕΕ τι θα πρέπει να γίνει μετά το 2028 οπότε θα κλείσει;
Το ΤΕΕ/ΤΔΜ ήδη εδώ και δυο μήνες έχει συστήσει ομάδα έργου, που αποτελείται από αξιόλογους συναδέρφους, με μεγάλη πείρα και εξειδίκευση σε ενεργειακά και αναπτυξιακά θέματα, έτσι ώστε να εξετάσει– μελετήσει την εκτίμηση του κόστους μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας σε καθεστώς μηδενικής λιγνιτικής παραγωγής και να εξεταστούν σενάρια για την επόμενη μέρα, συμπεριλαμβανομένης και της λειτουργίας της Πτολεμαΐδας 5.
Ελπίζω πως στο αμέσως προσεχές διάστημα θα διαμορφωθεί ένα πλαίσιο διαβούλευσης και συνεργασίας των τοπικών φορέων με την κεντρική διοίκηση αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια που αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές περιφέρειες βιώνουν την απολιγνιτοποίηση του παραγωγικού τους μοντέλου. Η νέα πρόταση πρέπει να διαμορφώσει ένα βιώσιμο και ρεαλιστικό πλάνο για την Δυτική Μακεδονία υποστηριζόμενο από τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία και ταμεία Δίκαιης Μετάβασης.
Πηγή: ethnos.gr