Κοινός τόπος είναι ότι το δημογραφικό πρόβλημα παραμένει μία από τις μεγαλύτερες πληγές της Ελλάδας. Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις, εκατοντάδες χιλιάδες νέους και μορφωμένους να έχουν μεταναστεύσει, απόρροια και της 10ετούς κρίσης, και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γηρασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, το δημογραφικό αδιέξοδο της χώρας, το οποίο εντάθηκε από την έλευση της πανδημίας, αποτελεί ένα από τα κορυφαία (εθνικά) προβλήματα που θα μπορούσε να αποτελέσει και τροχοπέδη στην επερχόμενη ανάκαμψη της οικονομίας.
Προσφάτως, έρευνα του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, του καθηγητή Βύρωνα Κοτζαμάνη, κατέδειξε πως η πανδημία (παράλληλα με την οικονομική κρίση που προηγήθηκε) θα επηρεάσει τις γεννήσεις και τη γονιμότητα των νεότερων γενεών, με τις γεννήσεις την τρέχουσα δεκαετία να εκτιμάται, σε ένα αισιόδοξο σενάριο, πως θα είναι 130.000 λιγότερες από αυτές (950.000) της δεκαετίας 2010-2019.
Η πανδημία και οι δημογραφικές μεταβλητές
Καθώς η πανδημία του COVID-19 έχει επηρεάσει όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη και, μέχρι στιγμής, ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στις επιπτώσεις της στη θνησιμότητα, μία νέα έρευνα των Βύρων Κοτζαμάνη και Γεώργιου Κοντογιάννη, προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο η τρέχουσα επιδημία θα επηρεάσει αρνητικά και τις άλλες δημογραφικές μεταβλητές, όπως οι γάμοι και η γαμηλιότητα στην Ελλάδα.
Οι ερευνητές σημειώνουν πως, αν και δεν έχουν ακόμη όλα τα αναγκαία στοιχεία, εκτιμούν ότι οι επιπτώσεις του COVID-19 θα αποτυπωθούν άμεσα στα δεδομένα τόσο όλων, όσο και των πρώτων των γάμων οι οποίοι θα μειωθούν σημαντικά το 2020 και 2021 (κατ’ ελάχιστον κατά 30% σε σχέση με την διετία 2016-2017).
Η μείωση όμως αυτή, θα συμπαρασύρει στη συνέχεια και τις γεννήσεις, καθώς στην Ελλάδα το 88% του συνόλου τους προέρχεται από έγγαμη συμβίωση με τη διαφορά ανάμεσα στη μέση ηλικία τέλεσης του γάμου και σε αυτήν της γέννησης του πρώτου παιδιού να είναι μικρότερη του ενός έτους. Η πανδημία – και η προ αυτής οικονομική κρίση – αναμένεται να επηρεάσουν όμως όχι μόνον βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα τη γαμηλιότητα, καθώς έχουν οδηγήσει συσσωρευτικά στην επιδείνωση του γενικότερου περιβάλλοντος εντός του οποίου οι νεότερες γενεές καλούνται να αποφασίσουν εάν – και σε ποια ηλικία – θα παντρευτούν, με αποτέλεσμα την πιθανότατη αύξηση της ήδη υψηλής αγαμίας (του ποσοστού δηλαδή των γυναικών που θα μείνουν άγαμες) στις μετά το 1985 γενεές.
Πτωτική η πορεία των γάμων…
Στη χώρα μας, το σύνολο των γάμων ακολουθεί πτωτική πορεία καθώς από 334 χιλ. την τετραετία 1956-59, μειώθηκε στους 272 χιλ. το 1980-83 και στους 194 χιλ. το 2016-2119. Το σύνολο αυτό περιλαμβάνει τόσο αυτούς των αγάμων (πρώτοι γάμοι) όσο και αυτούς των διαζευγμένων που ξαναπαντρεύονται. Περιλαμβάνει όμως και τους γάμους μη μονίμων κατοίκων της χώρας μας, δηλαδή ατόμων που διαμένουν μόνιμα μεν στο εξωτερικό αλλά παντρεύονται στην Ελλάδα. Οι γάμοι αυτοί αυξάνονται ταχύτατα τις τρεις τελευταίες δεκαετίες: ενώ δεν ξεπερνούσαν το 3,0% του συνόλου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, αποτελούν το 4,7% την τετραετία 2000-2003, το 6,2% το 2008-2011 και το 10,7% την τελευταία τετραετία (2016-2019).
Η χώρα μας ελκύει επομένως όλο και περισσότερα άτομα (κυρίως αλλοδαπούς) που έρχονται για να τελέσουν τον γάμο τους σε αυτήν: 7,6 χιλ. το 1992-99, 13,8 χιλ. το 2008-2011 και 20,8 χιλ. το 2016-2109. Αν όμως δεν λάβουμε υπόψη τους γάμους αυτούς που συμπεριλαμβάνονται στο σύνολο, θα διαπιστώσουμε ότι οι γάμοι όσων ζουν μόνιμα στη χώρα μας μειώνονται με εντονότερους ρυθμούς, καθώς από 268 χιλ. το 1980-83 έχουν περιορισθεί στους 174 χιλ. το 2016-2019 (μείωση κατά 35% έναντι 28,5% του συνόλου των γάμων).
…ανοδικά τα σύμφωνα συμβίωσης
Αν εξετάσουμε τώρα την πορεία των πρώτων γάμων των γυναικών, ειδικότερα δε αυτούς των μονίμων κατοίκων μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι πτωτικές τάσεις είναι εντονότερες, καθώς από 255 χιλ. την τετραετία 1980-83 έχουν μειωθεί στις 153 χιλ. το 2016-19 (μείωση κατά 40%). Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι την τελευταία δεκαετία, με την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου, τα σύμφωνα συμβίωσης αυξήθηκαν ταχύτατα, καθώς από μόνον 161 το 2009 εγγίζουν τις 8 χιλ. το 2019, με αποτέλεσμα κατά το έτος αυτό να αντιστοιχεί ένα σύμφωνο ανά πέντε πρώτους γάμους. Αν δε αθροίσουμε σύμφωνα και πρώτους γάμους γυναικών μονίμων κατοίκων της χώρας μας, θα διαπιστώσουμε ότι η μείωσή τους ανέρχεται σε 28,5 χιλ. ανάμεσα στην τετραετία 2008-11 και 2016-19 (ήτοι σχεδόν 15%).
Ταυτόχρονα έχουμε όμως και σημαντικές μεταβολές διαχρονικά στη μέση ηλικία τέλεσης του πρώτου γάμου. Ο δείκτης αυτός ακολουθεί πτωτική πορεία από το 1950 έως το 1970, ενώ στη συνέχεια αυξάνεται από έτος σε έτος για να υπερβεί τα 30 έτη σήμερα.
Την ιδία περίοδο, οι δείκτες ετήσιας έντασης της πρωτογαμηλιότητας μειώνονται από τα πολύ υψηλά επίπεδα των τριών πρώτων δεκαετιών (επίπεδα που οφείλονται βασικά στην πρωιμοποίηση των γάμων, στην τέλεσή τους δηλαδή σε όλο και μικρότερη ηλικία), λαμβάνοντας μετά το 2000, ακόμη και στα μη δίσεκτα έτη, τιμές χαμηλότερες από τους 650 πρώτους γάμους επί 1000 γυναικών. Το γεγονός δε ότι οι τιμές των δεικτών αυτών είναι τόσο χαμηλές, οφείλεται σε δυο βασικές αλλαγές της συμπεριφοράς των γυναικών που γεννήθηκαν μετά το 1960: στο ότι παντρεύονται σε ολοένα και μεγαλύτερη ηλικία ενώ ταυτόχρονα όλο και περισσότερες παραμένουν άγαμες και, δευτερευόντως, στο ότι αυξάνεται συνεχώς στις νεότερες γενεές (γυναίκες που γεννήθηκαν μετά το 1985) το ποσοστό αυτών που επιλέγει αντί του γάμου το σύμφωνο συμβίωσης.
Οι αντιλήψεις αλλάζουν
Ταυτόχρονα, η χώρα μας διαφοροποιείται από τη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών καθώς χαρακτηρίζεται ακόμη από μια έντονη σχετικά γαμηλιότητα. Οι αντιλήψεις και στάσεις έναντι του θεσμού του γάμου ανάμεσα στην Ελλάδα και τις χώρες αυτές όπου οι συμπεριφορές στον τομέα αυτό θεωρείται ότι αποτελούν πλέον τμήμα αποκλειστικά της σφαίρας του ιδιωτικού βίου και η έννοια της «θεσμοθέτησης» της συμβίωσης έχει ατονήσει, παραμένουν σημαντικές. Φυσικά οι στάσεις και οι αντιλήψεις αλλάζουν και στην Ελλάδα, οι νεότερες γενεές τείνουν να υιοθετήσουν διαφορετικές συμπεριφορές από αυτές των γονιών τους και η πτώση τόσο των συγχρονικών όσο και των διαγενεακών δεικτών γαμηλιότητας στην χώρα μας είναι μια σαφής ένδειξη.
H τρέχουσα πανδημία δεν πρόκειται να ξεπερασθεί πριν τα τέλη του 2021 και οι επιπτώσεις της δεν θα εκλείψουν την επόμενη μέρα, ενώ η πρότερη οικονομική κρίση έχει ήδη δημιουργήσει ένα αρνητικό για τη σύναψη γάμου περιβάλλον. Η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα που υιοθετήθηκαν οδήγησαν στην ακύρωση πλήθους προγραμματισμένων γάμων, ενώ ταυτόχρονα ο COVID-19 έχει εντείνει την προ-υπάρχουσα ανασφάλεια για το μέλλον στις νεότερες ηλικίες και οι οικονομικές επιπτώσεις του τα αμέσως επόμενα χρόνια θα καταστήσουν δυσμενέστερο το υπάρχον περιβάλλον. Οι νεότερες γενεές επομένως, ακόμη και αν δεν αλλάξουν εξαιτίας της πανδημίας τα σχέδιά τους, θα τα μεταθέσουν για λίγο αργότερα ενώ, ταυτόχρονα, είναι δεδομένο ότι οι αφίξεις αλλοδαπών δεν πρόκειται να επανέλθουν στα προ της πανδημίας επίπεδα νωρίτερα από το 2024.