Για την κατάρα του καλλιτέχνη..
Η τέχνη είναι μια διέξοδος. Ένα δόσιμο ψυχής. Μια λύτρωση του προσώπου που βρίσκει τον τρόπο να αποτυπώσει όσα βλέπει, όσα νιώθει, ότι τον στοιχειώνει -καλό ή κακό. Για τον καλλιτέχνη, η εφαρμογή των ιδεών του είναι τόσο αναγκαία γι’ αυτόν όσο ο αέρας που αναπνέει. Ίσως γι’ αυτό κάποιες ψυχικές νόσοι να σχετίζονται με τον τομέα αυτό. Ο Freud είπε ότι η ”αντικατάσταση” της πραγματικότητας με την φαντασία μέσω της τέχνης είναι μια μορφή αποφυγής και εκτόνωσης πολλών νευρώσεων. Ωστόσο, αποτελεί έναν τρόπο όχι για να ξεφύγει κάποιος από την πραγματικότητα, αλλά να παραμείνει ενεργός σε αυτή. Επίσης, αν θεωρήσουμε ότι όλοι οι άνθρωποι καταφεύγουν στη φαντασία για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα τους ή ότι πάντα βλέπουν αυτή τη πλευρά των πραγμάτων που τους βολεύει, οι καλλιτέχνες ιδιαίτερα ανακαλύπτουν το μέσο για να πλάσουν κάτι όμορφο με όλα αυτά. Εφόσον είναι άνθρωποι προικισμένοι, τους αξίζει η καλοπροαίρετη κριτική με σεβασμό στην ιδιοσυγκρασία του καθενός. Είναι σημαντικό· γιατί τα έργα τους προσφέρουν ανακούφιση και παρηγοριά στα άλλα άτομα που δεν είναι καλλιτέχνες και δεν μπορούν να διοχετεύσουν τα συναισθήματά τους..
Ένα κομμάτι της ζωής της γλύπτριας Camille Claudel η οποία κατηγορούμενη για ψυχικές διαταραχές παρέμεινε έγκλειστη σε ένα άσυλο στη νότια Γαλλία το 1915. Με την οικογένεια της να της έχει εναντιωθεί, την υποψία της κλοπής των έργων της από τον πρώην εραστή της και γλύπτη Auguste Rodin, η Camille περιμένει υπομονετικά την επίσκεψη του αδερφού της ελπίζοντας ότι με την σύμφωνη γνώμη του γιατρού θα μπορέσει να επιστρέψει στο σπίτι και στην τέχνη της..
Η Julliette Binoche υπό την σκηνοθετική στέγη του Bruno Dumont δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της σε μια βιογραφική ταινία υποδυόμενη την Camille Claudel, μια γυναίκα χαρισματική, γεμάτη ζωή και πάθος για τα έργα της, εγκλωβισμένη πια σε μια κατάσταση εντελώς αταίριαστη γι’ αυτή. Τώρα, ο κόσμος της είναι μοναχικός, γεμάτος φοβίες και σκέψεις για το παρελθόν, περιτριγυρισμένος από πραγματικά τρελούς ανθρώπους, με μόνη της ελπίδα την οικογένεια της, η οποία έχει την δύναμη να την βγάλει από αυτή τη φυλακή. Ο αδερφός της Paul Claudel (μετέπειτα ποιητής και διπλωμάτης) αντιπροσωπεύει την νοοτροπία της εποχής -με τον έντονο συντηρητισμό, την υπερβολική προσήλωση στην θρησκεία και την μειονεκτική αντιμετώπιση των γυναικών, να τον οδηγούν στην πεποίθηση ότι ο εγκλεισμός είναι ο μόνος τρόπος να σωθεί το πνεύμα της αδερφής του από την ”αμαρτία”, παρά την διαβεβαίωση του γιατρού ότι η Camille είναι πια υγιής. Ο τόνος του έργου είναι περισσότερο περιγραφικός και το σενάριο βασίζεται σε μονολόγους (η επικοινωνία επιτυγχάνεται μέσω της αλληλογραφίας) γι’ αυτό μπορεί να θεωρηθεί λίγο αργή σε ρυθμό και κουραστική σε κάποια σημεία, όμως η ομορφιά των χειμωνιάτικων σκηνικών σε ένα απομακρυσμένο άσυλο στα 1915 και ο ψυχικός κόσμος μιας ταλαντούχας γυναίκας που παλεύει να απελευθερωθεί, κρατούν το ενδιαφέρον. Πολύ σπαρακτική η σκηνή όπου πιάνει το χώμα και προσπαθεί να πλάσει μια μορφή στα χέρια της αλλά αμέσως το αφήνει, αντικατοπτρίζει όλο το νόημα της ταινίας. Εντέλει, η Camille Claudel παρέμεινε έγκλειστη για τα επόμενα 29 χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής της, μακριά από τον πολιτισμό, μακριά από την τέχνη της, τον σκοπό της ζωής της..